Ο μύθος του υψηλού ποσοστού ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα έχει καταρριφθεί προ πολλού. Το χρονικό διάστημα από το 2005 έως το 2021, το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στη χώρα μας υποχώρησε από το 84,6% στο 73,3%, χάνοντας 11,3 ποσοστιαίες μονάδες σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat.
Το στεγαστικό απόθεμα στην Ελλάδα σύμφωνα με την Eurostat για το έτος 2019 ήταν 3.949.900 κατοικίες – σπίτια, δεν αναφερόμαστε σε επαγγελματικά ακίνητα, χωράφια ή/και οικόπεδα, αλλά σε κατοικίες που διαμένουν οικογένειες είτε ως ιδιοκτήτες, είτε ως ενοικιαστές.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Eurostat και της δημοσιευμένης έρευνα του οργανισμού Housing Europe (European Federation of Public, Cooperative & Social Housing), το έτος 2019, το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στη χώρα μας ήταν 75,4% (2.978.224 κατοικίες), είτε πρόκειται για ιδιοκτησίες με υποθήκη ή δάνειο, είτε για ιδιοκτησίες που δεν εκκρεμεί κάποια υποθήκη ή δάνειο. Ενώ, το 24,6% (971.675 κατοικίες) των ιδιοκτησιών μισθώνονταν. Το 2020 η χώρα μας κατατάχθηκε στη 19η θέση ανάμεσα σε 33 χώρες της Ευρώπης, χάνοντας την 17η θέση που κατείχε το 2019.
Τα μικρότερα ποσοστά ιδιοκατοίκησης το χρονικό διάστημα 2005-2014 καταγράφηκαν το έτος 2014 (74%), ως αποτέλεσμα των αρνητικών επιπτώσεων της προσφυγής της χώρας στον μηχανισμό στήριξης (Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας) στις 23 Απριλίου του 2010. Οι αρνητικές επιπτώσεις των μνημονιακών χρόνων επιβεβαιώνονται και το χρονικό διάστημα 2016-2018. Η Ελλάδα στις 13 Ιουλίου του 2015 εισήλθε σε νέο μνημόνιο διότι στις 30 Ιουνίου του ιδίου έτους δεν πληρώθηκαν οι δόσεις του δανείου προς το ΔΝΤ, με αποτέλεσμα η Ελλάδα από την 1η Ιουλίου του 2015 να θεωρείται χρεοκοπημένη χώρα, σύμφωνα με τους κανονισμούς του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Για τα ποσοστά ιδιοκατοίκησης στη χώρα μας μίλησε στο Newsbeast ο πρόεδρος του Πανελλαδικού Δικτύου E-Real Estates Θεμιστοκλής Μπάκας.
«Το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα το 2015 ήταν 75,1%, με αρνητικές διακυμάνσεις την επόμενη τριετία (2016,2017,2018), ενώ το 2019 αυξήθηκε στο 75,4%. Δηλαδή, ενώ η χώρα μας το 2015 εισήχθη σε νέο μνημόνιο με ποσοστό ιδιοκατοίκησης 75,1%, το 2019 αυξήθηκε η ιδιοκατοίκηση κατά 11.849 κατοικίες αγγίζοντας το 75,4%» ανέφερε χαρακτηριστικά ο Θεμιστοκλής Μπάκας.
Το ποσοστό ιδιοκατοίκησης επιστρέφει στα μνημονιακά χρόνια
Η Ελλάδα μπορεί να βγήκε από τα μνημόνια, αλλά, απ΄ ότι φαίνεται, τα ποσοστά ιδιοκατοίκησης επιστρέφουν σε μνημονιακές εποχές μετά το έτος 2019. «Το 2020 το ποσοστό ιδιοκατοίκησης κυμάνθηκε στο 73,9% και το 2021 στο 73,3%. Δηλαδή, η Ελλάδα έχασε 2,1 ποσοστιαίες μονάδες το χρονικό διάστημα 2019-2021» σημείωσε ο κ. Μπάκας. Ποσοστά που αντιστοιχούν σύμφωνα με τον πίνακα σε χρονολογίες μνημονιακών ετών όπως το 2016,το 2017 και το 2018. Χρονιές δύσκολες για την Ελληνική οικονομία και κατ΄επέκταση για το σύνολο των πολιτών.
«Η μείωση του ποσοστού ιδιοκατοίκησης κατά 2,1 ποσοστιαίες μονάδες το χρονικό διάστημα 2019-2021, σε απόλυτα νούμερα, αντιστοιχεί περίπου σε 82.947 κατοικίες (3.949.900 το στεγαστικό απόθεμα –Eurostat 2019)» είπε ο πρόεδρος του Πανελλαδικού Δικτύου E-Real Estates.
Αναφορικά με τις κινήσεις για στήριξη της οικονομίας των ακινήτων ο κ. Μπάκας επισήμανε: «Σύμφωνα με τα άνωθεν δεδομένα, τα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης στην εγχώρια κτηματαγορά, όπως η μείωση του ΕΝΦΙΑ, η αναστολή του Φ.Π.Α 24% στην οικοδομή, η δωρεάν (αφορολόγητες) γονικές παροχές (οι συγγενείς πρώτου βαθμού: σύζυγοι, παιδιά, παππούδες, εγγόνια και γονείς) ως 800.000 ευρώ για σπίτια και μετρητά, φαίνεται να μην «λειτούργησαν» ώστε να καταγραφεί αύξηση ή/και να αποτελέσουν ανάχωμα της μείωσης του ποσοστού ιδιοκατοίκησης στη χώρα μας» είπε.
