Οι μειώσεις του παρεμβατικού επιτοκίου εξαρτώνται από την περαιτέρω υποχώρηση του πληθωρισμού και την περαιτέρω ενίσχυση του νομίσματος. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει η Τράπεζα Πειραιώς για τις κινήσεις των κεντρικών τραπεζών στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, σε ειδική έκθεσή της με τίτλο «Οικονομική Επισκόπηση στη ΝΑ Ευρώπη: Νομισματική Πολιτική στη ΝΑΕ: Taylor Rules with a twist».

Όπως τονίζει η Τράπεζα Πειραιώς, από το ξέσπασμα της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 και στη συνέχεια της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη οι κυβερνήσεις στις χώρες της ΝΑ Ευρώπης συνειδητοποίησαν ότι η επιτακτική ανάγκη της μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος στερούσε σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα της τόνωσης της οικονομίας μέσω της αύξησης της δημόσιας δαπάνης και κατ’ επέκταση της άσκησης της δημοσιονομικής πολιτικής. Όμως, η υποχώρηση των πληθωριστικών πιέσεων που προέκυψε ως απόρροια της υποχώρησης της εγχώριας και εξωτερικής οικονομικής δραστηριότητας έδωσε τη δυνατότητα στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής να χρησιμοποιηθεί ως σημαντικό εργαλείο για την τόνωση της οικονομίας.

Οι αναλυτές της Τράπεζας Πειραιώς διερευνούν το κατά πόσο οι Κεντρικές Τράπεζες των χωρών της ΝΑ Ευρώπης ακολουθούν κάποιο κανόνα για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής και ποιες είναι οι μεταβλητές που επηρεάζουν την άσκησή της.

Ως θεωρητικό υπόβαθρο χρησιμοποιούν τον Κανόνα του Taylor, σύμφωνα με τον οποίον το πραγματικό επιτόκιο συνάδει με τη μακροπρόθεσμη δυνητική ανάπτυξη της οικονομίας υπό την προϋπόθεση της διατήρησης τόσο της οικονομικής δραστηριότητας όσο και των τιμών πλησίον της ισορροπίας τους.

Πιο αναλυτικά, στην περίπτωση θετικής απόκλισης από την ισορροπία, η Κεντρική Τράπεζα πρέπει να αυξήσει το παρεμβατικό επιτόκιο (δηλαδή στρέφεται προς την υιοθέτηση περιοριστικής νομισματικής πολιτικής) για την αποτροπή της «υπερθέρμανσης» της οικονομίας.

Αντίθετα, στην περίπτωση αρνητικής απόκλισης από την ισορροπία, η Κεντρική Τράπεζα πρέπει να μειώσει το παρεμβατικό επιτόκιο (δηλαδή στρέφεται προς την υιοθέτηση χαλαρής νομισματικής πολιτικής) για την αποτροπή της έντονης ύφεσης.

Η εμπειρική εργασία έχει καταδείξει ότι ο Κανόνας του Taylor μπορεί να ερμηνεύσει σε σημαντικό βαθμό τις αποφάσεις των Κεντρικών Τραπεζών των ανεπτυγμένων οικονομιών. Όμως, στην περίπτωση των αναδυόμενων – αναπτυσσόμενων οικονομιών, οι Κεντρικές Τράπεζες πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη μεγαλύτερο σύνολο μεταβλητών (σε σχέση με το κλασικό δίπολο του πληθωρισμού και της ανάπτυξης) για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής.

Σύμφωνα με τα ευρήματα της διερεύνησης, οι Κεντρικές Τράπεζες της Ρουμανίας, της Σερβίας και της Ουκρανίας λαμβάνουν υπόψη μεταβλητές που αντιπροσωπεύουν την σταθερότητα του νομίσματος, της αβεβαιότητας που επικρατεί και της νομισματικής πολιτικής της EKT. Τα υποδείγματα στα οποία κατέληξαν οι αναλυτές της Τράπεζας Πειραιώς συμφωνούν σε ικανοποιητικό βαθμό με τη νομισματική πολιτική που ακολουθούν οι συγκεκριμένες Κεντρικές Τράπεζες.

