Την ανάληψη πρωτοβουλιών από την κυβέρνηση προς την κατεύθυνση της μείωσης του ενεργειακού κόστους στη χώρα μας, που στη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας έχει αυξηθεί άνω του 60%, δημιουργώντας τεράστια προβλήματα στις ελληνικές επιχειρήσεις, ζητεί με επιστολή του προς τον πρωθυπουργό κ. Αντώνη Σαμαρά ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος.
Επισυνάπτεται η επιστολή:
«Αξιότιμε Κύριε Πρωθυπουργέ,
Με την επιστολή αυτή, θα θέλαμε για μια ακόμη φορά να θίξουμε το πρόβλημα του ενεργειακού κόστους, που αποτελεί πλέον «θηλιά στο λαιμό» των ελληνικών μεταποιητικών επιχειρήσεων.
Στη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας, το κόστος αυτό έχει ανατιμηθεί σε ποσοστό άνω του 60%.
Η αύξηση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, ο οποίος είναι μέχρι και πέντε φορές υψηλότερος σε σχέση με αντίστοιχους φόρους ευρωπαϊκών χωρών, επιβαρύνει υπέρμετρα την τιμή του μαζούτ, για τη βιομηχανία και την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Η μέση τιμή του μαζούτ, που χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη από την πλειονότητα των ενεργοβόρων βιομηχανιών, έχει σχεδόν διπλασιαστεί από το 2009 μέχρι σήμερα. Συγκεκριμένα, από 351,22 ευρώ/τόνο το 2009 εκτινάχθηκε σε 644,69 ευρώ/τόνο το 2013 κι αυτό παρά το γεγονός ότι κατά τα τελευταία τρία χρόνια, οι τιμές του Crude Oil στις διεθνείς αγορές παρουσιάζουν λογική και ελεγχόμενη διακύμανση, με ελάχιστη και μέγιστη τιμή ανά βαρέλι τα 81,50 και 107,40 δολάρια, αντίστοιχα.
Αντίστοιχα, εξαιτίας του υψηλού ΕΦΚ η Ελλάδα είναι η 6η ακριβότερη χώρα μεταξύ των 27 της ΕΕ για το ντίζελ, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat (Μάιος 2012).
Στην ηλεκτρική ενέργεια έχουν σημειωθεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια αυξήσεις της τάξης του 45%, ενώ η εξωπραγματική αύξηση του τέλους ΑΠΕ καθιστά το ενεργειακό κόστος των βιομηχανιών ακόμη πιο δυσβάσταχτο.
Το συγκεκριμένο τέλος για τη μέση τάση, δηλαδή για τη συντριπτική πλειονότητα των μεταποιητικών επιχειρήσεων, αυξήθηκε από 1,69 ευρώ/MWh το 2011 σε 5,25 ευρώ/MWh στις αρχές του 2012, για να διαμορφωθεί από τον Αύγουστο του 2012 και μετά σε 7,17 ευρώ/MWh.
Όλα τα παραπάνω έχουν ως αποτέλεσμα το κόστος της ενέργειας αγγίζει σε πολλές περιπτώσεις μέχρι και το 50% συνολικού κόστους της παραγωγικής διαδικασίας, υπερβαίνοντας το εργατικό κόστος.
Η κατάσταση αυτή δημιουργεί πρόβλημα επιβίωσης σε όλο και περισσότερες επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα τα «λουκέτα» να πληθαίνουν και να χάνονται θέσεις εργασίας. Παράλληλα, υποβαθμίζει συνολικά τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών βιομηχανιών, σε μια περίοδο όπου η εξωστρέφεια αποτελεί μονόδρομο επιβίωσης, τόσο για τις ίδιες όσο και για την ελληνική οικονομία.
Σήμερα, χώρες όπως η Ισπανία, η Αυστρία, το Βέλγιο, η Σουηδία, η Γερμανία, η Ολλανδία το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιταλία, εφαρμόζουν συγκεκριμένα μέτρα για την ελάφρυνση των βιομηχανιών τους από το ενεργειακό κόστος. Το πλέον πρόσφατο παράδειγμα είναι αυτό της Ιταλίας, όπου οι εταιρείες με ενεργειακό κόστος άνω του 3% του τζίρου τους απολαμβάνουν φορολογικές απαλλαγές, ενώ με ανάλογο τρόπο παρέχονται και εκπτώσεις στα κόστη ηλεκτρισμού.
Κύριε Πρωθυπουργέ,
Ο κόμπος έχει φθάσει στο χτένι. Οι δημοσιονομικές ανάγκες της χώρας είναι γνωστές και απολύτως σεβαστές. Όμως οι ελληνικές βιομηχανίες δεν αντέχουν πλέον να πληρώνουν το λογαριασμό, ούτε για την αδυναμία συγκέντρωσης εσόδων από το κράτος, ούτε – κυρίως – για τις στρεβλώσεις της εγχώριας αγοράς ενέργειας.
Η συνέχιση του σημερινού καθεστώτος ισοδυναμεί με καταδίκη για την ελληνική μεταποίηση, αλλά και για την προσπάθεια ενίσχυσης της παραγωγικής βάσης, της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας.
Ισοδυναμεί με αυτοκτονία το να οδηγούνται βιομηχανίες σε κλείσιμο ή σε αναγκαστική μετανάστευση, λόγω του ενεργειακού κόστους, την ώρα που η Ελλάδα χρειάζεται νέες επενδύσεις, νέες θέσεις εργασίας και περισσότερα διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα.
Ισοδυναμεί με προσβολή στην ελληνική κοινωνία το να μειώνονται μισθοί και να αμφισβητούνται εργασιακά δικαιώματα στο όνομα της ανταγωνιστικότητας και να εκτινάσσεται ταυτόχρονα το κόστος της ενέργειας, σε επίπεδα υψηλότερα του αντίστοιχου εργατικού. Όλες οι θυσίες που έχουν γίνει στον τομέα αυτό τα τελευταία χρόνια, ουσιαστικά ακυρώνονται.
Ζητούμε γι’ αυτό να υπάρξουν πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση της μείωσης του ενεργειακού κόστους και της διασφάλισης ίσων όρων με τον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό.
Ζητούμε άμεσα μέτρα με στόχο τον εξορθολογισμό των τιμολογίων και την ελάφρυνση του κόστους ειδικά για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες.
Ζητούμε τη δική σας παρέμβαση, ώστε η ελληνική μεταποίηση να παραμείνει ζωντανή. Πεποίθησή μας είναι ότι οι προτάσεις αυτές μπορούν και πρέπει να αποτελέσουν τη βάση για τη λήψη σημαντικών αποφάσεων, με σκοπό την ενίσχυση του κλάδου της ελληνικής μεταποίησης και τη μεγιστοποίηση της προσφοράς του στην εθνική οικονομία».