Κατά 5,82% υποχώρησε το 2009 η ευρύτερη αγορά πετρελαιοειδών καυσίμων σε όγκο κατανάλωσης, σύμφωνα με κλαδική μελέτη που εκπόνησε η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP Group.
Ειδικότερα, όσον αφορά τα καύσιμα εσωτερικής αγοράς (δηλ. βενζίνες, πετρέλαιο θέρμανσης – κίνησης, μαζούτ, υγραέρια, κηροζίνη και άσφαλτος) υπήρξε μικρή υποχώρηση κατά 1%, με την αγορά της βενζίνης να εμφανίζει σταθεροποιητικές τάσεις (άνοδος 0,2%).
Η κατανάλωση πετρελαίου θέρμανσης εμφάνισε σημαντική άνοδο (κατά 7,6%) ενώ πτωτική εμφανίζεται η κατανάλωση πετρελαίου κίνησης (μείωση 7,4%). Σημαντική ήταν η πτώση, (κυρίως λόγω της ύφεσης στη βιομηχανία αλλά και στην διείσδυση του φυσικού αερίου) στις κατηγορίες του υγραερίου αλλά και του βιομηχανικού μαζούτ στις οποίες σημειώθηκε μείωση 5,2% και 20,1% αντίστοιχα.
Αναφορικά με τα καύσιμα «Διεθνούς Αγοράς» (ναυτιλιακά και αεροπορικά καύσιμα) η μείωση της κατανάλωσης διαμορφώθηκε στο 9,6% (με πτώση 11,5% στα αεροπορικά, 2,7% στο ναυτιλιακό πετρέλαιο και 10,2% στο ναυτιλιακό μαζούτ). Σημαντική ήταν και η πτώση της κατανάλωσης από τις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες (ενεργοβόρες βιομηχανίες και σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής) στις οποίες η κατανάλωση πετρελαίου και μαζούτ μειώθηκε κατά 12,6% και 22,8% αντίστοιχα.
Τα πετρελαιοειδή καύσιμα κατέχουν τη σημαντικότερη θέση στο ενεργειακό ισοζύγιο της Ελλάδας, καταλαμβάνοντας διαχρονικά το υψηλότερο μερίδιο στην εγχώρια κατανάλωση ενέργειας. Τα υγρά καύσιμα αποτελούν τυποποιημένα προϊόντα και δεν υπάρχει ουσιαστική διαφοροποίηση. Ως αποτέλεσμα ο ανταγωνισμός στην αγορά εστιάζεται στην ανάπτυξη του δικτύου διανομής, στην εξυπηρέτηση και στην τιμολογιακή πολιτική της κάθε εταιρίας.
Ο τομέας των μεταφορών (οδικές, ακτοπλοϊκές και αεροπορικές) αποτελεί τον κυριότερο «καταναλωτή» του κλάδου των πετρελαιοειδών, ενώ σημαντικά μερίδια απορροφώνται από τον κλάδο της βιομηχανίας, τον οικιακό τομέα και τον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής. Αναφορικά με τα καύσιμα οχημάτων (βενζίνη και πετρέλαιο κίνησης), το μέγεθος και η σύνθεση (ηλικία, κυβισμός κλπ) του στόλου των κυκλοφορούντων οχημάτων, καθώς και το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριού προσδιορίζουν σε σημαντικό βαθμό την εξέλιξη της ζήτησης στην εγχώρια αγορά. Σημαντικός παράγοντας αναδεικνύεται και η εξέλιξη των λιανικών τιμών (βενζίνης και πετρελαίου κίνησης), ιδιαίτερα έπειτα από τις πρόσφατες αυξήσεις στην φορολογία. Περαιτέρω, η βιομηχανική δραστηριότητα, οι καιρικές συνθήκες, η κίνηση αεροσκαφών στους ελληνικούς αερολιμένες και η κίνηση των επιβατικών και εμπορικών πλοίων στις ελληνικές θάλασσες καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό την πορεία του κλάδου.
Η εγχώρια αγορά πετρελαιοειδών ουσιαστικά λειτουργεί σε τρία επίπεδα (Διύλιση, Χονδρική και Λιανική Εμπορία), καθώς η παραγωγή αργού πετρελαίου στην Ελλάδα είναι ελάχιστη και η ζήτηση αργού καλύπτεται σχεδόν εξ’ ολοκλήρου μέσω εισαγωγών. Οι 2 εγχώριες εταιρείες διύλισης προμηθεύουν με έτοιμα καύσιμα περίπου 45 εταιρείες χονδρικής εμπορίας καυσίμων, ενώ 19 από αυτές διαθέτουν άδεια εμπορίας πετρελαιοειδών κατηγορίας α’ και δραστηριοποιούνται στην αγορά της βενζίνης, πετρελαίου κίνησης και θέρμανσης. Η τελευταία περίοδος χαρακτηρίσθηκε από την αποχώρηση δύο πολυεθνικών ομίλων από την ελληνική αγορά καυσίμων εδάφους, δραστηριότητες οι οποίες εξαγοράσθηκαν από ελληνικούς πετρελαϊκούς ομίλους.
Στο πλαίσιο της μελέτης έγινε και χρηματοοικονομική ανάλυση των επιχειρήσεων (διύλισης/χονδρικής εμπορίας) του κλάδου, βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επίσης, συνετάχθη ομαδοποιημένος ισολογισμός βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος εταιρειών.
Με βάση τον ομαδοποιημένο ισολογισμό των δύο εταιριών διύλισης το σύνολο του ενεργητικού τους, παρουσίασε αύξηση κατά 10,78% το 2009 σε σχέση με το 2008, ενώ τα ίδια κεφάλαια τους αυξήθηκαν κατά 2,37% το ίδιο διάστημα. Οι συνολικές πωλήσεις τους σημείωσαν πτώση 32,77% το 2009 (επηρεάσθηκαν και από τις μειωμένες διεθνείς τιμές). Ωστόσο η κερδοφορία ανέκαμψε το 2009, έπειτα από τη μείωση του 2008, με το μικτό κέρδος των εταιρειών να υπερτριπλασιάζεται. Στην ίδια κατεύθυνση, ο κλάδος εμφάνισε κέρδη (προ φόρου εισοδήματος), ενώ το 2008 είχε παρουσιάσει ζημιά. Τα κέρδη ΕΒΙΤDA, αυξήθηκαν κατά 124,7% έναντι του προηγούμενου έτους.
Όσον αφορά τις εταιρίες χονδρικής εμπορίας, όπως προέκυψε από τον ομαδοποιημένο ισολογισμό 38 επιχειρήσεων το σύνολο του ενεργητικού των εταιρειών αυτών μειώθηκε κατά 4,17% το 2008 σε σχέση με το 2007 ενώ τα ίδια κεφάλαια μειώθηκαν κατά 2,78%. Οι συνολικές πωλήσεις των 38 εταιριών του δείγματος σημείωσαν αύξηση 21,75% το 2008, ενώ το μικτό κέρδος υποχώρησε κατά 4,76%. Επιπλέον, η αύξηση των λειτουργικών εξόδων (κατά 4%) είχε σαν αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση του λειτουργικού αποτελέσματος κατά 85,27%. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την αύξηση των μη λειτουργικών εξόδων, οδήγησε στην πτώση (κατά 84,07%) των καθαρών κερδών (προ φόρου) των εταιριών του δείγματος ενώ τα κέρδη EBITDA μειώθηκαν κατά 31,7%.