Αναλυτικά:

1. Νομισματική Πολιτική

Η νομισματική πολιτική αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά εργαλεία άσκησης της οικονομικής πολιτικής. Ο κανόνας του Taylor ερμηνεύει σε σημαντικό βαθμό το πώς οι Κεντρικές Τράπεζες αποφασίζουν να διαμορφώσουν την πολιτική τους (το ύψος του παρεμβατικού επιτοκίου), λαμβάνοντας ως καθοριστικούς παράγοντες τον το μέγεθος του πληθωρισμού και το σημείο του οικονομικού κύκλου στο οποίο αντιστοιχεί η οικονομική δραστηριότητα:

it = r* + πt + a(πt – πt*) + bYt

όπου: it είναι το ονομαστικό παρεμβατικό επιτόκιο,
r* είναι το πραγματικό επιτόκιο ισορροπίας,
πt είναι ο πληθωρισμός ή οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό,
πt* είναι ο στόχος που έχει θέσει η Κεντρική Τράπεζα για τον πληθωρισμό,
Yt είναι το κενό παραγωγής, δηλαδή η διαφορά μεταξύ του πραγματικού και του δυνητικού ΑΕΠ

Το πρόσημο του συντελεστή a είναι θετικό, διότι όταν πληθωρισμός υπερβαίνει τον επιθυμητό στόχο τότε η Κεντρική Τράπεζα πρέπει να καθιστά την νομισματική πολιτική περιοριστική (δηλαδή να αυξάνει το παρεμβατικό επιτόκιο) ώστε να περιορίσει τις πληθωριστικές πιέσεις. Επίσης, ο συντελεστής b είναι θετικός, διότι όταν η οικονομία λειτουργεί υπό συνθήκες έντονα θετικού κενού παραγωγής (δηλαδή το πραγματικό ΑΕΠ υπερβαίνει σημαντικά το δυνητικό ΑΕΠ) τότε η Κεντρική Τράπεζα πρέπει να αυξήσει το παρεμβατικό επιτόκιο ώστε να αποτρέψει έντονες πληθωριστικές πιέσεις.

Επιπλέον, οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες αποτελούν έναν άλλον παράγοντα που επηρεάζει την άσκηση της νομισματικής πολιτικής. Ειδικότερα, όταν οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες είναι πιεσμένες – σφιχτές και κατά συνέπεια η χρηματοδότηση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων από τα τραπεζικά ιδρύματα είναι περιορισμένη, τότε η Κεντρική Τράπεζα πρέπει να υιοθετήσει πιο χαλαρή νομισματική πολιτική (δηλαδή να μειώσει το παρεμβατικό επιτόκιο ή να μειώσει το ποσοστό της υποχρεωτικής διακράτησης ρευστού αποθεματικού ή ακόμη και να προβεί σε ενέργειες ποσοτικής διευκόλυνσης).

Όμως, στο πλαίσιο των αναδυόμενων οικονομιών, η Κεντρική Τράπεζα πρέπει να λαμβάνει υπόψη και άλλες παραμέτρους (παράλληλα με τον πληθωρισμό, το κενό παραγωγής και τις χρηματοπιστωτικές συνθήκες) για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής. Η σταθερότητα του νομίσματος αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα. Όταν το νόμισμα αποδυναμώνεται έναντι του «καλαθιού» των νομισμάτων των βασικών εμπορικών εταίρων ή έναντι ενός μεμονωμένου κύριου νομίσματος (ευρώ ή δολάριο), τότε η Κεντρική Τράπεζα πρέπει να αυξήσει το παρεμβατικό επιτόκιο ώστε να στηρίζει το νόμισμά της για να περιοριστεί ο «εισαγόμενος» πληθωρισμός. Επιπλέον, η Κεντρική Τράπεζα μιας αναδυόμενης οικονομίας για να ενεργήσει πιο προληπτικά παρακολουθεί τις κινήσεις των μεγάλων Κεντρικών Τραπεζών (αμερικανική Fed και ΕΚΤ) ή/και των άλλων σημαντικών εμπορικών εταίρων της.

