Πληθαίνουν οι φωνές στην Αυστραλία για διαγραφή μέρους του ελληνικού χρέους. Κορυφαίοι οικονομολόγοι, πολιτικοί και σχολιαστές υποστηρίζουν πως μια τέτοια κίνηση δεν θα έσωζε μόνο την Ελλάδα, αλλά και την Ευρώπη.
Η οικονομική εφημερίδα «The Australian Financial Review» δημοσιεύει σήμερα άρθρο γνώμης του Μάρτιν Γουλφ όπου, μεταξύ άλλων, υποστηρίζει ότι «το συμφέρον της Ευρώπης επιβάλλει να βρεθεί μια συμφωνία αποδεκτή από όλους, που θα προβλέπει και διαγραφή μέρους του χρέους το οποίο σήμερα δεν είναι βιώσιμο».
Ο ίδιος, σημειώνει πως αν οι δανειστές επιμένουν σε «ανένδοτη στάση και σπρώξουν την Ελλάδα εκτός ευρώ οι συνέπειες δεν θα είναι καταστροφικές μόνο για την ελληνική οικονομία αλλά και για την ευρωπαϊκή».
Με αναλυτικό άρθρο γνώμης στη μεγαλύτερη σε κυκλοφορία ημερήσια εφημερίδα της Αυστραλία, τη Herald Sun, ο ομογενής πρώην υπερ-υπουργός της πολιτείας της Βικτόριας, Φάνης Θεοφάνους, ζητά τη διαγραφή μέρους του ελληνικού χρέους.
«Είναι ο μόνος τρόπος για να αποφευχθεί μια ελληνική τραγωδία, να μην αποσταθεροποιηθεί η Ευρώπη και να μην πληρώσουν βαρύ τίμημα οι λαοί της» σημειώνει ο κ. Θεοφάνους. «Εξάλλου» αναφέρει «η ίδια η Γερμανία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε μια ανάλογη αντιμετώπιση».
Ο κ. Θεοφάνους υποστηρίζει ότι «η νευρικότητα των Ευρωπαίων για τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι δικαιολογημένη» και συμπληρώνει: «Η στροφή προς τα αριστερά είναι καλύτερη για την Ευρώπη από την εναλλακτική λύση, που είναι στροφή προς τους νεοναζί». Εκφράζει δε την ελπίδα «οι Γερμανοί, οι Ευρωπαίοι και η τρόικα να έχουν τη διορατικότητα και να πάρουν τις σωστές αποφάσεις για την Ελλάδα με τη νέα κυβέρνησή της» γιατί διαφορετικά «το τίμημα θα είναι βαρύ για όλους».
Υπενθυμίζεται ότι την περασμένη εβδομάδα σαράντα Αυστραλοί οικονομολόγοι, υπέγραψαν δήλωση καταδικάζοντας το πρόγραμμα αποκατάστασης του ελληνικού χρέους, ως μη βιώσιμο. Ο κατάλογος περιλαμβάνει επτά καθηγητές των Οικονομικών, μεταξύ των οποίων και ο καθηγητής John Hewson, από το ANU (Εθνικό Πανεπιστήμιο Αυστραλίας και πρώην αρχηγός του Κόμματος των Φιλελευθέρων της). Την δήλωσή τους αυτή την υπέγραψαν στη συνέχεια και οικονομολόγοι από τη Βρετανία, τον Καναδά και την Κίνα.