Στην παρούσα φάση, οι ελληνικές τράπεζες οφείλουν να προχωρήσουν στην ανάληψη πρωτοβουλιών προς την κατεύθυνση της σύναψης στρατηγικών συμμαχιών αναφέρει η Τράπεζας της Ελλάδος στην «Έκθεση για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα» που δημοσίευσε σήμερα.
Στην Έκθεση αναλύονται οι παράγοντες που συνδέονται με τη σταθερότητα του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος για το έτος 2009 και για τους πρώτους μήνες του 2010. Σε ειδικά πλαίσια σχολιάζονται οι εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα τους πρώτους μήνες του 2010, τα αποτελέσματα της πρόσφατης ευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test) και άλλα επίκαιρα θέματα.
Το τελευταίο τρίμηνο του 2009 και ιδίως τους πρώτους μήνες του 2010, η χρηματοπιστωτική σταθερότητα δέχθηκε πιέσεις. Οι σοβαρές δημοσιονομικές και εξωτερικές ανισορροπίες της οικονομίας πυροδότησαν σειρά υποβαθμίσεων της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου και των ελληνικών τραπεζών και οδήγησαν σε οικονομική κρίση και κρίση ρευστότητας.
Αποτέλεσμα ήταν να ασκηθούν ισχυρές πιέσεις στη ρευστότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθώς η πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων κατέστη ουσιαστικά αδύνατη, ενώ παράλληλα μειώθηκε η καταθετική τους βάση. Τη σοβαρότητα της κρίσης επέτειναν οι αρνητικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ του χρηματοπιστωτικού τομέα και της πραγματικής οικονομίας.
Σε αυτές τις αντίξοες συνθήκες, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα επέδειξε αξιοσημείωτες αντοχές, χάρη στην ισχυρή κεφαλαιακή του βάση. Στην Ελλάδα, η επιδείνωση των μακροοικονομικών συνθηκών το 2009 και το πρώτο εξάμηνο του 2010 δυσχέρανε τη χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Στις επιχειρήσεις, εμφανή επιδείνωση παρουσίασαν οι δείκτες κερδοφορίας και ρευστότητας, ενώ υποχώρησε η ροπή προς επενδύσεις. Θετικές εξελίξεις είναι η μείωση των πληρωμών για τοκοχρεολύσια και η διευρυμένη μεσοσταθμική διάρκεια των υποχρεώσεων.
Οι δυσμενείς προοπτικές για την εξέλιξη των εισοδημάτων και της απασχόλησης επέδρασαν αρνητικά στην εμπιστοσύνη των νοικοκυριών, συμπιέζοντας τη ζήτηση δανείων και την κατανάλωση. Θετικό ωστόσο είναι ότι η μέση δανειακή επιβάρυνση των νοικοκυριών παραμένει χαμηλότερη από τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ε.Ε..
Τα βασικά μεγέθη του τραπεζικού τομέα
Οι κραδασμοί των διεθνών αγορών και της εγχώριας οικονομίας έχουν επηρεάσει δυσμενώς τους δείκτες κερδοφορίας και ρευστότητας του ελληνικού τραπεζικού τομέα. Στο σύνολο του τομέα, η προ φόρων κερδοφορία υποχώρησε σημαντικά το 2009 έναντι του 2008 (κατά 93,7% όσον αφορά τις τράπεζες και 59,4% όσον αφορά τους ομίλους).
Μετά τους φόρους, οι τράπεζες κατέγραψαν ζημίες, ενώ οι τραπεζικοί όμιλοι κέρδη μειωμένα στο μισό περίπου των αντίστοιχων του 2008. Οι προβλέψεις για κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου απορρόφησαν πάνω από το 1/3 των λειτουργικών εσόδων, με ισχυρή αρνητική επίπτωση στην κερδοφορία.
Κατά το α΄ τρίμηνο του 2010, η κερδοφορία των τραπεζών μειώθηκε περαιτέρω και συνεχίστηκε η επιδείνωση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου.
Ο λόγος των δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο δανείων ανήλθε το Μάρτιο σε 8,2% (Δεκέμβριος 2009: 7,7%, Δεκέμβριος 2008: 5,0%). Το ποσοστό των καθυστερημένων οφειλών αυξήθηκε σε όλες τις κατηγορίες δανείων, ιδιαίτερα στα καταναλωτικά.
Το 2009 και στις αρχές του 2010 οι ελληνικές τράπεζες, λόγω των πιέσεων που δέχτηκαν στη ρευστότητά τους, άντλησαν σημαντικού ύψους ρευστότητα από το Ευρωσύστημα. Επίσης, η κυβέρνηση, με στόχο την περαιτέρω στήριξη της ρευστότητας, επεξέτεινε μέχρι το τέλος του 2010 τη δυνατότητα χρήσης των μέτρων του Ν. 3723/2008, ενώ με τον Ν. 3845/2010, ενίσχυσε κατά επιπλέον 15 δισεκ. ευρώ το ποσό που προβλέπεται για εγγυήσεις τραπεζικών ομολόγων.
Ιδιαίτερα θετική εξέλιξη το 2009 αποτέλεσε η σημαντική ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας του τραπεζικού τομέα.
Η βελτίωση αυτή προήλθε κυρίως από κεφάλαια που ορισμένες τράπεζες συγκέντρωσαν από την αγορά, την εσωτερική χρηματοδότηση (μη διανεμόμενα κέρδη και μη διανομή μερίσματος κατά το 2009), καθώς και την έκδοση προνομιούχων μετοχών.
