«Παρά την ικανοποιητική προσαρμογή των συναλλασσόμενων στα νέα δεδομένα, η διατήρηση των περιορισμών για μεγάλο χρονικό διάστημα θα έχει αναμφίβολα σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις – μακροχρόνιου πλέον χαρακτήρα – στο χρηματοοικονομικό και ευρύτερα επενδυτικό τομέα της οικονομίας», αναφέρει η Τράπεζα της Ελλάδος στην ενδιάμεση έκθεση που δόθηκε στη δημοσιότητα.
«Η ύπαρξη οποιωνδήποτε περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, έστω και αν αφορά μέρος των επενδυτών (μόνο τους εγχώριους επενδυτές), κατά βάθος λειτουργεί περιοριστικά και στις επιλογές των διεθνών επενδυτών, συνεπώς επιφέρει γενικότερες στρεβλώσεις στην επιχειρηματικότητα. Η αύξηση του επενδυτικού κινδύνου με τη σειρά της αυξάνει το κόστος κεφαλαίου μειώνοντας τα επενδυτικά σχέδια που θα υλοποιούνταν υπό κανονικές συνθήκες. Η αύξηση της αβεβαιότητας και της αποστροφής προς τον κίνδυνο παρατείνει το φαύλο κύκλο της ύφεσης, οδηγώντας την επενδυτική δυναμική της πραγματικής οικονομίας προς ακόμη χαμηλότερα επίπεδα»
Σύμφωνα με την ΤτΕ: «απαιτείται η διαμόρφωση των κατάλληλων συνθηκών και ένα συντεταγμένο σχέδιο για τη σταδιακή κατάργηση των περιορισμών»
Επισημαίνεται ότι «κάθε βήμα χαλάρωσης θα πρέπει να γίνεται κατόπιν προσεκτικής μελέτης με στόχο να μην πληγεί η ρευστότητα των τραπεζών, πράγμα που θα ανάγκαζε τις αρχές να αναστείλουν τυχόν μέτρα χαλάρωσης. Συνεπώς, σημαντικά μέτρα χαλάρωσης θα ήταν δυνατόν να αποφασιστούν μόνον αφού τεκμηριωθεί ότι επικρατούν συνθήκες μακροοικονομικής, δημοσιονομικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και αφού έχει επιστρέψει η εμπιστοσύνη των καταθετών και των επενδυτών στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα και γενικότερα στην κατοχή ελληνικών επενδυτικών στοιχείων. Εξάλλου, μετά τη λήψη των όποιων μέτρων χαλάρωσης, θα πρέπει να ακολουθήσει μια περίοδος παρακολούθησης και ανάλυσης των επιπτώσεων στη ρευστότητα των τραπεζών και την εμπιστοσύνη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, πριν από το επόμενο βήμα χαλάρωσης» .
Επίσης, κάθε νέο μέτρο χαλάρωσης δεν θα πρέπει να υπονομεύει την αποτελεσματικότητα των εναπομενόντων περιορισμών.
Για το λόγο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος, όπως επισημαίνει, παρακολουθεί σε τακτική βάση τις συνθήκες ρευστότητας που επικρατούν στο τραπεζικό σύστημα, ενώ εξετάζει και σενάρια στη βάση σχεδιαζόμενων μέτρων χαλάρωσης ώστε να αποφεύγονται διαρροές ρευστότητας και να μη δημιουργείται ανάγκη αυξημένης προσφυγής των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων στον έκτακτο μηχανισμό ρευστότητας.
Ως επιμέρους μέτρα που θα μπορούσαν να εξεταστούν σχετικά σύντομα, είναι η μεταφορά περαιτέρω αρμοδιοτήτων στις υποεπιτροπές των τραπεζών και η λελογισμένη αύξηση των εγκριτικών ορίων αν διαπιστωθεί ότι η ζήτηση για εγκρίσεις ρευστότητας ξεπερνά επανειλημμένως τα όρια που έχουν προσδιοριστεί, αναφέρει η ΤτΕ.
Επίσης, όταν οι συνθήκες ρευστότητας και εμπιστοσύνης το επιτρέψουν, θα πρέπει να αρθούν σταδιακά περιορισμοί που σχετίζονται με το άνοιγμα νέων λογαριασμών και πρόωρης λήξης προθεσμιακών καταθέσεων, εξέλιξη που θα συμβάλει θετικά στην εμπιστοσύνη των καταθετών.
Τέλος, θα πρέπει οι τράπεζες να επανεξετάσουν την τιμολογιακή πολιτική τους στις χρεώσεις των καρτών και των ηλεκτρονικών συναλλαγών, ώστε να δοθεί το απαραίτητο κίνητρο στους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις να χρησιμοποιούν εναλλακτικούς δίαυλους πληρωμών, εξέλιξη που θα ωφελήσει τόσο την πραγματική οικονομία όσο και το χρη-ματοπιστωτικό σύστημα στη χώρα μας.
Κομβικό σημείο για την ουσιαστική άρση των επενδυτικών περιορισμών θα αποτελέσουν η επιτυχής ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του νέου προγράμματος που έχει συμφωνήσει η ελληνική κυβέρνηση με τους εταίρους και η ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών.
Η επίτευξη πολιτικοοικονομικής σταθερότητας και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης θα ξανακτίσει την κεφαλαιακή και την αποταμιευτική βάση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, οδηγώντας σε σταδιακή επιστροφή των αποθησαυρισμένων τραπεζογραμματίων, αλλά και κεφαλαίων από το εξωτερικό. Αυτά τα επανακάμπτοντα κεφάλαια σε συνδυασμό με νέες (ξένες ή/και εγχώριες) επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, μπορούν να αποτελέσουν το βασικό άξονα ανάκαμψης της οικονομίας, επισημαίνει η ΤτΕ.