Η αβεβαιότητα που επικρατεί στους επενδυτές (που αντανακλάται στους δείκτες τεκμαρτής μεταβλητότητας VIX και VDAX) αποτελεί έναν άλλο παράγοντα που οι Κεντρικές Τράπεζες των αναδυόμενων οικονομικών πρέπει να συνυπολογίσουν. Όταν επικρατεί υψηλό επίπεδο αβεβαιότητας (οι δείκτες VIX και VDAX διαμορφώνονται σε υψηλό επίπεδο), τότε προκαλείται σημαντική φυγή κεφαλαίων από τις αναδυόμενες οικονομίες (προς πιο ασφαλείς προορισμούς) και κατ’ επέκταση αποδυνάμωση του νομίσματος και αύξηση του κόστους δανεισμού – εξυπηρέτησης του χρέους. Ειδικότερα, οι τιμές των CDS (ασφάλιστρα πιστωτικού κινδύνου) των ίδιων των αναδυόμενων οικονομιών αντανακλούν την αβεβαιότητα που επικρατεί στο εγχώριο οικονομικό περιβάλλον, και κατά συνέπεια πρέπει να συνυπολογίζονται στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής από τις Κεντρικές Τράπεζες των αναδυόμενων οικονομιών.

Ρουμανία

Καταλήξαμε στο ακόλουθο υπόδειγμα για την Κεντρική Τράπεζα της Ρουμανίας:

it = α + β*dπt + γ*yt + δ*dert +ζ*epirt + η*VDAXt

όπου: it είναι το ονομαστικό παρεμβατικό επιτόκιο,
dπt είναι η διαφορά μεταξύ του πληθωρισμού και του στόχου της Κεντρικής Τράπεζας
yt είναι το κενό παραγωγής μετρημένο σε όρους βιομηχανικής παραγωγής
dert είναι ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας του ρουμανικού νομίσματος (RON)
epirt είναι το παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ
VDAXt είναι ο δείκτης τεκμαρτής μεταβλητότητας του γερμανικού χρηματιστηρίου

Σύμφωνα με τους συντελεστές του συγκεκριμένου υποδείγματος, για απόκλιση 1% μεταξύ του πληθωρισμού και του στόχου της Κεντρικής Τράπεζας απαιτείται αύξηση του παρεμβατικού επιτοκίου κατά 0,27%. Όταν το κενό παραγωγής είναι αρνητικό κατά 1%, τότε απαιτείται αύξηση του επιτοκίου κατά 0,15%. Όταν το RON ενισχυθεί (διολισθήσει) κατά 1% απαιτείται μείωση (αύξηση) του παρεμβατικού επιτοκίου κατά 0,11%. Η αύξηση του παρεμβατικού επιτοκίου της ΕΚΤ κατά 1% πρέπει να συνοδευτεί από αύξηση κατά 1,17% του παρεμβατικού επιτοκίου, ενώ η άνοδος κατά 1% του δείκτης VDAX από αύξηση κατά 0,03%.

Παρότι το αρνητικό πρόσημο στο συντελεστή γ αντιτίθεται επιφανειακά στην οικονομική θεωρία, εμπειρικά έχει παρατηρηθεί συχνά, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία που μελετά την άσκηση της νομισματικής πολιτικής στις αναδυόμενες οικονομίες, διότι η Κεντρική Τράπεζα προσδίδει πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα στην αντιμετώπιση του υψηλού πληθωρισμού και της έντονης διολίσθησης του νομίσματος έναντι του κενού παραγωγής. Συνεπώς, περίοδοι ύφεσης που χαρακτηρίζονται από έντονη αβεβαιότητα και κατά συνέπεια από σημαντική διολίσθηση του νομίσματος (που συνεπάγεται υψηλό πληθωρισμό) αντιμετωπίζονται με αύξηση του παρεμβατικού επιτοκίου.

Συμπεραίνουμε ότι το υπόδειγμά μας ερμηνεύει ικανοποιητικά τη νομισματική πολιτική της Κεντρικής Τράπεζας της Ρουμανίας. Κατά την περίοδο που το RON υπέστη σημαντική διολίσθηση η Κεντρική Τράπεζα υιοθέτησε περιοριστική νομισματική πολιτική (αύξησε το παρεμβατικό επιτόκιο), στοχεύοντας τη στήριξη του RON και τον περιορισμό των επικείμενων ισχυρών πληθωριστικών πιέσεων. Όταν σταθεροποιήθηκε το RON η Κεντρική Τράπεζα εστράφη σε χαλαρή νομισματική πολιτική (μείωσε το παρεμβατικό επιτόκιο), ώστε να δώσει κάποια έμφαση στην αντιμετώπιση του αρνητικού κενού παραγωγής.

