Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο διαβεβαίωσε σήμερα ότι οι διαφορές απόψεων με τους Ευρωπαίους για την Ελλάδα «μειώνονται», παρά την πρόσφατη αποτυχία στις διαπραγματεύσεις και παρότι το ίδιο περιμένει ακόμη τις «διευκρινίσεις» της ΕΕ όσον αφορά τα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού κρατικού χρέους.
«Οι διαφορές απόψεων μειώνονται και όλοι αισιοδοξούν για την πιθανότητα να μπορέσει να επιτευχθεί μια συμφωνία στο προσεχές συμβούλιο του Eurogroup» τη 15η Ιουνίου, σημείωσε ο εκπρόσωπος του χρηματοοικονομικού θεσμού της Ουάσινγκτον, ο Τζέρι Ράις.
«Η Ελλάδα υιοθέτησε ένα πακέτο ισχυρών μεταρρυθμίσεων (…) αλλά χρειαζόμαστε ακόμη να λάβουμε περισσότερες διευκρινίσεις για το ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους» της από τους ευρωπαίους πιστωτές, εξήγησε ο Ράις.
Ο Ράις επισήμανε πως το τρέχον πρόγραμμα θα «επιβάλει ένα σημαντικό επίπεδο λιτότητας στον πληθυσμό της Ελλάδας» επιπλέον, και πρόσθεσε πως «θεωρούμε πως το (ύψος που θα έχει) το πρωτογενές πλεόνασμα θα πρέπει να αναθεωρηθεί προς τα κάτω» ώστε η ελληνική οικονομία να μπορέσει να επανέλθει στην ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια.
Aνοιχτό αφήνει το ενδεχόμενο της μη χρηματοδοτικής συμμετοχής του στο ελληνικό πρόγραμμα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ, Τζέρι Ράις ανέφερε ότι «εξετάζουμε όλα τα ενδεχόμενα στο πλαίσιο των υφιστάμενων κανόνων και πρακτικών του Ταμείου», ερωτηθείς εάν το Ταμείο θα συμμετάσχει χρηματοδοτικά στο ελληνικό πρόγραμμα. Όπως σημείωσε, υπάρχουν σχετικά παραδείγματα στο παρελθόν «όπου το ΔΝΤ είχε εγκρίνει καταρχήν πρόγραμμα χωρίς χρηματοδότηση».
Μάλιστα, συμπλήρωσε ότι «το Ταμείο μπορεί να δείξει κάποια ευελιξία ανάλογα με τα ειδικά χαρακτηριστιικά της κάθε χώρας». Ο ίδιος διευκρίνισε, πάντως, ότι ακόμη δεν «υπάρχει συμφωνία», υπενθυμίζοντας ότι για να συμμετάσχει το Ταμείο στο υφιστάμενο πρόγραμμα, εκτός από το «ισχυρό πακέτο μεταρρυθμίσεων που ψηφίστηκε», απαιτείται εξειδίκευση των μέτρων για το χρέος αλλά και υιοθέτηση ρεαλιστικών προβλέψεων για την πορεία ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας μετά το 2022. Όπως τόνισε, το ΔΝΤ δεν επιζητεί την εφαρμογή των μέτρων για το χρέος πριν από τη λήξη του προγράμματος, αλλά την εξειδίκευσή τους.