Η Ευρώπη κλυδωνίζεται από την πανδημία του κορονοϊού και οι επιπτώσεις στην οικονομία των κρατών έρχονται να επιβαρύνουν την ήδη μεγάλη υγιεινομική κρίση, με χιλιάδες θανάτους ανθρώπων και εκατομμύρια κρούσματα.
Το βράδυ της Πέμπτης, στην τηλεδιάσκεψη του Eurogroup επιτεύχθηκε συμφωνία μεταξύ των υπουργών Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για ένα πακέτο μέτρων αντιμετώπισης της κρίσης, που περιλαμβάνει την άμεση χρηματοδότηση των κρατών μελών με 500 δισ. ευρώ, η οποία μαζί με τις επιμέρους κρατικές παρεμβάσεις αλλά και αυτές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μπορεί να ανέλθει στα στα 3 τρισ. περίπου.
Η συμφωνία ακολούθησε μία περίοδο ρευστότητας χωρίς απτές αποφάσεις και με συνεχείς διαπραγματεύσεις, που έκανε την ευρωπαϊκή συνοχή να μοιάζει μερικές φορές μετέωρη, με χώρες του Νότου (Ιταλία, Ισπανία) να ζητούν αλληλεγγύη άνευ όρων και τον Βορρά (Ολλανδία, Γερμανία) να αποκλείει το ενδεχόμενο έκδοσης του λεγόμενου κορονο-ομολόγου.
Το πώς φτάσαμε στη συμφωνία εξηγεί στο Newsbeast.gr ο Καθηγητής Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών Μιχάλης Τσινισιζέλης.
«Το πακέτο μέτρων μπορεί να είναι το μεγαλύτερο στην ιστορία της Ευρώπης»
Ο κ. Τσινισιζέλης ανέλυσε τις θετικές διαστάσεις της συμφωνίας αλλά και τον τρόπο που πάρθηκαν οι αποφάσεις.
«Στην πραγματικότητα το Eurogroup την Πέμπτη το τερμάτισε. Σχεδόν δεν υπάρχει κανόνας ο οποίος να μην έχει ανασταλεί. Στην περίπτωση της Ευρωζώνης υπάρχουν μια σειρά θεσμοί που εκτός του ότι είναι αυτοτελείς, με την έννοια ότι έχουν τη δική τους δυνατότητα δημιουργίας πολιτικής – ας πούμε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – υπάρχουν και μία σειρά συνθήκες οι οποίες είναι φτιαγμένες μόνο για τα μέλη της ευρωομάδας. Για παράδειγμα η Φορολογική Συνθήκη και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, ο οποίος είναι ένα είδος ΔΝΤ της Ευρώπης. Και οι δύο συνθήκες έχουν διατάξεις διαφυγής, οι οποίες ενεργοποιήθηκαν και στις δύο περιπτώσεις. Δεν υπάρχει κανόνας ο οποίος να συγκρατούσε τις δαπάνες και να μην έχει υποχωρήσει» μας είπε.
«Από όλο αυτό το πακέτο μέτρων, αυτό που είναι πολύ ενδιαφέρον, που είναι όμως αδιευκρίνιστο, είναι το Recovery Fund, που ακόμη δεν ξέρουμε τι είναι. Δηλαδή πώς θα λειτουργήσει και το μέγεθός του. Συνολικά το πακέτο είναι τεράστιο, δεν νομίζω πως υπήρξε ποτέ αντίστοιχο στην ιστορία της Ευρώπης. Πρέπει να είναι μεγαλύτερο και από το αντίστοιχο των ΗΠΑ, έστω και αν εμάς μας βγήκε πιο δύσκολα. Δεν νομίζω ότι θα υπάρχει καμία χώρα ή κάποιος υπουργός Οικονομικών που δεν θα είναι ευτυχής με αυτό το πακέτο και τις δυνατότητες που δίνει.
Στην παρούσα φάση το ποσό που θα έρθει στην Ελλάδα είναι ασαφές ποιο θα μπορούσε να είναι και οι όποιοι υπολογισμοί είναι πρώιμοι, αλλά ελπίζω ότι θα μας δίνει πολλές δυνατότητες δεδομένου και του μεγέθους της ελληνικής οικονομίας».