Το υπόδειγμά μας καταδεικνύει ότι η νομισματική πολιτική θα μπορούσε να ήταν πιο περιοριστική κατά τη διάρκεια του 2012 που το RON υπέστη ξανά σημαντική διολίσθηση. Από τα μέσα του 2013 και ύστερα η Κεντρική Τράπεζα έχει υιοθετήσει περαιτέρω χαλαρή νομισματική πολιτική, καθώς το RON έχει εμφανίσει σταθερότητα και ο πληθωρισμός έχει υποχωρήσει σημαντικά.

Σερβία

Καταλήξαμε στο ακόλουθο υπόδειγμα για την Κεντρική Τράπεζα της Σερβίας:

it = α + β*dπt + γ*yt + δ*dert

όπου: it είναι το ονομαστικό παρεμβατικό επιτόκιο,
dπt είναι η διαφορά μεταξύ του πληθωρισμού και του στόχου της Κεντρικής Τράπεζας
yt είναι το κενό παραγωγής μετρημένο σε όρους βιομηχανικής παραγωγής
dert είναι ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας του ρουμανικού νομίσματος (RSD)

Σύμφωνα με τους συντελεστές του συγκεκριμένου υποδείγματος, για απόκλιση 1% μεταξύ του πληθωρισμού και του στόχου της Κεντρικής Τράπεζας απαιτείται αύξηση του παρεμβατικού επιτοκίου κατά 0,35%. Όταν το κενό παραγωγής είναι αρνητικό κατά 1%, τότε απαιτείται μείωση του επιτοκίου κατά 0,05%. Όταν το RON ενισχυθεί (διολισθήσει) κατά 1% απαιτείται μείωση (αύξηση) του παρεμβατικού επιτοκίου κατά 0,05%.

Συμπεραίνουμε ότι το υπόδειγμά μας ερμηνεύει ικανοποιητικά τη νομισματική πολιτική της Κεντρικής Τράπεζας της Σερβίας. Κατά την περίοδο που χαρακτηρίστηκε από πολύ υψηλό πληθωρισμό και σημαντική διολίσθηση του RSD, η Κεντρική Τράπεζα υιοθέτησε έντονη περιοριστική νομισματική πολιτική (αύξησε σημαντικά το παρεμβατικό επιτόκιο), στοχεύοντας τη στήριξη του RON και τη συγκράτηση των ισχυρών πληθωριστικών πιέσεων. Όταν σταθεροποιήθηκε το RSD και μειώθηκαν οι πληθωριστικές πιέσεις η Κεντρική Τράπεζα εστράφη σε χαλαρή νομισματική πολιτική (μείωσε το παρεμβατικό επιτόκιο), ώστε να δώσει κάποια έμφαση στην αντιμετώπιση του αρνητικού κενού παραγωγής. Το υπόδειγμά μας καταδεικνύει ότι η νομισματική πολιτική θα μπορούσε να ήταν λιγότερο περιοριστική κατά τη διάρκεια 2010 – 2011. Από τα μέσα του 2013 και ύστερα η Κεντρική Τράπεζα έχει υιοθετήσει περαιτέρω χαλαρή νομισματική πολιτική, καθώς το RON έχει εμφανίσει σταθερότητα και ο πληθωρισμός έχει μειωθεί.

Ουκρανία

Καταλήξαμε στο ακόλουθο υπόδειγμα για την Κεντρική Τράπεζα της Ουκρανίας:

it = α + β*πt + γ*yt + δ*dert +ζ*VIXt

όπου: it είναι το ονομαστικό παρεμβατικό επιτόκιο,
dπt είναι η διαφορά μεταξύ του πληθωρισμού και του στόχου της Κεντρικής Τράπεζας
yt είναι το κενό παραγωγής μετρημένο σε όρους βιομηχανικής παραγωγής
dert είναι ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας του ρουμανικού νομίσματος (UAH)
VΙXt είναι ο δείκτης τεκμαρτής μεταβλητότητας του αμερικανικού χρηματιστηρίου

