Στη διαπίστωση ότι η Ελλάδα έχει κάνει τα απαραίτητα βήματα για την εκπλήρωση των δεσμεύσεων της καταλήγει η τέταρτη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, ανοίγοντας το δρόμο για την ενεργοποίηση της επόμενης δέσμης μέτρων ελάφρυνσης του χρέους.
«Αυτή η έκθεση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση ώστε το Eurogroup να αποφασίσει την αποδέσμευση της δεύτερης δόσης των μέτρων για το χρέος αξίας 767 εκατομμυρίων ευρώ», υπογραμμίζουν οι συντάκτες της έκθεσης και συνεχίζουν: «Η έκθεση αυτή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα έχει αναλάβει τις απαραίτητες ενέργειες για την επίτευξη των συγκεκριμένων μεταρρυθμιστικών της δεσμεύσεων για τα μέσα του 2019. Οι περαιτέρω δράσεις θα είναι ζωτικής σημασίας για την ολοκλήρωση και, όπου είναι απαραίτητο, την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων. Η αξιολόγηση αυτή λαμβάνει υπόψη τις προσπάθειες της νέας κυβέρνησης τους τελευταίους μήνες για την εφαρμογή των δεσμεύσεων στο πλαίσιο της προώθησης ενός ευρύτερου προγράμματος μεταρρυθμίσεων και της προθυμίας της να τις προετοιμάσει σε στενή συνεργασία με τα θεσμικά όργανα».
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με την έκθεση και όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος θα επιτευχθεί για το 2019 (3,8%) και για το 2020 (3,5%), παρά τα θετικά μέτρα που λήφθηκαν τον περασμένο Μάιο, τα οποία ανήλθαν τελικά στο 0,7% του ΑΕΠ, ενώ στην προηγούμενη έκθεση γινόταν λόγος για δημοσιονομικό κόστος 1,1-1,4%. «Για να εξασφαλιστεί η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, η νέα κυβέρνηση αναθεώρησε τα ανώτατα όρια δαπανών προς πιο ρεαλιστικά επίπεδα, ενώ επιπλέον φορολογικά έσοδα παρείχαν περαιτέρω δημοσιονομικό χώρο», σημειώνεται, ενώ υπογραμμίζεται επίσης ότι παρόλο που τα μέτρα που πήρε η νέα κυβέρνηση για το 2020 είναι «δημοσιονομικά ουδέτερα», αναμένεται να «βελτιώσουν την ποιότητα των δημόσιων οικονομικών και να προωθήσουν την ανάπτυξη».
Ωστόσο, σημειώνεται ότι «τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σημαντικούς δημοσιονομικούς κινδύνους σχετικά με τις συντάξεις και τους μισθούς του δημόσιου τομέα». Σε ό,τι αφορά τις συντάξεις το ζήτημα προκύπτει από τις αποφάσεις του ΣτΕ, ενώ για το μισθολόγιο του Δημοσίου από τον υψηλό αριθμό προσωρινού προσωπικού και τη διεύρυνση των εξαιρέσεων στο ενιαίο μισθολόγιο. Κάτι τέτοιοι θα μπορούσε να επηρεάσει την επίτευξη του στόχου του 3,5% αλλά και να οδηγήσει σε περαιτέρω υποεκτέλεση του προϋπολογισμού για τις δημόσιες επενδύσεις.
Αναφορικά με τις φορολογικές μεταρρυθμίσεις, η Επιτροπή σημειώνει ότι η αναθεώρηση του ΕΝΦΙΑ πρέπει να επαναπρογραμματιστεί προκειμένου να «διευκολυνθεί η ουσιαστικότερη μεταρρύθμιση του συστήματος αντικειμενικών αξιών για τις φορολογικές επιβαρύνσεις έως το τέλος του 2020». Προειδοποιεί, δε, ότι η αναστολή του ΦΠΑ στις καινούργιες οικοδομές για τρία χρόνια «κινδυνεύει να αυξήσει το μερίδιο της μαύρης οικονομίας και τίθεται υπό διερεύνηση σε σχέση με τη συμβατότητά του με το ευρωπαϊκό δίκαιο».
Επιπλέον, οι στόχοι για τη στελέχωση της ανεξάρτητης αρχής εσόδων, σημειώνεται ότι δεν αναμένεται να επιτευχθούν, ωστόσο επισημαίνεται ότι η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να λάβει επιπλέον μέτρα, ενώ το ίδιο κάνει και με το ζήτημα της αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων του Δημόσιου, καθώς υιοθέτησε σχέδιο δράσης για την αποπληρωμή τους μέχρι το 2021. Αντίστοιχα, μεικτή πρόοδος καταγράφεται στα ζητήματα των μεταρρυθμίσεων στην υγεία και το κράτος πρόνοιας, με τους σχετικούς όρους για το 2019 να παραμένουν εντός τροχιάς.
Σε σχέση με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, σημειώνεται πως η μείωσή τους έχει επιταχυνθεί αλλά το συνολικό απόθεμα παραμένει υψηλό (74,5 δισ. ευρώ ως τον Ιούλιο του 2019) και ο στόχος παραμένει η μείωση στα 26 δισ. ως το τέλος του 2021, ζητώντας πρόσθετες προσπάθειες. Αναφερόμενοι στο πρόγραμμα Ηρακλής, οι συντάκτες σημειώνουν ότι μπορεί να συμβάλει «στον καθαρισμό του ισολογισμού των ελληνικών τραπεζών».
Σε ό,τι αφορά τις ιδιωτικοποιήσεις, η Επιτροπή χαιρετίζει την πρόοδο, σε Ελληνικό, Μαρίνα Αλίμου, ΕΛΠΕ, το Αεροδρόμιο, ΔΕΠΑ, περιφερειακά αεροδρόμια και Εγνατία, αλλά σημειώνει και τα σχετικά εμπόδια που πρέπει ακόμη να ξεπεραστούν. Εξάλλου, επισημαίνεται ότι «από την ανάληψη των καθηκόντων της, η κυβέρνηση έχει λάβει ορισμένα πρώτα βήματα που ανοίγουν το δρόμο για τη βελτίωση του επιχειρηματικού τοπίου».
Σε ό,τι αφορά το χρέος, η έκθεση περιλαμβάνει μια «επικαιροποιημένη» ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους. Σύμφωνα με αυτήν , «το βασικό σενάριο δείχνει ότι το χρέος μειώνεται, αν και παραμένει πάνω από το 100% του ΑΕΠ έως το 2041. Οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης της Ελλάδας θα κυμανθούν γύρω στο 10% του ΑΕΠ έως το 2032 και θα παραμείνουν γύρω στο 14% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του χρονικού ορίζοντα πρόβλεψης».