Έλλειμμα ανταγωνισμού στους κλάδους της ενέργειας, των μεταφορών, των επικοινωνιών και την παροχή επιστημονικών υπηρεσιών, διαπιστώνει η έκθεση του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) για τις συνθήκες αγοράς και τον ανταγωνισμό στην ελληνική οικονομία.

Όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα της έκθεσης, η έλλειψη ανταγωνισμού εντοπίζεται κυρίως σε ρυθμίσεις του κράτους και όχι εξαιτίας μεθοδεύσεων από την πλευρά των οικονομικών μονάδων του ιδιωτικού τομέα. Πολλές από αυτές τις παρεμβάσεις του κράτους, αν και διαχρονικά περιορίζονται, έρχονται σε αντίθεση με τον βασικό στόχο της σχετικής κρατικής πολιτικής που είναι η ενίσχυση του ανταγωνισμού.

Ένα άλλο θέμα είναι η αιτίαση της έλλειψης ανταγωνισμού για τον υψηλό πληθωρισμό της χώρας με την έννοια ότι τα ολιγοπώλια αναπροσαρμόζουν όπως και όποτε θέλουν τις τιμές. Αγορές ωστόσο ελεγχόμενες από ιδιώτες δεν αφορούν παρά σε πολύ μικρό ποσοστό της συνολικής παραγωγής.

Οι δε διαρθρωτικές συνθήκες παραγωγής στη χώρα δεν έχουν αλλάξει δραστικά την τελευταία εικοσαετία και οι όποιες αλλαγές έχουν επέλθει είναι μάλλον προς την ένταση του ανταγωνισμού με τη συνακόλουθη δυσκολία καθορισμού των τιμών.

Από την άλλη πλευρά την ίδια εικοσαετία ο πληθωρισμός κυμάνθηκε από 1,5% – 22% ανάλογα με την εκάστοτε ασκηθείσα νομισματική, δημοσιονομική και εισοδηματική πολιτική. Έτσι, αναλυτικά είναι δύσκολο να συνδεθεί ο εκάστοτε πληθωρισμός με την υποτιθέμενη μόνιμη μονοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς.

Βεβαίως η μη αξιοποίηση των όποιων οικονομιών κλίμακας, καθώς και η ανυπαρξία αποτελεσματικών δικτύων διάθεσης εγχωρίως παραγομένων προϊόντων (αγροτικών αλλά και βιομηχανικών) βάσιμα μπορούν να θεωρηθούν ως αιτίες της μεγάλης απόστασης μεταξύ τιμής παραγωγού και καταναλωτή αλλά αυτά δεν προϋποθέτουν ούτε έλλειψη ανταγωνισμού ούτε υπερβολικά κέρδη. Η ανάπτυξη τέτοιων δικτύων στην εμπορία και διάθεση των αγροτικών προϊόντων αυξάνει την παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα.

Συναφώς σημειώνεται ότι η εκτίμηση ότι «η μετακύλιση του μεγαλύτερου μέρους των αυξήσεων των έμμεσων φόρων (στα πλαίσια του Μνημονίου Συνεργασίας της Ελλάδος με ΔΝΤ, ΕΕ και ΕΚΤ) στην τελική τιμή είναι ενδεικτική της έλλειψης ανταγωνισμού και της επικράτησης ολιγοπωλιακών δομών στην αγορά”, σύμφωνα με το Επικαιροποιημένο Μνημόνιο, δύσκολα αντέχει στην οικονομική λογική.

Εάν η αγορά είναι ανταγωνιστική, οπότε οι απασχολούμενοι συντελεστές αμείβονται περίπου με το οριακό τους προϊόν, η όποια επιβάρυνση του κόστους παραγωγής δεν μπορεί παρά να εκδηλωθεί, για δεδομένη ζήτηση, ως αύξηση τιμών ή και με μείωση της παραγωγής, όπως και έγινε στην Ελλάδα το 2010.

Οι τιμές ανέβηκαν και οριακές επιχειρήσεις έκλεισαν σε πολλούς κλάδους και αυτό έγινε ακριβώς επειδή υπάρχει ανταγωνισμός στις αγορές. Εάν αντίθετα υπήρχαν λίγες μεγάλες επιχειρήσεις με αξιόλογη κερδοφορία, λόγω του φόβου απώλειας πελατείας εάν οι ανταγωνιστές τους δεν τις ακολουθήσουν, θα απέφευγαν την σύντομη αύξηση των τιμών ύστερα από αύξηση της φορολογίας. Τούτο όμως εδώ δεν συνέβη.

Οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα, κατά κανόνα μικρομεσαίες και οριακές, αδυνατώντας να απορροφήσουν την αύξηση της φορολογίας τη μεταφέρουν στις τιμές ή ακόμη και μη βγάζοντας πλέον ένα μεροκάματο επιφύλαξης κλείνουν. Το γεγονός ότι από το 5,53% που έτρεχε ο πληθωρισμός τον Ιούλιο του 2010, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το 5,05% οφείλεται στην αύξηση της φορολογίας και μόνο 0,48% σε όλους τους άλλους παράγοντες είναι συμβατό με την ύπαρξη συνθηκών ανταγωνισμού στις αγορές και όχι με την κυριαρχία ολίγων επιχειρήσεων με υψηλή κερδοφορία.

Όσον αφορά στην απελευθέρωση κλάδων, το ΚΕΠΕ διαπιστώνει ότι Ελλάδα φαίνεται ότι υστερεί σε σχέση με άλλες χώρες ως προς την μεταρρύθμιση και απελευθέρωση συγκεκριμένων κλάδων υπηρεσιών και επαγγελμάτων με αρνητικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητά της στον σημερινό παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Τέτοιοι είναι οι κλάδοι ενέργειας, μεταφορών, υγείας, τα επιστημονικά επαγγέλματα κλπ.

Η πλήρης απελευθέρωση ωστόσο σε όλες τις αγορές, όπως δείχνει και η διεθνής εμπειρία, δεν είναι ούτε δυνατή ούτε σκόπιμη. Σε αγορές χωρίς ανταγωνισμό και σε οιονεί φυσικά μονοπώλια ο ανταγωνισμός για την είσοδο στην αγορά, μέσω καλώς οργανωμένων δημοπρασιών, μπορεί να αποδειχθεί οικονομικά και κοινωνικά αποτελεσματικός και δημοσιονομικά επωφελής.

Αυτή η διαδικασία θεωρητικά θα μπορούσε να υιοθετηθεί, με θετικά αποτελέσματα στον κρατικό προϋπολογισμό, στον κλάδο των μεταφορών όπου προφανώς δεν μπορεί να υπάρξει ανεξέλεγκτος αριθμός αδειών οχημάτων δημοσίας χρήσεως ούτε και απεριόριστος ανταγωνισμός τιμών.

Οι ενδιαφερόμενοι να εισέλθουν επιχειρηματικά στον κλάδο αντί να πληρώνουν στη «μαύρη» αγορά ακριβά την απόκτηση μιας άδειας, η οποία έχει δημόσιο χαρακτήρα και την αξιοποιούν με τους τρέχοντες όρους της αγοράς, θα μπορούσαν να την αποκτήσουν μέσω ανοικτής δημοπρασίας με σαφείς όρους ως προς την διάρκεια, την μεταβίβαση και τους όρους εκμετάλλευσης.

Η ίδια διαδικασία μπορεί να υιοθετηθεί και στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται ότι οι ενδιαφερόμενοι υποψήφιοι επαγγελματίες είναι περισσότεροι από τις διαθέσιμες θέσεις.