Στο σύνολο του τομέα, ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας (τράπεζες: 13,2%, τραπεζικοί όμιλοι: 11,8%) και ο Δείκτης Βασικών Κεφαλαίων (τράπεζες: 12,0%, τραπεζικοί όμιλοι: 10,6%) διαμορφώθηκαν σε επίπεδο υψηλότερο από το μέσο όρο ενός δείγματος μεσαίου μεγέθους τραπεζικών ομίλων της ΕΕ. Στα επίπεδα του 2009 διατηρήθηκαν οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και στο τέλος του α΄ τριμήνου του 2010.
Τον Ιούλιο του 2010 διεξήχθη η ευρωπαϊκή άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, στην οποία συμμετείχαν οι έξι μεγαλύτεροι ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι, σε σύνολο 91 ευρωπαϊκών τραπεζών. Η άσκηση αφορούσε τη διετία 2010-2011 και περιλάμβανε διάφορα σενάρια. Από αυτά, το μεν βασικό συμβαδίζει περίπου με τις υφιστάμενες μακροοικονομικές προβλέψεις, ενώ το άκρως δυσμενές υποθέτει σημαντική περαιτέρω επιδείνωση των μακροοικονομικών συνθηκών και μια επιπρόσθετη απομείωση της αξίας των κρατικών ομολόγων.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, στο βασικό σενάριο και οι έξι ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι υπερβαίνουν το όριο 6% του Δείκτη Βασικών Κεφαλαίων (Tier 1 ratio) που, αποκλειστικά για τους σκοπούς της συγκεκριμένης άσκησης, ορίστηκε ως το ελάχιστο όριο αναφοράς.
Εξυπακούεται ότι σε καμία περίπτωση το όριο αυτό της άσκησης δεν πρέπει να εκληφθεί ως εποπτικό ελάχιστο, το οποίο, όπως είναι γνωστό, ορίζεται σε 4%.
Στο άκρως δυσμενές σενάριο, παρά τη μείωση του Δείκτη Βασικών Κεφαλαίων, που κυμαίνεται μεταξύ 3 και 7 ποσοστιαίων μονάδων, το υψηλό σημείο εκκίνησης επέτρεψε στις πέντε από τις έξι ελληνικές τράπεζες να περάσουν επιτυχώς την άσκηση (Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο: 10,1%, Alpha Bank: 8,22%, Eurobank EFG: 8,17%, Εθνική Τράπεζα: 7,4%, Τράπεζα Πειραιώς: 6%).
Εξαίρεση αποτέλεσε η Αγροτική Τράπεζα, για την οποία ο Δείκτης Βασικών Κεφαλαίων διαμορφώθηκε σε επίπεδο 4,36%, που αντιστοιχεί σε έλλειμμα κεφαλαίων ύψους 243 εκατ. ευρώ. Στο σενάριο αυτό της άσκησης, για το σύνολο των έξι τραπεζικών ομίλων προκύπτει ένα καθαρό πλεόνασμα κεφαλαίων ύψους 3,3 δισεκ. ευρώ έναντι του ποσού που αντιστοιχεί στο τεθέν όριο 6% για τον Δείκτη Βασικών Κεφαλαίων.
Η Τράπεζα της Ελλάδος θα συνεχίσει να παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις, ώστε να εξασφαλίσει ότι θα γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες για την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, όπου αυτό είναι αναγκαίο. Η ίδρυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας με διαθέσιμα κεφάλαια ύψους 10 δισ. ευρώ παρέχει ένα πρόσθετο δίχτυ ασφαλείας για την κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών. Επιπλέον, 1,2 δισ. ευρώ είναι διαθέσιμα μέσω του μέτρου κεφαλαιακής ενίσχυσης που προβλέπει ο Ν. 3723/2008.
Εκτιμήσεις – συμπεράσματα
Στην παρούσα φάση, οι ελληνικές τράπεζες οφείλουν να προχωρήσουν στην ανάληψη πρωτοβουλιών προς την κατεύθυνση της σύναψης στρατηγικών συμμαχιών. Η αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα πρέπει να συμβάλει ώστε οι ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι να αποκτήσουν το κρίσιμο μέγεθος που θα τους επέτρεπε να εκμεταλλευθούν οικονομίες κλίμακας και να ανακτήσουν ταχύτερα την πρόσβασή τους στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων.
Εξάλλου, οι ελληνικές τράπεζες οφείλουν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα με διορατικότητα και επιδιώκοντας:
-Διατήρηση σημαντικών περιθωρίων κεφαλαίου, πάνω από τα ελάχιστα όρια που καθορίζουν οι εποπτικοί κανόνες
-Σχηματισμό επαρκών προβλέψεων έναντι του πιστωτικού κινδύνου
-Εξορθολογισμό των λειτουργικών εξόδων, καθώς και
-Ευέλικτη και συνετή διαχείριση των διαθέσιμων πηγών χρηματοδότησης
Εκτιμάται ότι τους επόμενους μήνες οι πιέσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα θα αμβλύνονται, με τη σταδιακή αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών, η οποία θα προέλθει από την τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων που προβλέπονται στο κυβερνητικό πρόγραμμα δημοσιονομικών και διαρθρωτικών προσαρμογών, την αξιοποίηση του μηχανισμού τριμερούς στήριξης της ελληνικής οικονομίας και την ανταπόκριση του χρηματοπιστωτικού συστήματος στις απαιτήσεις και τις ευκαιρίες του μεταβαλλόμενου περιβάλλοντος.