Για πιθανά προβλήματα στον εφοδιασμό της αγοράς με πετρέλαιο θέρμανσης την περίοδο της Πρωτοχρονιάς προειδοποιούν οι εταιρίες εμπορίας πετρελαιοειδών, με αφορμή την αλλαγή του φορολογικού καθεστώτος.

Από την 1η Ιανουαρίου η προκαταβολή του υψηλού Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης για το πετρέλαιο θέρμανσης καταργείται. Βάσει του ισχύοντος καθεστώτος, οι εταιρίες και οι πρατηριούχοι αγοράζουν το πετρέλαιο επιβαρυμένο με τον υψηλό συντελεστή ΕΦΚ που ισχύει για το πετρέλαιο κίνησης, το διαθέτουν στους καταναλωτές με το μειωμένο φόρο και εισπράττουν τη διαφορά από το κράτος.

Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Συνδέσμου Εταιριών Εμπορίας Πετρελαιοειδών Ελλάδος η αλλαγή σημαίνει ότι ως το τέλος του χρόνου οι διακινητές πετρελαίου θα προσπαθήσουν να διαθέσουν στους καταναλωτές το πετρέλαιο που έχουν στις δεξαμενές τους, το οποίο έχουν αγοράσει με τον υψηλό φορολογικό συντελεστή, και θα περιμένουν να επανεφοδιαστούν το νέο έτος με το χαμηλό φόρο, χωρίς να χρειάζεται να περιμένουν επιστροφές.

Με έγγραφό του προς το υπουργείο Οικονομικών ο Σύνδεσμος επισημαίνει ότι οι εκτελωνισμοί καυσίμων θα αρχίσουν  ουσιαστικά από τις 3 Ιανουαρίου (αφού η Πρωτοχρονιά είναι Σάββατο) και ζητεί να επιτραπεί για μια μεταβατική περίοδο λίγων ημερών στις αρχές Ιανουαρίου η διάθεση πετρελαίου με το παλαιό καθεστώς.

Ο ΣΕΕΠΕ τάσσεται πάντως υπέρ της εξίσωσης των φόρων στα πετρέλαια κίνησης και θέρμανσης (θα ισχύσει από τον Οκτώβριο του 2011) προκειμένου να καταπολεμηθεί το λαθρεμπόριο, με προϋπόθεση να δοθεί προκαταβολικά επίδομα θέρμανσης στους καταναλωτές. «Διαφορετικά», αναφέρει, «το χειμώνα υπάρχει κίνδυνος να παγώσουν όχι μόνο τα νοικοκυριά αλλά και η αγορά».

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Συνδέσμου, η χρονιά κλείνει με μείωση των πωλήσεων καυσίμων (σε όγκο) γύρω στο 12% και με περίπου 1000 κλειστά πρατήρια, χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο τα λουκέτα να επεκταθούν και στους άλλους κύκλους της αγοράς.

Στοιχεία του ΣΕΕΠΕ δείχνουν άνοδο της τιμής της αμόλυβδης κατά 45,3 λεπτά το λίτρο στο διάστημα Φεβρουαρίου – Δεκεμβρίου, αύξηση που οφείλεται κυρίως στους φόρους και τις διεθνείς τιμές ενώ τα περιθώρια κέρδους εταιριών και πρατηριούχων έχουν μειωθεί.