Ο πρωθυπουργός της Ουκρανίας Αρσένι Γιατσενιούκ κάλεσε σήμερα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να εκταμιεύσει την επόμενη δόση του δανείου ύψους 17 δισ. δολαρίων το οποίο έχει χορηγήσει στη χώρα του, εκφράζοντας παράλληλα δυσαρέσκεια για το τεράστιο κόστος του πολέμου εναντίον των φιλορώσων αυτονομιστών.
Η Ουκρανία έχει εκπληρώσει τους όρους που προβλέπει η διετούς διάρκειας συμφωνία στήριξης, με στόχο να αποκατασταθούν τα αποθέματα ξένου συναλλάγματος της και να υποστηριχθεί ο κρατικός προϋπολογισμός, όμως το ουκρανικό κράτος συνεχίζει να αντιμετωπίζει κινδύνους λόγω της κρίσης στο ανατολικό τμήμα της χώρας, επισήμανε το ΔΝΤ.
Οι ένοπλες δυνάμεις της Ουκρανίας και οι φιλορώσοι αυτονομιστές αντάρτες μάχονται από τον Απρίλιο στις βιομηχανικές περιοχές του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ, οι οποίες μαζί εισέφεραν το 17% του ουκρανικού ΑΕΠ το 2013.
Όμως τα έσοδα «τα οποία δεν λαμβάνουμε από το Ντονέτσκ και το Λουγκάνσκ είναι απειροελάχιστα σε σύγκριση με τα δισεκατομμύρια που δαπανούμε για τον πόλεμο», δήλωσε ο Γιατσενιούκ κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του υπουργικού του συμβουλίου.
«Για εμάς είναι σημαντικό, είναι κρίσιμο να εξασφαλίσουμε μια θετική απόφαση από το ΔΝΤ και έχουμε κάνει τα πάντα για (να το καταφέρουμε) αυτό», πρόσθεσε ο ίδιος.
Η κυβέρνηση της πρώην σοβιετικής δημοκρατίας έλαβε μια πρώτη δόση, η οποία ανήλθε σε 3 δισ. δολάρια τον Μάιο, και εντός της ημέρας το διοικητικό συμβούλιο του ΔΝΤ συνεδριάζει για να αποφασίσει εάν και κατά πόσον θα εγκρίνει την εκταμίευση της δεύτερης δόσης του δανείου, ύψους 1,4 δισ. δολαρίων.
Αναλυτές προβλέπουν πως η ουκρανική οικονομία θα ολισθήσει βαθύτερα σε ύφεση φέτος, παρά τη συμφωνία στήριξης από το ΔΝΤ, καθώς η ένοπλη εξέγερση έχει παραλύσει την οικονομική δραστηριότητα στις βιομηχανικές περιοχές της ανατολικής Ουκρανίας και διώχνει τους ξένους επενδυτές.
Κατά τη διάρκεια της πιο πρόσφατης αποστολής αξιολόγησης κλιμακίου του ΔΝΤ στο Κίεβο τον Ιούλιο, το Ταμείο αναθεώρησε επί τα χείρω την πρόβλεψή του για την πορεία της ουκρανικής οικονομίας φέτος κάνοντας λόγο για συρρίκνωση του ΑΕΠ της χώρας κατά 6,5%, από 5% προηγουμένως.