Οι αντιθέσεις Βορρά-Νότου
Ο καθηγητής μας μίλησε και για την πορεία της διαπραγμάτευσης μέχρι την τελική συμφωνία.
«Δεν φάνηκε να υπάρχει καμία δυσκολία συνεννόησης. Πάντοτε έτσι είναι οι συζητήσεις που γίνονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όλες οι χώρες πηγαίνουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και έχουν μια στρατηγική. Όλες οι χώρες έχουν επιλέξει τι είναι αυτό το οποίο θα ήθελαν να κάνουν και τι είναι αυτό το οποίο θέλουν να αποφύγουν».
– Τι έγινε με το κορονο-ομόλογο;
«Η συζήτηση για το κορονο-ομόλογο έχει να κάνει με αυτό: ότι εγώ δεν θέλω να προχωρήσω προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτό λέει η Γερμανία, αυτό λέει η Ολλανδία. Η Ολλανδία ξαφνικά – εντάξει με τις πλάτες της Γερμανίας το έλεγε αυτό – είχε σκληρή στάση και έλεγε ότι “εγώ δεν θέλω να το κάνω αυτό”. Μάλιστα ο υπουργός Οικονομικών της Αυστρίας έλεγε ότι για “εμάς αυτό δεν είναι μόνο κόκκινη γραμμή, δεν το συζητάμε καν, δεν τίθεται θέμα”. Όλη αυτή η συζήτηση έχει να κάνει με το ότι φοβούνται να προχωρήσουν προς αυτή την κατεύθυνση είτε γιατί δεν θεωρούν ότι αυτό το μέτρο μπορεί να είναι τόσο αποτελεσματικό για την αντιμετώπιση της κατάστασης στην αγορά είτε γιατί δεν θέλουν να δημιουργήσουν ένα προηγούμενο, το οποίο όταν ομαλοποιηθεί η κατάσταση μπορεί να επιτρέψει να τεθεί ξανά θέμα από τις χώρες που έχουν το μεγαλύτερο πρόβλημα χρέους».
Ο κ. Τσινισιζέλης τόνισε ότι αυτή τη στιγμή η Ελλάδα δεν αποτελεί «πονοκέφαλο» για τους Ευρωπαίους:
«Προφανώς αυτό που φοβούνται περισσότερο δεν είναι η Ελλάδα. Εμείς τους απασχολήσαμε γιατί ήταν οι συνθήκες τέτοιες και το πρόβλημά μας εξελίχθηκε μακροχρόνια, δεν ήταν κάτι που μπορούσε να αντιμετωπιστεί βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα. Αυτοί φοβούνται τα νούμερα και τα μεγέθη που έχει η Ιταλία ας πούμε. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και το Βέλγιο, είναι η Ισπανία. Δεν θέλουν να μπουν σε μία διαδικασία στην οποία το χρέος αυτών των χωρών θα είναι το χρέος και των υπολοίπων σε ένα πακέτο συνολικά της ΕΕ. Αυτό είναι κάτι που δεν περνάει στις δικές τους πολιτικές κοινότητες, στους δικούς τους λαούς.
Τώρα βέβαια δεν είναι η ίδια ιστορία και γι’ αυτό η αντιμετώπισή τους είναι διαφορετική. Ας πούμε παλαιότερα στις συζητήσεις που γίνονταν με τη δική μας περίπτωση, η αντιμετώπιση της κοινής γνώμης ήταν απορριπτική. Δηλαδή ότι όλοι αυτοί στον Νότο, οι οποίοι κάθονται από το πρωί μέχρι το βράδυ και λιάζονται και δεν δουλεύουν και γι’ αυτό έχουν φτάσει να έχουν τα ελλείμματα που έχουν. Είναι αυτή η προτεσταντική αντίληψη για τη ζωή. Αυτό οδηγούσε σε μία ευθεία απόρριψη.
