Την άποψη πως τα προγράμματα βοήθειας προς την Ελλάδα δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα, παρά μόνον την πρόκληση αναταραχής στην Ευρώπη, και πως οι μόνοι που επωφελήθηκαν ήταν οι δανειστές, οι τράπεζες και οι πολύ πλούσιοι, εκφράζει ο Μαξ Ότε, γνωστός Αυστριακός οικονομολόγος, συγγραφέας και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της πόλης Γκρατς, σε σημερινή μακρά συνέντευξή του στην αυστριακή εφημερίδα «Ντερ Στάνταρντ».
Όπως σημειώνει, η κατάσταση στην Ελλάδα συνεχίζει να είναι άσχημη και φυσικά θα ήταν καλύτερο να είχε υπάρξει ήδη από την αρχή μια καθαρή διευθέτηση, με διαγραφή χρέους, έξοδο από το ευρώ και κατόπιν στήριξη ή υποστήριξη της οικονομίας «και όχι των δανειστών» και αυτό θα είχε στοιχίσει ίσως 150 δισεκατομμύρια ευρώ και δεν θα υπήρχε πλέον σήμερα αυτό το πρόβλημα.
Ο Αυστριακός οικονομολόγος υποστηρίζει μια διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του ελληνικού χρέους και υπενθυμίζει πως και για τη Γερμανία, η οποία ήταν τότε σε άσχημη οικονομική κατάσταση, έγινε μια διεθνής διαγραφή χρέους, το 1953, με τη Συμφωνία του Λονδίνου, που είχαν υπογράψει πολλές χώρες, ανάμεσά τους και η Ελλάδα.
Κατά την άποψή του είναι προφανής η στρατηγική της Ελλάδας, η οποία παίζει «υψηλό πόκερ» έχοντας την εντολή του κόσμου, έχοντας υποσχεθεί πολλά σε πολλούς, αναζητώντας κάθε τόσο υπεύθυνους, κυρίως τους Γερμανούς, όπως προφανές είναι ότι ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας θέλει πάντα να κρατήσει την Ελλάδα στο ευρώ και ως εκ τούτου είναι ευάλωτος.
«Η ελληνική κυβέρνηση έχει κρατήσει μια αναβλητική πολιτική, ήδη για τέταρτη ή πέμπτη φορά, ενώ εξαντλείται -και κάποτε θα φτάσει στο τέλος της- η υπομονή των Ευρωπαίων, οι οποίοι θα πρέπει να παίξουν σκληρότερο “πόκερ”, με υψηλότερες απαιτήσεις στις διαπραγματεύσεις, αφήνοντας και αυτοί, όπως κάνουν κάθε τόσο οι Έλληνες, να εκπνέουν προθεσμίες» αναφέρει.
Ο Μαξ Ότε εκφράζει, κατά κάποιον τρόπο, όπως λέει, πλήρως τη συμπάθειά του για τον Αλέξη Τσίπρα, καθώς η πολιτική των τελευταίων τεσσάρων χρόνων ήταν λανθασμένη, στην κυβέρνηση στην Αθήνα δανείζονταν χρήματα με τα οποία αυτή συνέχιζε να εξυπηρετεί τις τράπεζές της και τους δανειστές, που ήταν εξ αρχής λάθος, ενώ λογικό θα ήταν μια διαγραφή χρέους μαζί με ένα Grexit, γιατί μόνον με αυτό τον τρόπο η χώρα θα είχε μια ευκαιρία, και στην πραγματικότητα έχουν δοθεί πολύ περισσότερα χρήματα από ό,τι θα είχε στοιχίσει μια πλήρης λύση στην αρχή, ήδη το 2010.
Χαρακτηρίζοντας την κατάργηση της δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης, ως μια από τις πλέον παράδοξες απαιτήσεις που είχε τεθεί στην Ελλάδα για την εξυγίανση της οικονομίας, ασκεί έντονη κριτική στη «μέχρι καταστροφής» εξυγίανση της Ελλάδας, με περικοπές που πλήττουν μόνον εκείνους που δεν μπορούν να αμυνθούν, με τη μεσαία τάξη να σηκώνει για ακόμη μια φορά το βάρος, τα χαμηλά στρώματα να μην έχουν πλέον τίποτε για να πάρει κανείς και τα υψηλά στρώματα να έχουν ειδικά προνόμια.
Εάν ο Αλέξης Τσίπρας κατορθώσει να δημιουργήσει ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα, με το οποίο θα πληρώνουν φόρους οι ιστάμενοι υψηλά παράγοντες της ελληνικής οικονομίας και η ελίτ, τότε θα βρίσκεται στον δρόμο για μια λογική διοίκηση, σημειώνει, προσθέτοντας ότι καθοριστικό δεν είναι πόσο γρήγορα θα υλοποιηθούν οι μεταρρυθμίσεις, αλλά η ποιότητα των μέτρων για την υλοποίησή τους, όπως δίκαιο φορολογικό σύστημα, λειτουργική διοίκηση.
Τέλος, ο Αυστριακός οικονομολόγος, αναφέροντας ότι οι πλούσιοι Έλληνες έχουν ήδη από πολύ καιρό τα χρήματά τους στο εξωτερικό και ότι ο πολύς πλούτος αρχίζει μεταξύ 400 και 500 εκατομμυρίων ευρώ, επισημαίνει ότι διαμορφώνεται στον κόσμο μια νέα τάξη «ευγενών» που βρίσκονται πέραν δικαίου και νόμων, διότι επενδύουν σε funds και έτσι δεν μπορούν να διωχθούν δικαστικά, καθώς δεν λερώνουν πλέον οι ίδιοι τα χέρια τους, γεγονός που ισχύει ιδιαίτερα για εκείνους από την Ελλάδα, αλλά και, σε μικρότερη κλίματα, και για την Αυστρία και τη Γερμανία.