Την έναρξη δύο αντιμονοπωλιακών ερευνών στην αγορά των CDS, γνωστών και ως ασφάλιστρων κινδύνου έναντι χρεοκοπίας, και σε 16 επενδυτικές τράπεζες ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Στόχος της πρώτης έρευνας είναι να εξακριβωθεί εάν οι 16 επενδυτικές τράπεζες και η εταιρία που παρέχει τα στοιχεία για τα CDSs, Markit, εκμεταλλεύτηκαν τη δεσπόζουσα θέση που κατέχουν στην αγορά.
Οι 16 τράπεζες που βρίσκονται στο στόχαστρο των ερευνών είναι οι εξής: JP Morgan, Bank of America – Merrill Lynch, Barclays, BNP Paribas, Citigroup, Commerzbank, Credit Suisse First Boston, Deutsche Bank, Goldman Sahcs, HSBC, Morgan Stanley, Royal Bank of Scotland, UBS, Wells Fargo-Wachovia, Credit Agricole και Societe Generale.
Τα CDS (Credit Default Swaps) είναι συμβόλαια παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων και άρχισαν να χρησιμοποιούνται στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και αποτελούν ασφάλιστρα έναντι ομολόγων που εκδίδουν είτε κράτη είτε επιχειρήσεις, τα οποία οι επενδυτές αγοράζουν για να καλυφθούν από τον κίνδυνο χρεοκοπίας του κράτους ή της επιχείρησης.
Η Κομισιόν αναφέρει ότι έχει στοιχεία βάσει των οποίων οι 16 τράπεζες -οι οποίες ενεργούν ως dealers στην αγορά των CDS- δίνουν τα περισσότερα στοιχεία μόνο στη Markit. «Αυτό θα μπορούσε να είναι αποτέλεσμα συνωμοσίας ή εκμετάλλευση της αθροιστικής δεσπόζουσας θέσης τους στην αγορά και ενδέχεται να έχει αντίκτυπο στην πρόσβαση που έχουν άλλες εταιρίες σε αυτά τα πολύτιμα στοιχεία», αναφέρει η Κομισιόν.
Επισημαίνεται ότι το πρόστιμο για παραβίαση της ευρωπαϊκής αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας μπορεί να αγγίξει έως και το 10% των εσόδων μιας εταιρίας.
Η δεύτερη έρευνα της Κομισιόν αφορά στις συμφωνίες που έχουν συνάψει 9 από τις 16 προαναφερθείσες τράπεζες με το γραφείο συμψηφισμού ICE Clear Europe. Η Κομισιόν αναφέρει ότι στις συμφωνίες περιλαμβάνονται ρήτρες όπως προνομιακή τιμολόγηση και κατανομή κερδών, που ενδεχομένως να αποτελούν κίνητρο για τις τράπεζες να χρησιμοποιούν μόνο το συγκεκριμένο γραφείο συμψηφισμού.