Σύμφωνα με τους συντελεστές του συγκεκριμένου υποδείγματος, για απόκλιση 1% μεταξύ του πληθωρισμού και του στόχου της Κεντρικής Τράπεζας απαιτείται αύξηση του παρεμβατικού επιτοκίου κατά 0,17%. Όταν το κενό παραγωγής είναι αρνητικό κατά 1%, τότε απαιτείται αύξηση του επιτοκίου κατά 0,09%. Όταν το UAH ενισχυθεί (διολισθήσει) κατά 1% απαιτείται μείωση (αύξηση) του παρεμβατικού επιτοκίου κατά 0,03%. Η άνοδος κατά 1% του δείκτη VIX πρέπει να συνοδευτεί από αύξηση κατά 0,03%.

Συμπεραίνουμε ότι το υπόδειγμά μας ερμηνεύει ικανοποιητικά τη νομισματική πολιτική της Κεντρικής Τράπεζας της Ουκρανίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση της Ουκρανίας το κέντρο βάρους επικεντρώνεται στην ισοτιμία του ουκρανικού νομίσματος έναντι του δολαρίου και στις διεθνείς τιμές των μετάλλων και άλλων εμπορευμάτων καθώς η οικονομία στηρίζεται σε σημαντικό βαθμό σε τέτοιου είδους εξαγωγές. Κατά την περίοδο που ξέσπασε η μεγάλη κρίση του 2008 το UAH υπέστη μεγάλη υποτίμηση (από 1$=5 UAH σε 1$=8 UAH) σε σχετικά πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (από τη χρεοκοπία της Lehman Brothers έως τα μέσα του α’ τριμήνου του 2009) προκαλώντας μεγάλη ενίσχυση του πληθωρισμού.

Συνεπώς, η Κεντρική Τράπεζα αναγκάστηκε να υιοθετήσει περιοριστική νομισματική πολιτική (αύξησε το παρεμβατικό επιτόκιο), στοχεύοντας στη σταθεροποίηση του UAH και τον περιορισμό των ισχυρών πληθωριστικών πιέσεων. Όταν αποκαταστάθηκε η σταθεροποίηση του UAH και ο πληθωρισμός υποχώρησε η Κεντρική Τράπεζα εστράφη σε χαλαρή νομισματική πολιτική (μείωσε το παρεμβατικό επιτόκιο), ώστε να δώσει κάποια έμφαση στην αντιμετώπιση του αρνητικού κενού παραγωγής. Το υπόδειγμά μας καταδεικνύει ότι από τα μέσα του 2012 και ύστερα η νομισματική πολιτική θα μπορούσε να ήταν περαιτέρω χαλαρή, λόγω της υποχώρησης του πληθωρισμού σε πρωτόγνωρα (για την Ουκρανία) χαμηλό επίπεδο. Από τα μέσα του 2013 και ύστερα η Κεντρική Τράπεζα έχει υιοθετήσει περαιτέρω χαλαρή νομισματική πολιτική, ανταποκρινόμενη στο πρωτόγνωρα χαμηλό επίπεδο του πληθωρισμού.

2. Τρέχουσα Συγκυρία

ΑΛΒΑΝΙΑ

Η οικονομική δραστηριότητα επιβραδύνθηκε το δεύτερο τρίμηνο του 2013 καθώς το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε στο 1,1% ετησίως από 1,8% την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι, ενώ η αύξηση της παραγωγής στη βιομηχανία και τις κατασκευές ήταν οι βασική άξονες της ανάπτυξης. Οι πληθωριστικές πιέσεις υποχώρησαν στο 1,7% το Σεπτέμβριο από 2,6% τον ίδιο μήνα πέρυσι εξαιτίας της αντίστοιχης επιβράδυνσης των τιμών των τροφίμων. Επιπλέον, η Κεντρική Τράπεζα της Αλβανίας (ΚΤΑ) μείωσε τον Ιούλιο το παρεμβατικό επιτόκιο στο ιστορικά χαμηλό επίπεδο του 3,5%. Ο δημοσιονομικός τομέας παραμένει σε ευάλωτη κατάσταση, κυρίως μετά τις εκλογές του Ιουνίου και πριν το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης. Συγκεκριμένα, το πρώτο εννεάμηνο του έτους το δημοσιονομικό έλλειμμα διευρύνθηκε σημαντικά λόγω της αύξησης των δημοσίων δαπανών και της μείωσης των εσόδων.

Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε το πρώτο εξάμηνο του έτους εξαιτίας της βελτίωσης του εμπορικού ελλείμματος, εντούτοις η χρηματοδότηση του παραμένει δύσκολη καθώς έχουν μειωθεί τα εμβάσματα από την Ιταλία και την Ελλάδα. Τέλος, στον τραπεζικό τομέα, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, με επαρκή ρευστότητα, ωστόσο τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αυξάνονται σε ανησυχητικά επίπεδα.

ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ

Η οικονομική δραστηριότητα, το δεύτερο τρίμηνο του 2013, παραμένει αποδυναμωμένη καθώς το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε μόλις στο 0,2% ετησίως από 0,8% την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι εξαιτίας της σημαντικής επιβράδυνσης της εγχώριας κατανάλωσης. Ωστόσο, η αύξηση των καθαρών εξαγωγών και των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου είναι οι βασικοί άξονες ανάπτυξης. Η αποδυναμωμένη εγχώρια ζήτηση το 2013 περιόρισε τις αυξημένες τιμές καθώς τα πιο πρόσφατα στοιχεία υποδεικνύουν αποπληθωρισμό.

Στο δημοσιονομικό τομέα, το έλλειμμα παραμένει σε διαχειρίσιμα επίπεδα εξαιτίας της δημοσιονομικής εξυγίανσης των προηγούμενων ετών. Συγκεκριμένα, το πρώτο εννεάμηνο τους έτους το δημοσιονομικό έλλειμμα ανήλθε στο 0,5% του προβλεπόμενου ετήσιου ΑΕΠ κυρίως λόγω της αύξησης των δημοσίων δαπανών. Τα δημοσιονομικά αποθεματικά βρίσκονται σε υψηλότερα επίπεδα από κατώτερο όριο που θέτει το Υπουργείο Οικονομικών.

Στον εξωτερικό τομέα, παρατηρούμε διόρθωση των ανισορροπιών εξαιτίας της περιορισμένης ζήτησης για εισαγόμενα αγαθά και υπηρεσίες και της αύξησης των εξαγωγών. Συγκεκριμένα, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ανήλθε πλεονασματικό το πρώτο οκτάμηνο του έτους από έλλειμμα την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι καθώς το εμπορικό έλλειμμα περιορίστηκε. Τέλος, ο τραπεζικός τομέας χαρακτηρίζεται από επαρκή ρευστότητα και κεφαλαιακή επάρκεια, ενώ σημειώνεται και οριακή βελτίωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

ΚΥΠΡΟΣ

Στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την πρώτη ανασκόπηση του προγράμματος της χώρας τονίζεται ότι οι βασικές μακροοικονομικές προβλέψεις του προγράμματος στην Κύπρο παρέμειναν αμετάβλητες σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις του Απριλίου, εντούτοις αναθεωρήθηκε προς τα πάνω το ποσοστό ανεργίας το τρέχον έτος. Επιπλέον, το ΔΝΤ ολοκλήρωσε το Σεπτέμβριο την πρώτη ανασκόπηση του οικονομικού προγράμματος της Κύπρου εκταμιεύοντας EUR 84,7εκ. και τροποποιώντας τα κριτήρια απόδοσης των δημοσιονομικών στόχων του Σεπτεμβρίου.

Η οικονομική δραστηριότητα, το δεύτερο τρίμηνο του 2013, συρρικνώθηκε σημαντικά εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων στις τραπεζικές συναλλαγές, της δημοσιονομικής εξυγίανσης, του «κουρέματος» των μη εγγυημένων καταθέσεων καθώς και της αυξημένης αβεβαιότητας. Συγκεκριμένα, το πραγματικό ΑΕΠ το δεύτερο τρίμηνο υποχώρησε στο 5,8% ετησίως από 2,5% την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι, ενώ θετική ένδειξη αποτελεί η ανάκαμψη του τουρισμού το Σεπτέμβριο μετά από δέκα συνεχείς μήνες συρρίκνωσης, Όσον αφορά τις τιμές, η χώρα είναι εγκλωβισμένη σε ένα «κύκλο» αποπληθωρισμού καθώς η ύφεση επιτείνεται.

