Με παρέμβασή του κατά την υπουργική συνάντηση στον ΟΟΣΑ, ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας αναφέρθηκε στις «νέες προσεγγίσεις για τις οικονομικές προκλήσεις» που προτείνει ο ΟΟΣΑ, στην ελληνική εμπειρία και στα συμπεράσματα που θα μπορούσαν να αντληθούν από αυτήν.
«Θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας την εμπειρία της Ελλάδας που τα τελευταία χρόνια έζησε την απότομη μείωση του επιπέδου ζωής» είπε, «ώστε να εξετασθεί με ποιό τρόπο η ελληνική εμπειρία μπορεί να συνεισφέρει στην προσπάθειά μας». Τόνισε, επίσης, πως πρέπει να εφαρμοστεί μια πολιτική ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς.
«Σωστά ο ΟΟΣΑ μας υπενθυμίζει ότι μέσω της πρωτοβουλίας των νέων προσεγγίσεων στις οικονομικές προκλήσεις δεν θα πρέπει να απομακρυνθούμε από τον βασικό στόχο που είναι η βελτίωση της ευημερίας των πολιτών με ολοκληρωμένο τρόπο», πρόσθεσε.
Ο κ. Στουρνάρας σημείωσε ότι τώρα που κατά πάσα πιθανότητα οι προηγμένες οικονομίες αρχίζουν να ανακάμπτουν, «είναι ο κατάλληλος χρόνος γι’ αυτούς που παίρνουν τις αποφάσεις να αναπροσδιορίσουν την ατζέντα».
Ο υπουργός Οικονομικών αφού αναφέρθηκε στο ιστορικό της κρίσης μέχρι την υπογραφή του μνημονίου με την τρόικα, περιέγραψε στη συνέχεια τις προσπάθειες που έκανε η χώρα προκειμένου να θέσει σε βιώσιμη τροχιά το δημόσιο έλλειμμα.
Αναφέρθηκε στις διαρθρωτικές αλλαγές και στις μεταρρυθμίσεις καθώς και την προσπάθεια δημοσιονομικής προσαρμογής μεταξύ 2010 και 2012 την οποία και χαρακτήρισε ως «πρωτοφανή».
Εξήγησε ότι με την τότε προσπάθεια το πρωτογενές έλλειμμα μειώθηκε κατά 9,5% του ΑΕΠ, που ήταν η πιο γρήγορη προσαρμογή που έγινε ποτέ σε οικονομία ΟΟΣΑ.
«Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι κατ’ αυτήν την περίοδο το ισοζύγιο του διαρθρωτικού προϋπολογισμού (structural budget balance) βελτιώθηκε κατά 13,8% το δε 2013 η Ελλάδα θα πετύχει ένα δομικό δημοσιονομικό πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ που είναι το μεγαλύτερο μέσα στη ΕΕ» υπογράμμισε.
Παρόλα αυτά η εντυπωσιακή προσαρμογή είχε σαν συνέπεια υψηλό κόστος για την ελληνική κοινωνία, αναγνώρισε ο κ. Στουρνάρας και εξέφρασε την ελπίδα ότι το 2013 θα είναι η τελευταία χρονιά με αρνητική ανάπτυξη.
Αναγνώρισε ότι τα μέτρα που έχουν ληφθεί «είναι οδυνηρά», υποστήριξε όμως ότι στο μέτρο του δυνατού έχει γίνει προσπάθεια από τις ελληνικές αρχές για την προστασία των πλέον αδύνατων στρωμάτων και τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.
«Ήταν η προσπάθεια επιτυχής;» αναρωτήθηκε ο υπουργός, δίνοντας ο ίδιος την απάντηση ότι «η προσπάθεια πέτυχε εν μέρει» εξηγώντας ότι σε μεγάλο βαθμό, «οι λόγοι για αυτή την «μερική επιτυχία» μπορούν να εντοπισθούν στις γνωστές ανεπάρκειες του ελληνικού κράτους πρόνοιας».
«Οι κοινωνικές πολιτικές ήταν αναποτελεσματικές και άδικες μεταξύ των γενεών. Η Ελλάδα εφάρμοσε πολλά γενναιόδωρα προγράμματα πρόωρης συνταξιοδότησης, αλλά είναι μία από τις λίγες προηγμένες χώρες που δεν έχουν σύστημα ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος», σημείωσε μεταξύ άλλων ο υπουργός Οικονομικών.
«Η υποστήριξη προς τους ανέργους είναι χαμηλή και για περιορισμένη χρονική διάρκεια, ενώ η αναδιανεμητική λειτουργία της οικογένειας είναι αυτή που απέτρεπε την εμφάνιση φαινομένων ακραίας φτώχειας. Όταν ξεκίνησε η κρίση και αυξήθηκε ο αριθμός των ανέργων, η εικόνα άλλαξε απότομα. Τα νοικοκυριά χωρίς κανέναν εργαζόμενο αυξήθηκαν δραματικά», πρόσθεσε.
Τρία είναι σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα τα συμπεράσματα που θα μπορούσαν να αντληθούν από την ελληνική εμπειρία:
Το πρώτο είναι ότι ακόμα και στις πιο δύσκολες καταστάσεις μπορούν να σχεδιασθούν και να εφαρμοσθούν πολιτικές προοδευτικής δημοσιονομικής προσαρμογής (ανάλογα με τα εισοδήματα).
Δεύτερο, σε εποχή ανάπτυξης και πριν από την κρίση, θα πρέπει να γίνεται η προετοιμασία για την δημιουργία ενός σωστού κοινωνικού δικτύου ασφάλειας.
Τρίτο και πιο σημαντικό, είναι ο συνδυασμός της δημοσιονομικής προσαρμογής με πρωτοβουλίες ανάπτυξης. Ένα απλό παράδειγμα είναι ο δανεισμός της ΕΤΕΠ προς τα κράτη μέλη που βρίσκονται σε δυσκολία και που εφαρμόζουν σκληρές δημοσιονομικές πολιτικές. Διαφορετικά η δημοσιονομική προσαρμογή εξελίσσεται σε λιτότητα και καθιστά εχθρικά τα μεγαλύτερα κομμάτια της κοινωνίας, κατέληξε ο κ. Στουρνάρας.