Kαθαρό πλεόνασμα κεφαλαίων ύψους 3,3 δισ. ευρώ υποδηλώνουν τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης για το σύνολο των έξι ελληνικών τραπεζικών ομίλων έναντι του ποσού που αντιστοιχεί στο όριο του 6% για τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας Tier 1, το οποίο συμφωνήθηκε για τους σκοπούς της ευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test), σημειώνει η Τράπεζα της Ελλάδος.
Όπως ανακοίνωσε η ΤτΕ, με βάση τα αποτελέσματα, υπό το δυσμενές σενάριο πέντε ελληνικές τράπεζες περνούν με επιτυχία την άσκηση. Τέσσερις από τις τράπεζες αυτές (Τ.Τ., Alpha Bank, EFG Eurobank, Εθνική) υπερβαίνουν το όριο αναφοράς του 6%, ενώ μία (Πειραιώς) βρίσκεται στο όριο αναφοράς.
Στην περίπτωση της ATEbank ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας (Tier 1), μειώνεται σε 4,4% στο τέλος του 2011, σημειώνοντας έλλειμμα κεφαλαίου 242 εκατ. ευρώ. Τα αποτελέσματα ανά τράπεζα είναι διαθέσιμα στις ιστοσελίδες των έξι τραπεζών.
Είναι επίσης σημαντικό να τονιστεί ότι στο βασικό σενάριο της άσκησης και οι έξι ελληνικές τράπεζες υπερβαίνουν το όριο του 6%.
Η ΤτΕ σημειώνει ότι σε καμία περίπτωση το όριο αυτό δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως εποπτικό ελάχιστο, το οποίο όπως είναι γνωστό ορίζεται σε 4%. Επίσης δεν πρέπει να εκληφθεί ως εξατομικευμένος δείκτης που αντανακλά το προφίλ κινδύνου του κάθε ιδρύματος που ορίζεται για εποπτικούς σκοπούς στο πλαίσιο του Πυλώνα 2 της Οδηγίας ΕΚ 2006/48.
Επισημαίνεται ότι οι 6 ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 90% του ενεργητικού του ελληνικού τραπεζικού συστήματος (εξαιρουμένων των ξένων θυγατρικών).
Σχολιασμός αποτελεσμάτων
Για την ορθή ερμηνεία των αποτελεσμάτων της άσκησης, είναι σημαντικό να αναγνωριστεί η ακριβής σημασία των δεικτών και των νομισματικών μεγεθών που προκύπτουν από τα διαφορετικά επιμέρους σενάρια, τα οποία διαμορφώθηκαν για τους σκοπούς της πανευρωπαϊκής άσκησης. Τα αποτελέσματα του δυσμενούς σεναρίου δεν αντανακλούν την παρούσα κατάσταση ή πιθανές άμεσες κεφαλαιακές ανάγκες. Εκ κατασκευής της, μια άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων δεν στοχεύει σε πρόγνωση αναμενόμενων γεγονότων, δεδομένου ότι τα δυσμενή σενάριά της έχουν σχεδιαστεί σκοπίμως ως υποθετικά σενάρια του τύπου «what-if».
Στο τέλος του 2009 οι έξι συμμετέχουσες τράπεζες είχαν δείκτη βασικών ιδίων κεφαλαίων (Tier 1) που κυμαινόταν μεταξύ 8,4% και 17,1%. Παρότι η εφαρμογή των ακραία δυσμενών υποθέσεων της άσκησης προσομοίωσης οδηγεί σε μείωση του δείκτη βασικών ιδίων κεφαλαίων, που κυμαίνεται μεταξύ 3 και 7 ποσοστιαίων μονάδων, το υψηλό σημείο εκκίνησης επιτρέπει στις πέντε από τις έξι ελληνικές τράπεζες να περνούν επιτυχώς την άσκηση.
Η σημαντική ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων τους, κατά τη διάρκεια του 2009, δικαιολογεί αυτήν την επίδοση των ελληνικών τραπεζών. Η κεφαλαιακή αυτή ενίσχυση προήλθε κυρίως από κεφάλαια που ορισμένες τράπεζες συγκέντρωσαν από την αγορά, την εσωτερική χρηματοδότηση από την κερδοφορία και τη μη διανομή μερίσματος κατά το 2009, καθώς και την έκδοση προνομιούχων μετοχών.
Η Τράπεζα της Ελλάδος, από την πλευρά της, θα συνεχίσει να παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις, ώστε να εξασφαλίσει ότι θα γίνουν οι αναγκαίες ενέργειες για την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, όπου αυτό είναι αναγκαίο. Σε κάθε περίπτωση, η σύσταση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας με διαθέσιμα κεφάλαια ύψους 10 δισ. ευρώ, στο πλαίσιο του προγράμματος στήριξης της ελληνικής οικονομίας, παρέχει ένα πρόσθετο δίκτυ ασφαλείας για την κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών. Επιπρόσθετα, 1,2 δισ. ευρώ είναι διαθέσιμα μέσω του μέτρου κεφαλαιακής ενίσχυσης του Ν. 3723/2008.
Η Τράπεζα της Ελλάδος χαιρετίζει τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων της ευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test) που οργανώθηκε από την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (CEBS) και τις εθνικές εποπτικές αρχές, σε στενή συνεργασία με την ΕΚΤ. Σκοπός της άσκησης είναι η αξιολόγηση της συνολικής ικανότητας του τραπεζικού τομέα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να απορροφήσει τυχόν περαιτέρω σημαντικούς οικονομικούς και χρηματοπιστωτικούς κραδασμούς. Η άσκηση αποτελεί σημαντικό βήμα στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της σταθερότητας του τραπεζικού τομέα στην Ε.Ε. και τη ζώνη του ευρώ.
Η άσκηση διενεργήθηκε ανά τράπεζα σε συνολικό δείγμα 91 τραπεζών της Ε.Ε. από 20 κράτη μέλη, που καλύπτουν τουλάχιστον το 50% του τραπεζικού τομέα κάθε χώρας, σε ενοποιημένη βάση. Στην άσκηση χρησιμοποιήθηκαν δύο σενάρια για το 2010 και το 2011: (1) το βασικό, το οποίο συμβαδίζει με τις υπάρχουσες μακροοικονομικές εκτιμήσεις για το 2010 και το 2011, και (2) το δυσμενές, το οποίο ενσωματώνει ακραίους κινδύνους, που σχετίζονται κατά κύριο λόγο με τον κίνδυνο χρέους χώρας και μια σημαντική επιδείνωση των μακροοικονομικών συνθηκών. Το δυσμενές σενάριο έχει σχεδιαστεί ως ένα σενάριο ιδιαίτερα δυσμενών υποθέσεων (τύπου what-if), που είναι πολύ απίθανο να πραγματοποιηθούν.
Στην περίπτωση της Ελλάδος, το δυσμενές σενάριο υποθέτει μία εντονότερη ύφεση το 2010 και το 2011 από τις τρέχουσες προβλέψεις των διεθνών οργανισμών, καθώς και επιτόκια πολύ υψηλότερα από τα τρέχοντα.