Επιπλέον, το δημοσιονομικό έλλειμμα ως τους πρώτους εννέα μήνες του έτους μειώθηκε σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι εξαιτίας του περιορισμού των δημοσίων δαπανών. Όσον αφορά τον εξωτερικό τομέα, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών το πρώτο εξάμηνο του 2013 βελτιώθηκε σημαντικά στο 0,9% του ΑΕΠ από 3,7% το πρώτο εξάμηνο του 2012 καθώς το εμπορικό έλλειμμα μειώθηκε.

ΡΟΥΜΑΝΙΑ

Η οικονομική δραστηριότητα, το δεύτερο τρίμηνο του 2013, συνέχισε να βελτιώνεται, αλλά με μικρότερο ρυθμό, καθώς το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,4% ετησίως από 1,9%, ενώ η αύξηση των εξαγωγών ήταν ο κύριος παράγοντας ανάπτυξης. Οι πληθωριστικές πιέσεις περιορίστηκαν εξαιτίας της χαμηλής εγχώριας και εξωτερικής ζήτησης καθώς και της χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής, ενώ η Κεντρική Τράπεζα της Ρουμανίας (ΚΤΡ) μείωσε το παρεμβατικό της επιτόκιο κατά 100 μονάδες βάσης στο 4,0% από την αρχή του έτους.

Το δημοσιονομικό έλλειμμα παραμένει σε χαμηλά επίπεδα καθώς πρώτο εννεάμηνο του 2013 ανήλθε στο 1,3% του προβλεπόμενου ετήσιου ΑΕΠ, έναντι 1,2% την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι, κυρίως λόγω της μείωσης των εσόδων του προϋπολογισμού. Επίσης, θετικό βήμα, αποτελεί η έγκριση της νέας συμφωνίας Stand-By Arrangement το Σεπτέμβριο από το ΔΝΤ συνολικού ποσού EUR 2,0 δισ.. και EUR 2,0 δισ. από την Ε.Ε. Στον εξωτερικό τομέα, η διόρθωση των ανισορροπιών συνεχίζεται καθώς το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών βελτιώθηκε σημαντικά το πρώτο οκτάμηνο στο 0,1% του ΑΕΠ από 3,1% την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι λόγω του περιορισμού του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου.

Τέλος, στον τραπεζικό τομέα τα επίπεδα ρευστότητας βελτιώνονται και ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι αυξημένος σε σύγκριση με την ίδια περίοδο πέρυσι.

ΣΕΡΒΙΑ

Βασικοί άξονες της ανάπτυξης το τρέχον έτος είναι οι επενδύσεις και οι εξαγωγές, καθώς το πραγματικό ΑΕΠ το τρίτο τρίμηνο του έτους αυξήθηκε στο 3,2% ετησίως από συρρίκνωση 2,1% το αντίστοιχο τρίμηνο πέρυσι εξαιτίας της ανάκαμψης της γεωργικής παραγωγής αλλά και της παραγωγής του εργοστασίου της Fiat.

Οι πληθωριστικές πιέσεις περιορίστηκαν το 2013 καθώς ο πληθωρισμός είναι εντός του επιτρεπόμενου ορίου διακύμανσης της Κεντρικής Τράπεζας της Σερβίας (ΚΤΣ). Επίσης, η ΚΤΣ μείωσε το παρεμβατικό της επιτόκιο κατά 75 μονάδες βάσης στο 10,5% από την αρχή του έτους. Το δημοσιονομικό έλλειμμα βελτιώθηκε τους πρώτους εννέα μήνες του έτους στο 4,0% του προβλεπόμενου ετήσιου ΑΕΠ από 4,3% την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι.

Στον εξωτερικό τομέα, η αύξηση των εξαγωγών κυρίως από την αυτοκινητοβιομηχανία Fiat εντός του έτους οδήγησε σε σημαντική βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών βελτιώθηκε σημαντικά το πρώτο οκτάμηνο του έτους στο 2,8% του ΑΕΠ από 7,3% την ίδια περίοδο πέρυσι λόγω της βελτίωσης του εμπορικού ελλείμματος. Τέλος, ο τραπεζικός τομέας χαρακτηρίζεται από ικανοποιητική κεφαλαιακή επάρκεια και επαρκή ρευστότητα.