Το κόστος της εργασίας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της εχθρικής στάσης του κράτους απέναντι στην επιχειρηματικότητα και στους εργαζόμενους.
Του Κωνσταντίνου Μίχαλου*
Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, το μη μισθολογικό κόστος στην Ελλάδα είναι σήμερα από τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Μάλιστα, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει στις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ, οι οικογένειες με παιδιά φορολογούνται αναλογικά περισσότερο από τους φορολογούμενους χωρίς οικογένεια.
Ένας εργαζόμενος με δύο παιδιά στην Ελλάδα λαμβάνει στο χέρι λίγο παραπάνω από το 56% του μισθού του, καθώς το υπόλοιπο (43,4%) πάει σε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές.
Ο αντίστοιχος μέσος όρος στις χώρες του ΟΟΣΑ δεν ξεπερνά το 27%. Αν ο εργαζόμενος πατέρας τυχαίνει λαμβάνει μικτές αποδοχές που κυμαίνονται στο 167% του μέσου μισθού, η αφαίμαξη είναι ακόμη μεγαλύτερη.
Σε αυτή την περίπτωση, οι φόροι και οι εισφορές αντιστοιχούν στο 60% του συνολικού μισθού, με αποτέλεσμα ο εργαζόμενος να λαμβάνει τελικά στο χέρι μόλις 1.080 ευρώ. Το κόστος αυτό, που επιβαρύνει τόσο τον εργαζόμενο όσο και την επιχείρηση, είναι σχεδόν 70% υψηλότερο από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μόλις τρεις από τις 34 χώρες που καλύπτει η ετήσια έρευνα του ΟΟΣΑ έχουν υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές από την Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση σχεδιάζει περαιτέρω αύξησή τους, με σκοπό να καλυφθεί η μαύρη τρύπα των Ταμείων.
Πρόκειται για μια επιλογή άδικη και άκρως αντιπαραγωγική, η οποία θα οδηγήσει σε νέα αύξηση της ανεργίας και θα δώσει τη χαριστική βολή στη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, δημιουργώντας ακόμη περισσότερους ανέργους και ανασφάλιστους. Δυστυχώς, στην πιο κρίσιμη περίοδο για την ελληνική οικονομία, ο πόλεμος κατά της επιχειρηματικότητας φαίνεται να κορυφώνεται.
*Ο Κωνσταντίνος Μίχαλος είναι πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος και του ΕΒΕΑ