Τώρα επειδή είναι προφανές ότι δεν φταίμε εμείς, δεν είναι δική μας η ευθύνη, δεν κάναμε εμείς κάτι λάθος και καταλήξαμε να δημιουργούμε χρέη τα οποία δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε, η αντιμετώπιση είναι διαφορετική. Γιατί αφ’ ενός και αυτοί αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα, αφ’ ετέρου καταλαβαίνουν και τις δυσκολίες και τους κινδύνους που η τωρινή κατάσταση εμπεριέχει».
«Αν τα μέτρα λειτουργήσουν θα ελαχιστοποιήσουμε τις επιπτώσεις της πανδημίας»
– Πώς κρίνετε την απόφαση της Ευρώπης;
«Εκείνο που κάνει αυτή η απόφαση είναι κρατάει τη συνοχή του συστήματος για την επόμενη μέρα. Δηλαδή δεν είναι ένα πακέτο από διάσπαρτα μέτρα τα οποία δεν έχουν καμία εσωτερική λογική. Υπάρχουν διάφοροι συνδυασμοί που μπορούν να γίνουν. Ακόμη και ο προϋπολογισμός, ακόμη και το δημοσιονομικό πλαίσιο για το 2020-27 μπαίνει στη μέση, ακόμη και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Όλα αυτά είναι επιπλέον των κινήσεων που έχει κάνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα».
Ο καθηγητής μίλησε και για τα ευνοϊκά μέτρα της ΕΚΤ για την Ελλάδα:
«Η ΕΚΤ για εμάς ήταν μια σωτηρία. Αυτό το οποίο έκανε είναι ότι επανέφερε το waiver, δηλαδή επανέφερε το ότι μπορούμε εμείς να δίνουμε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου στις τράπεζες και εκείνες στην ΕΚΤ. Εξασφάλισε τη ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών. Αυτό είναι γύρω στα 15-16 δισ. το οποίο για τα δεδομένα της στιγμής είναι πάρα πολύ ωραία.
Αυτό που έκανε η ΕΚΤ με τα περίπου 750 δισ. και ενδεχομένως αν χρειαστεί να δοθούν και παραπάνω – η Λαγκάρντ είπε ότι ακόμη και διαγραφή του χρέους μπορούμε να συζητήσουμε – όλο αυτό αν προστεθεί είναι τουλάχιστον 2,5 τρισ. ευρώ. Δεν έχουμε ξαναζήσει κάτι τέτοιο. Θα μου πείτε και αυτά τα οποία ζούμε είναι πρωτοφανή, αλλά είναι και πρωτοφανής και η αντίδραση της Ευρώπης. Ίσως να καθυστέρησαν λίγο, ίσως να υποτίμησαν ορισμένες χώρες τον κίνδυνο, αλλά τώρα δεν νομίζω ότι κάποιος έχει ψευδαισθήσεις για το τι μας συμβαίνει και ποιες είναι οι δυσκολίες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε και θα αντιμετωπίσουμε όταν πια ομαλοποιηθεί η κατάσταση».
Η απόφαση έφερε «χαμόγελα» ακόμη και στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.
«Ακόμη και ο Ιταλός είπε ότι είναι ευχαριστημένος, ακόμη και ο Ισπανός είπε ότι είναι ευχαριστημένος, οι Γάλλοι είπαν τα αντίστοιχα πράγματα, ο δικός μας το ίδιο. Έληξε χθες η συνεδρίαση του Eurogroup, που ήταν τελικά και σύντομη. Όλη η δουλειά είχε γίνει στο παρασκήνιο, γι’ αυτό υπήρχαν και οι συνεχείς αναβολές. Στην πραγματικότητα η τηλεδιάσκεψη κράτησε 3 τέταρτα, μισή ώρα; Απλώς επιβεβαίωσαν όσα είχαν συμφωνήσει στις μεταξύ τους διαβουλεύσεις στις οποίες ενεπλάκησαν και αρχηγοί κρατών, η Μέρκελ, ο Μακρόν, ενδεχομένως και ο δικός μας πρωθυπουργός.
