Η ανακούφιση μετά το «πράσινο φως» της Καρλσρούης είναι εμφανής. Παρότι οι περισσότεροι ανέμεναν ότι το συνταγματικό δικαστήριο δεν θα εμποδίσει τον ESM, η απόφαση δεν θεωρούνταν δεδομένη.
Ενδεικτικό του κλίματος είναι ότι λίγο μετά την ανακοίνωση, ο γερμανικός δείκτης Dax σκαρφάλωσε σε υψηλό έτους. Η ίδια τάση παρατηρήθηκε και σε άλλα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια αλλά και στην ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου, αναφέρει στο σημερινό της ρεπορτάζ η Deutsche Welle.
«Με την σαφή αυτή ετυμηγορία του δικαστηρίου ήρθαμε πιο κοντά στο στόχο της σταθεροποίησης του ευρώ», δήλωσε ο γερμανός υπ. Οικονομίας Φ. Ρέσλερ. Ωστόσο, ειδικοί, όπως ο Μίχαελ Κέτερ, από το Frankfurt School of Finance and Management, προειδοποιούν για κίνδυνο υπερβολικής ευφορίας.
«Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί τώρα με σοβαρότητα ότι από σήμερα το ευρώ είναι ασφαλές. Αυτό δεν μπορεί να στηριχθεί, ούτε στη βάση μιας δικαστικής απόφασης. Γιατί αυτό είναι εντέλει ευθύνη της πολιτικής και μπορεί αν επιτευχθεί μόνον μέσα από αντιδημοφιλείς διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Αυτό που είδαμε τώρα είναι απλώς η εκπλήρωση του απαραίτητου κριτηρίου. Αγοράσαμε το χρόνο και τα μέσα για να σβήσουμε τη φωτιά. Για να ενισχύσουμε όμως τα θεμέλια, θα πρέπει να δρομολογήσουμε τάχιστα αυτές τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ο χρόνος θα δείξει εάν η πολιτική είναι σε θέση να ανταποκριθεί».
Στο ίδιο μήκος κλίματος και ο Ούλριχ Κάτερ, επικεφαλής οικονομολόγος της Deka-Bank. «Η απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου δεν συνεπάγεται βελτίωση της κατάστασης στις υπερχρεωμένες χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Η ανακούφιση που διαπιστώνεται στις αγορές όμως», όπως λέει, «καταδεικνύει ότι η απόφαση αυτή έχει ουσία».
Με παρόμοιο τρόπο βλέπει τα πράγματα και ο Γιοργκ Ροχόλ, πρόεδρος του European School of Management and Technology του Βερολίνου:
«Με τα πακέτα διάσωσης, όπως και την ανακοίνωση της ΕΚΤ για την αγορά κρατικών ομολόγων, αγοράζεται απλώς χρόνος. Δεν πρόκειται όμως να επιφέρουν καμία αλλαγή στα θεμελιώδη προβλήματα, κυρίως στις χώρες της νοτίου Ευρώπης. Η πραγματική λύση του προβλήματος συνεχίζει να είναι η προώθηση των μεταρρυθμίσεων, ειδικά σε Ιταλία και Ισπανία».
Ο Χανς Πέτερ Μπούργκχοφ, από το πανεπιστήμιο του Χόχενχαϊμ, συμπληρώνει:
«Η κρίση είναι μια διαρθρωτική κρίση σε συγκεκριμένες ευρωπαϊκές χώρες. Eνδεχομένως μάλιστα τα χρήματα (σσ. των πακέτων διάσωσης) να ενδείκνυνται για την παράταση της κρίσης: όταν δηλαδή αυτά αποδυναμώνουν τα κίνητρα για την προώθηση των μεταρρυθμίσεων. Είναι όπως και με την αναπτυξιακή βοήθεια.
Δεν πρέπει να σκέφτεστε μόνον πόσα χρήματα θα διατεθούν, αλλά και πώς θα αξιοποιηθούν αυτά εκεί όπου καταλήγουν. Το διαπιστώνουμε στην Ελλάδα. Η Ελλάδα θα ήταν σε καλύτερη θέση εάν χρεοκοπούσε τη στιγμή που είχε χρεοκοπήσει πραγματικά. Θα βρίσκονταν ήδη στη φάση της ανοικοδόμησης και ίσως να ήταν σήμερα καλύτερα».
Διαφορετικά βλέπουν τα πράγματα ο Χόλγκερ Σμίντινγκ, επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg-Bank, που κάνει λόγο για ένα τεράστιο βήμα για την υπέρβαση της κρίσης, αλλά και ο Αντρέας Ρις, επικεφαλής οικονομολόγος της Unicredit Γερμανίας που εκτιμά ότι «οι δυο πυλώνες, ESM και δημοσιονομικό σύμφωνο, θα καθησυχάσουν τις αγορές».
Παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις και εκτιμήσεις πάντως, οι περισσότεροι ειδικοί φαίνεται να συμφωνούν στο εξής: αναμφίβολα η απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου έφερε ανακούφιση αφού έβαλε τέλος στην αβεβαιότητα των τελευταίων μηνών για το μέλλον του ESM.
Τα πακέτα διάσωσης όμως όπως λένε, ανεξαρτήτως μεγέθους, θα πρέπει να έχουν πάντα δημοκρατική νομιμοποίηση, να λειτουργούν ως βραχυπρόθεσμα εργαλεία και να μην αποτελούν τροχοπέδη για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.