Η Αθήνα καλείται από την Κομισιόν να τρέξει τις εκκρεμείς μεταρρυθμίσεις έως το Eurogroup της 11ης Μαρτίου προκειμένου να πάρει το «πράσινο» φως η εκταμίευση της δόσης ύψους 1 δισ. ευρώ.
Το μήνυμα αυτό έστειλε σήμερα στην ελληνική κυβέρνηση o επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων Πιερ Μοσκοβισί. «Θα πρέπει να έχουν εκπληρωθεί όλες οι δράσεις. Το Eurogroup θα κρίνει εάν συμβαίνει αυτό και πιστεύω πως είναι προς όφελος της Ελλάδας να εκταμιευθεί η δόση του ενός περίπου δισ. στις 11 Μαρτίου», σημείωσε.
Ο ίδιος πρόσθεσε πως αυτό θα είναι το μήνυμά του προς τις ελληνικές αρχές κατά την επίσκεψή του αύριο στην Αθήνα. «Πρέπει να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε μαζί. Έχει σημειωθεί μεγάλη πρόοδος τις τελευταίες εβδομάδες μένει αυτή η τελευταία, συνήθης διαδικασία με την Ελλάδα που θα γίνει τις επόμενες ημέρες», ανέφερε και επισήμανε πως απομένει κάτι λιγότερο από δύο εβδομάδες για το Eurogroup της 11 Μαρτίου.
«Είναι εφικτό και πιστεύω πως είναι προς το κοινό όφελος της Ελλάδας και της ευρωζώνης», είπε και αρνήθηκε να προβεί σε εικασίες για το τι θα γίνει σε περίπτωση που αυτό δεν καταστεί δυνατό, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων. «Έχουμε κοινό συμφέρον. Αλλά για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος θα πρέπει η δουλειά να γινει με σοβαρότητα και ολοκληρωμένα», κατέληξε.
Στο μεταξύ, στη διαπίστωση ότι, παρά την πρόοδο που έχει σημειώσει η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια, υπάρχουν ακόμα «υπερβολικές ανισορροπίες», όπως το υψηλό δημόσιο χρέος, η ανεργία και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, καταλήγει η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Εξαμήνου, το οποίο εξετάζει τις μακροοικονομικές ανισορροπίες σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Σύμφωνα με τη φετινή έκθεση, στην οποία εμφανίζεται πρώτη φορά η Ελλάδα μετά την έξοδο από το Μνημόνιο, τρεις χώρες αντιμετωπίζουν «υπερβολικές ανισορροπίες» (Ελλάδα, Κύπρος και Ιταλία) και δέκα χώρες αντιμετωπίζουν «ανισορροπίες» (Βουλγαρία, Γερμανία, Ισπανία, Γαλλία, Κροατία, Ιρλανδία, Ολλανδία, Πορτογαλία, Ρουμανία και Σουηδία).
Όπως σημειώνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «η Ελλάδα, η οποία έχει ενταχθεί στο Ευρωπαϊκό Εξάμηνο μετά την έξοδο από το πρόγραμμα στήριξης, έχει διαπιστωθεί ότι αντιμετωπίζει υπερβολικές ανισορροπίες». Σύμφωνα με την έκθεση, τα προηγούμενα χρόνια σημειώθηκαν «σημαντικές βελτιώσεις» που αφορούν «την ανταγωνιστικότητα του κόστους, οι οποίες, όμως, πάγωσαν πρόσφατα λόγω της υποτονικής αύξησης της παραγωγικότητας».
«Ενώ το ύψος του δημόσιου χρέους παραμένει υψηλό, κατέχεται κυρίως από τους επίσημους πιστωτές και οι ανάγκες χρηματοδότησης θα είναι σχετικά χαμηλές για τουλάχιστον μια δεκαετία», αναφέρει η έκθεση, ενώ υπογραμμίζεται πως «ο ρυθμός μείωσης του χρέους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη συνέχιση της επίτευξης των συμφωνηθέντων δημοσιονομικών στόχων και από την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων για τη δημιουργία βιώσιμης προοπτικής ανάπτυξης».
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι «υπερβολικές ανισορροπίες» της Ελλάδας «συνδέονται με το υψηλό δημόσιο χρέος, την αρνητική εξωτερική θέση, το υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε ένα πλαίσιο υψηλής, αν και μειούμενης, ανεργίας και χαμηλής προοπτικής ανάπτυξης».
Επιπρόσθετα, σημειώνεται ότι «η Ελλάδα κατάφερε να βγει με επιτυχία από το πρόγραμμα στήριξης του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας τον Αύγουστο του 2018, αφού προχώρησε σε σημαντικές βελτιώσεις τα τελευταία χρόνια», ωστόσο, «εξακολουθούν να υπάρχουν μεγάλες ανισορροπίες, συμπεριλαμβανομένης μιας εξαιρετικά αρνητικής διεθνούς θέσης στον τομέα των καθαρών επενδύσεων η οποία εξακολουθεί να επιδεινώνεται εν μέσω μέτριας αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που παραμένει αρνητικό».
Σε ό,τι αφορά τον χρηματοπιστωτικό τομέα, σημειώνεται πως είναι «ευάλωτος λόγω ενός πολύ μεγάλου αριθμού μη εξυπηρετούμενων δανείων και χαμηλής κερδοφορίας, παρεμποδίζοντας την πιστωτική επέκταση και την ανάκαμψη των επενδύσεων», ενώ προσθέτει πως «το ιδιωτικό χρέος μειώνεται και η ενεργός απομόχλευση συνεχίζεται».
Τέλος, η έκθεση της Επιτροπής επισημαίνει πως «πολλά μέτρα λήφθηκαν κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων χρηματοοικονομικής βοήθειας για την αντιμετώπιση πολλών από τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας» και καταλήγει αναφέροντας πως «εκτός από τη σταθεροποίηση των προηγούμενων μεταρρυθμίσεων και των προσπαθειών προσαρμογής, οι αρχές δεσμεύτηκαν να εξασφαλίσουν τη συνέχεια και την ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων, οι οποίες παρακολουθούνται στο πλαίσιο της ενισχυμένης επιτήρησης».