Γιατί «χάθηκαν» 82.947 κατοικίες
«Η εύλογη απορία, δεν είναι άλλη από το γιατί «χάθηκαν» 82.947 κατοικίες. Ένα μεγάλο μέρος των άνωθεν κατοικιών μπορεί να «χάθηκαν» λόγω της έναρξης των πλειστηριασμών, καθώς και λόγω της πανδημικής κρίσης» ανέφερε ο κ. Μπάκας και πρόσθεσε: «μέρος των ιδιοκτητών ακινήτων με οφειλές σε τραπεζικά ιδρύματα μπορεί να “θέλησαν” να εξοφλήσουν το ποσό οφειλής πουλώντας την ιδιοκτησία τους, επιλέγοντας πλέον να διαμείνουν σε μισθωμένη κατοικία» σημείωσε.
Σύμφωνα με τον Πρόεδρο του Πανελλαδικού Δικτύου E-Real Estates ακόμα κάποιοι λόγοι είναι ότι: «ένα μέρος των ιδιοκτητών επέλεξε την “εκμετάλλευση” των ακινήτων τους μέσω βραχυχρόνιας μίσθωσης ή/και να πουλήσουν την κατοικία τους λόγω της αύξησης των τιμών πώλησης σε επενδυτές εγχώριους ή μη, που μάλλον δεν ιδιοκατοικούν» ανέφερε.
Όσον αφορά την παραδοχή της βραχυχρόνιας μίσθωσης ως λόγο μείωσης της ιδιοκατοίκησης, δεν μπορεί να ισχυροποιηθεί. Διότι, το έτος 2019 που αποτέλεσε και τη καλύτερη χρονιά για τον κλάδο, το ποσοστό ιδιοκατοίκησης είναι υψηλότερο απ΄ότι το 2020 και 2021.
«Μη ξεχνάμε ότι το 2020 και το 2021, λόγω covid-19, δεν αποτέλεσαν τις καλύτερες χρονιές για τον κλάδο των βραχυχρόνιων μισθώσεων ώστε να καταγραφεί αύξηση του αριθμού των μισθώσεων» είπε ο κ. Μπάκας.
Θα ενταθεί η μείωση του ποσοστού ιδιοκατοίκησης
Η μείωση του ποσοστού ιδιοκατοίκησης στη χώρα μας τείνει να ενταθεί περαιτέρω, τόσο λόγω της «απελευθέρωσης» των πλειστηριασμών ακόμη και για οφειλές κάτω των 30.000 ευρώ, όσο και της περιορισμένης δυναμικής – της αδυναμίας, μεγάλου μέρους των συμπολιτών μας να αποκτήσουν κατοικία με στόχο την ιδιοκατοίκηση.
«Οι εταιρείες διαχείρισης κόκκινων δανείων σύμφωνα με δημοσιεύματα έχουν στη κατοχή τους 700.000 όλων των κατηγοριών (κατοικίες, καταστήματα, βιομηχανικά κτίρια, οικόπεδα κ.ά.), η αξίας των οποίων εκτιμάται ότι υπερβαίνει τα 40 δισ. ευρώ» σημείωσε ο κ. Μπάκας.
Αξίζει να σημειωθεί πως σύμφωνα με στοιχεία μόνο το πρώτο εξάμηνο του 2022 έγιναν πάνω από 17.500 πλειστηριασμοί κατοικιών, ενώ ο στόχος για το σύνολο του έτους αριθμεί 40.000 κατοικίες. Εκπρόσωπος εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων σε συνέντευξη του ανάφερε ότι ένα ποσοστό 20%-25% του συνόλου των ακινήτων που έχουν στη κατοχή τους θα βγουν σταδιακά προς πώληση τα επόμενα πέντε χρόνια.
Οι οικονομικές προκλήσεις
Τέλος αξίζει να σημειωθεί πως ο πληθωρισμός, η αύξηση του κόστους κατασκευής που «πιέζει» αυξητικά τις τιμές πώλησης, η αύξηση των επιτοκίων στεγαστικών δανείων, η ραγδαία αύξηση των ενοικίων, το κόστος ενέργειας και γενικότερα η αύξηση του κόστους διαβίωσης, συρρικνώνει τα διαθέσιμα εισοδήματα των εν δυνάμει αγοραστών που στοχεύουν στη κάλυψη της στεγαστικής τους ανάγκης και θα μπορούσαν εν μέρει, να αποτελέσουν ανάχωμα ή/και να ισοσκελίσουν τη μειούμενη πορεία της ιδιοκατοίκησης στη χώρα μας
«Οι οικονομικές προκλήσεις στη παγκόσμια κοινότητα καθώς και στη χώρα μας βρίσκονται προ των πυλών και απαιτούνται άμεσα διευρυμένες πολιτικές στέγασης, πολιτικές με στόχο την αναχαίτηση του κόστους την επόμενη ημέρα και τη προσβασιμότητα σε αγορά κατοικίας, αλλά, παράλληλα και πολιτικές με υλοποίηση 2-3 ετών, που θα στοχεύουν στην εξάλειψη ιδίων δεδομένων στο μέλλον, καθώς και μέτρα που θα «προστατεύουν» την ιδιοκτησία υπό συνθήκες μη υγιούς οικονομικού περιβάλλοντος» κατέληξε ο κ. Μπάκας.