Η Γαλλία, η οποία απειλείται από την «έλλειψη τόλμης» οφείλει να προωθήσει την ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας της, η Γερμανία θα όφειλε να επενδύσει περισσότερο και να υποδεχθεί περισσότερους μετανάστες: μια κοινή γαλλογερμανική έκθεση οικονομολόγων, που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, καλεί τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της ευρωζώνης να αναλάβουν την πρωτοβουλία και να προχωρήσουν σε κινήσεις για την τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης στην ΕΕ.
Στους οικονομολόγους Ζαν Πιζανί-Φερί και Χένρικ Έντερλαϊν είχε ανατεθεί από τους υπουργούς Οικονομίας της Γαλλίας και της Γερμανίας να προτείνουν μέτρα για την αναζωογόνηση των μεγαλύτερων οικονομιών της ευρωζώνης.
Στο έγγραφό τους, το οποίο παρουσιάστηκε σήμερα στο Παρίσι, οι δύο ειδικοί εκφράζουν την άποψη ότι η μεν Γαλλία έχει ανάγκη «επείγουσες και συγκεκριμένες» μεταρρυθμίσεις, ενώ η Γερμανία οφείλει να πάψει να «αναβάλει» την αντιμετώπιση των «σοβαρών προκλήσεων» με τις οποίες θα βρεθεί αντιμέτωπη «μακροπρόθεσμα».
Οι προτάσεις τους ήταν μάλλον αναμενόμενες, αλλά οι Πιζανί-Φερί και Έντερλαϊν επιμένουν ότι η κατάσταση είναι έκτακτη:
«Πλησιάζουμε ένα σημείο καμπής. Οι οικονομικοί, κοινωνικοί και πολιτικοί κίνδυνοι που αντιμετωπίζει η Ευρώπη μας θέτουν όλους σε κίνδυνο. Η διαίρεση θα μας έβλαπτε όλους. Το Παρίσι και το Βερολίνο έχουν μια κοινή ευθύνη να αποτρέψουν το ενδεχόμενο» αυτό, σημείωσαν.
«Το συμπέρασμά μας είναι απλό: η Γαλλία και η Γερμανία πέρασαν πολύ χρόνο για να επεξεργαστούν κοινές διακηρύξεις και πρωτοβουλίες. Πρέπει να αναλάβουμε δράση», προσέθεσαν.
Σύμφωνα με τους ίδιους, η Γαλλία θα ωφεληθεί υιοθετώντας το μοντέλο της «ευελφάλειας» (σ.σ. “flexisécurité”, από τις λέξεις ευελιξία και ασφάλεια) εμπνεόμενη από τον «πραγματισμό» των κοινωνικών εταίρων στη Γερμανία, δίνοντας τη δυνατότητα σε επιχειρήσεις να μεταβάλουν τα ωράρια εργασίας ευκολότερα.
«Είναι πιο σημαντικό να μιλήσουμε για τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της αγοράς της εργασίας από το να εμπλακούμε σε μια διένεξη όσον αφορά πολιτικά σύμβολα, και αυτό είναι ιδιαίτερα αληθές για την εβδομάδα των 35 (σ.σ. εργασίμων) ωρών», έγραψαν οι ίδιοι.
Για τη Γαλλία εξάλλου «ο στόχος πρέπει να είναι η πλειονότητα των νεοπροσλαμβανομένων να συνάπτει συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου» και όχι πλέον ορισμένου χρόνου, κάτι το οποίο, όπως τονίζουν οι Πιζανί-Φερί και Έντερλαϊν, θα συμβάλλει να μειωθεί το κόστος των απολύσεων και θα τις καταστήσει «πιο προβλέψιμες».
«Εξάλλου οι οικονομολόγοι διαπιστώνουν μια «σημαντική αδράνεια» σε ό,τι αφορά «τους πραγματικούς μισθούς» στη Γαλλία, καταγράφοντας πως ονομαστικά συνέχισαν να αυξάνονται, παρά την επιβράδυνση της οικονομίας. Καλούν να επιμηκυνθεί από το ένα στα τρία έτη ο χρόνος ανάμεσα στις διαπραγματεύσεις για συλλογικές συμβάσεις εργασίας, καθώς και να αναθεωρηθεί ο τρόπος υπολογισμού του κατώτατου μισθού.
Ακόμη, οι Πιζανί-Φερί και Έντερλαϊν καλούν τη γαλλική κυβέρνηση να «δεσμευθεί σε έναν στόχο» μείωσης των δημοσίων δαπανών, υποσχόμενη να τις κατεβάσει στο 50% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕγχΠ) από 55% το 2013.
Η έκθεση εξάλλου δεν φείδεται προτάσεων και για τη Γερμανία, όπου «η επιτυχία των μεταρρυθμίσεων οι οποίες είχαν προωθηθεί στο παρελθόν εκτρέπει την προσοχή από τις σοβαρές μακροπρόθεσμες προκλήσεις».
Η «κυριότερη αδυναμία» της Γερμανίας οφείλεται στις δημογραφικές τάσεις και τον ιδιαίτερα χαμηλό δείκτη γεννητικότητας, η οποία κρίνει πως για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, «η μετανάστευση θα έπρεπε να αυξηθεί» και η χώρα να υποδέχεται τουλάχιστον 300.000 πρόσωπα κατ’ έτος. «Είναι η γερμανική κοινωνία έτοιμη για αυτό;», διερωτώνται.
Άλλη πρόταση των δύο οικονομολόγων είναι η Γερμανία να πάψει να αποθαρρύνει τις γυναίκες που επιθυμούν να εργάζονται όταν αποκτούν παιδιά, προσφέροντας φορολογικά κίνητρα όπως να εκπίπτουν από το φορολογητέο εισόδημα περισσότερες δαπάνες για την φύλαξη και τη φροντίδα των παιδιών, ή να δοθεί το δικαίωμα να επανέρχονται σε πλήρη απασχόληση εκείνες που είχαν μειώσει τις ώρες εργασίας τους λόγω εγκυμοσύνης ή για άλλους οικογενειακούς λόγους. Επίσης προτείνουν τη μείωση του χρόνου σπουδών και την αύξηση των φοιτητικών δανείων.
Ακόμη οι Πιζανί-Φερί και Έντερλαϊν προτείνουν επίσης η Γερμανία να καλύψει το «έλλειμμα» επενδύσεων, όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά, δαπανώντας €24 δισεκ. επιπλέον μέσα στα τρία προσεχή έτη. Το ποσό είναι υπερδιπλάσιο αυτού που έχει υποσχεθεί να δαπανήσει το Βερολίνο (€10 δισεκ.) για δημόσιες επενδύσεις μέχρι το 2018.
Επιπλέον οι δύο οικονομολόγοι προτείνουν και μέτρα που θα μπορούσαν να προωθηθούν σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, όπως η προώθηση μιας ενεργειακής ένωσης —δηλαδή της ενοποίησης των εθνικών αγορών ενέργειας των 28—, αλλά και την ενοποίηση της αγοράς πληροφορικής.
Όσον αφορά τις επενδύσεις οι Πιζανί-Φερί και Έντερλαϊν καλούν να γίνουν προσπάθειες που να πηγαίνουν «πιο μακριά» από αυτές που παρουσίασε χθες ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ,.
Για τους δύο οικονομολόγους, το σχέδιο του Γιούνκερ είναι ανεπαρκές, καθώς τα κράτη μέλη θα δαπανήσουν μόνο €30 δισεκ. από το σύνολο των €315 δισεκ., για το οποίο κάνει λόγο.