Εκτενή αναφορά στο ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων κάνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην ενδιάμεση έκθεση για τη Νομισματική πολιτική, που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα. Ειδικότερα, η ΤτΕ επισημαίνει ότι αναφορικά με τον τρόπο διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη όλες οι εναλλακτικές στρατηγικές και μάλλον είναι προτιμότερη η εφαρμογή συνδυασμού λύσεων.
Ενδεικτικά, για κάποιες κατηγορίες δανείων, η διαχείριση είναι σκόπιμο να πραγματοποιείται από τις τράπεζες, ενώ για άλλες είτε μέσω της αξιοποίησης υπηρεσιών από εξειδικευμένες εταιρείες είτε μέσω πώλησης των απαιτήσεων σε ειδικού τύπου εταιρείες, εκτιμά η ΤτΕ.
Σημαντικό ρόλο θα έχει και η Τράπεζα της Ελλάδος μέσω των στόχων που θα θέσει στις τράπεζες (μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου του 2016) για την επίλυση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά και η ουσιαστική επανενεργοποίηση του Κυβερνητικού Συμβουλίου ∆ιαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους. Ανεξάρτητα από τις δράσεις και την ταχύτητα στην υλοποίησή τους, αναγκαία για το σταδιακό περιορισμό του όγκου των δανείων σε καθυστέρηση είναι η λήψη μέτρων και η προώθηση μεταρρυθμίσεων που θα οδηγούν στην ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας και, κατ’ επέκταση, στην ενίσχυση των εισοδημάτων και τη μείωση της ανεργίας, τονίζει η ΤτΕ.
Η ΤτΕ επισημαίνει ότι διάφοροι παράγοντες έχουν συντελέσει στην καθυστερημένη αντιμετώπιση του προβλήματος των μην εξυπηρετούμενων δανείων. Πέραν της αρνητικής επίδρασης της οικονομικής ύφεσης, οι παράγοντες αυτοί περιλαμβάνουν εμπόδια που σχετίζονται με το θεσμικό πλαίσιο, τη λειτουργία των δικαστηρίων, την ενημέρωση των πολιτών για τις διαθέσιμες επιλογές τους και τη λειτουργική ετοιμότητα των τραπεζών να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Ειδικότερα, στα σημαντικότερα προβλήματα περιλαμβάνονται η έλλειψη εξειδικευμένων δικαστηρίων και επαρκούς (σε αριθμό και εξειδίκευση) προσωπικού στο δικαστικό σώμα, η έλλειψη αρκούντως αυτοματοποιημένων δικαστικών διαδικασιών ή διαδικασιών εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών και η γραφειοκρατία. Τα ανωτέρω οδηγούν σε συσσώρευση μεγάλου όγκου υποθέσεων και σε σημαντική καθυστέρηση έκδοσης τελεσίδικων αποφάσεων. Επίσης, η πολυπλοκότητα της νομοθεσίας οδηγεί σε αρκετές περιπτώσεις σε αποφάσεις που στην ουσία προστατεύουν δανειολήπτες οι οποίοι δεν βρίσκονται σε αντικειμενική αδυναμία να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους (στρατηγικοί κακοπληρωτές).
Πρόσθετες δυσκολίες προκαλεί η έλλειψη ειδικευμένων διαχειριστών πτώχευσης. Είναι πράγματι επιτακτική ανάγκη να αναπτυχθεί αυτός ο επαγγελματικός κλάδος, ώστε αφενός να επιταχυνθούν οι διαδικασίες (π.χ. στην Ελλάδα ο μέσος χρόνος ολοκλήρωσης των διαδικασιών πτώχευσης ξεπερνά τα 3,5 έτη έναντι μέσου χρόνου κάτω από τα 2 έτη στις χώρες του ΟΟΣΑ) και αφετέρου να αυξηθεί η ανακτώμενη αξία (π.χ. στην Ελλάδα το ποσοστό ανάκτησης είναι περίπου 34%, έναντι μέσου ποσοστού περίπου 70% στις χώρες του ΟΟΣΑ).
Σημαντικά αρνητική επίδραση στη διαχείριση των εταιρικών δανείων ασκεί, επίσης, η έλλειψη επαρκών προπτωχευτικών διαδικασιών, με αποτέλεσμα ελάχιστες μόνο επιχειρήσεις να προσφεύγουν στη δικαιοσύνη, για να προστατευθούν προσωρινά από τους πιστωτές τους και να προχωρούν σε διαδικασία λειτουργικής αναδιοργάνωσης. Εξάλλου, αναφέρει η ΤτΕ, δεν πρέπει να παραγνωρίζονται οι στρεβλώσεις στο ρυθμιστικό πλαίσιο των πλειστηριασμών είτε αυτές οφείλονται σε απαγορεύσεις διενέργειάς τους είτε στις διαδικασίες διενέργειάς τους. Επίσης, δεν υπάρχει μακροχρόνια και πλήρης πληροφόρηση για την πιστωτική αξιολόγηση των δανειοληπτών από εξειδικευμένες βάσεις όπου τηρούνται δεδομένα οικονομικής συμπεριφοράς (π.χ. Τειρεσίας).