Δεν μπορούσε να είναι καλύτερη η απόφαση. Εγώ προσωπικά τουλάχιστον θεωρώ ότι εάν όλα αυτά λειτουργήσουν με τον τρόπο που πρέπει, θα ελαχιστοποιήσουμε τις επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία. Δηλαδή είναι ένα καλό πακέτο το οποίο θα βοηθήσει αποφασιστικά την αγορά να αντεπεξέλθει στις όποιες δυσκολίες».
Το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η προοπτική της Ελλάδας
Ο κ. Τσινισιζέλης μίλησε και για το πώς προδιαγράφεται το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης:
«Θα έλεγα ότι αυτή είναι μια καλή μαγιά που μπορεί – όταν επιστρέψουμε στην κανονικότητά μας – να βοηθήσει στην ιδέα της ένωσης μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών. Η οικονομία είναι ένα πολύ σοβαρό μέγεθος. Αυτή διαδικασία θα βοηθήσει στην ενοποίηση της ΕΕ με τον πυρήνα αυτό όμως: της ευρωομάδας. Και αυτός ο πυρήνας έχει πολύ ξεκάθαρες αντιλήψεις για το πώς πρέπει να κινηθεί και προς τα πού πρέπει να πάει».
Όσο για το τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα από εδώ και πέρα, ο καθηγητής μας είπε:
«Η Ελλάδα μπορεί να κάνει οτιδήποτε θέλει έτσι όπως είναι τα πράγματα. Προς το παρόν η Ελλάδα αποτελεί την έκπληξη, όχι μόνο σε ευρωπαϊκό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Για τα νούμερα τουλάχιστον από τη διάδοση της ασθένειας και τον αριθμό των θανάτων αλλά και τον τρόπο που αντιμετωπίσαμε την κατάσταση, και κυρίως το γεγονός ότι την αντιμετωπίσαμε εξαιρετικά εγκαίρως, και πήραμε σκληρά μέτρα τα οποία ευτυχώς ακολούθησε η ελληνική κοινωνία, γιατί και αυτό είναι ένα επιπλέον θέμα σε εμάς. Δεν είμαστε ένας λαός που διακρίνεται για την πειθαρχία του. Το αντίθετο συνήθως. Αλλά τώρα πειθαρχήσαμε, τουλάχιστον η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου.
Άρα έχουμε ένα πολύ καλό προηγούμενο στο οποίο μπορούμε να χτίσουμε, καθώς τώρα πια μας δίνονται και οι χρηματοδοτικές δυνατότητες. Δηλαδή αυτό το οποίο χρειάζεται – και είμαι σίγουρος ότι το υπουργείο Οικονομικών θα πάρει φωτιά αυτές τις μέρες – είναι να βγει ένα σχέδιο σε συνδυασμό με τις συζητήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, για τον χαρακτήρα του Recovery Fund, για να δοθεί συνοχή στον τρόπο με τον οποίο θα βγούμε από αυτή την κατάσταση και να επανεκκινήσει η οικονομία.
Είναι τόσο πια έντονος ο βαθμός αλληλεξάρτησης των ευρωπαϊκών οικονομιών, που πρέπει να κινηθείς από κοινού. Δεν μπορείς να βγεις από το κουτί και να αρχίσεις να κάνεις πράγματα μόνος σου ανεξάρτητα από όλους τους υπόλοιπους.
Η ασφαλέστερη συνταγή για να βγούμε από την κρίση είναι να κάνουμε αυτό που κάναμε τουλάχιστον το τελευταίο διάστημα, που δείχνει να έχουμε μάθει να παίζουμε το παιχνίδι όπως πρέπει και να μην κάνουμε ο καθένας ό,τι του κατέβει. Με λίγα λόγια να ακολουθήσουμε αυτό το οποίο έχουμε συμφωνήσει με τους θεσμούς και τις υπόλοιπες χώρες για να προχωρήσουμε μαζί συντεταγμένα για την έξοδο από την κρίση. Είναι η καλύτερη συνταγή και κατά τη γνώμη μου είναι και η πλέον ασφαλής δεδομένων των συνθηκών».