Σε πλήρη ισχύ βρίσκεται ο νέος εμπορικός πόλεμος του αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, που επέβαλε την περασμένη εβδομάδα δασμούς στις εισαγωγές από όλες σχεδόν τις χώρες του πλανήτη. Η Κίνα όμως φαίνεται να βρίσκεται στο επίκεντρο της επίθεσης.

Τα αγαθά από την Κίνα είναι μακράν ο μεγαλύτερος στόχος και υπόκεινται πλέον σε δασμούς τουλάχιστον 104%. Ο Τραμπ επέβαλε ακόμα υψηλότερους δασμούς από αυτούς που είχε αρχικά ανακοινώσει, αφού το Πεκίνο δεν υπαναχώρησε από την προειδοποίησή του να επιβάλει αντίποινα 34% την Τρίτη.

Οι «αμοιβαίοι συντελεστές» υπολογίστηκαν διαιρώντας το εμπορικό έλλειμμα μιας χώρας με τις ΗΠΑ με τις εξαγωγές της προς τη χώρα και πολλαπλασιάζοντας με το 1/2. Κυμαίνονται από 11% έως το επιβλητικό 50%. Το CNN αναφέρει πως στην ΕΕ επιβλήθηκε αμοιβαίος δασμός 20%, στην Κίνα 34%, στην Ιαπωνία 24%, στο Βιετνάμ 46% και στη Νότια Κορέα 25%.

«Η χώρα μας και οι φορολογούμενοι της έχουν εξαπατηθεί για περισσότερα από 50 χρόνια. Αλλά αυτό δεν πρόκειται να ξανασυμβεί», δήλωσε ο Τραμπ την περασμένη εβδομάδα όταν ανακοίνωσε τους δασμούς, τους υψηλότερους που έχει δει η χώρα εδώ και πάνω από έναν αιώνα.

Οι ανησυχητικές προβλέψεις

Πλέον, μετά την απώλεια τρισεκατομμυρίων από την αγοραία αξία των αμερικανικών μετοχών, οι φόβοι για μια απόλυτη παγκόσμια ύφεση έχουν αυξηθεί.

Η JPMorgan αύξησε τις πιθανότητες μιας παγκόσμιας ύφεσης στο 60% μέχρι το τέλος του έτους από 40%, εάν ο Τραμπ υλοποιήσει πλήρως το σχέδιο που παρουσίασε την περασμένη εβδομάδα.

«Οι αυξήσεις δασμών από την έναρξη της διακυβέρνησης Τραμπ ισοδυναμούν πλέον με τη μεγαλύτερη αύξηση φόρων στις ΗΠΑ εδώ και σχεδόν 60 χρόνια», ανέφεραν οι οικονομολόγοι της τράπεζας την περασμένη εβδομάδα. «Αυτό θα έχει άμεσες επιπτώσεις στις δαπάνες των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και κυματιστές επιπτώσεις μέσω αντιποίνων, διολίσθησης του επιχειρηματικού κλίματος και διαταραχών στην αλυσίδα εφοδιασμού».

Σύμφωνα με το μη κομματικό Tax Foundation, οι αμερικανοί καταναλωτές θα πληρώσουν κατά μέσο όρο 2.100 δολάρια περισσότερα ετησίως εξαιτίας των δασμών του Τραμπ.

Εντωμεταξύ, νωρίτερα μέσα στην εβδομάδα, η Goldman Sachs αύξησε την πρόβλεψή της για ύφεση στις ΗΠΑ τους επόμενους 12 μήνες στο 45%, μια αύξηση 10 ποσοστιαίων μονάδων από τις προηγούμενες προβλέψεις. Σε σημείωμα με τίτλο «Αντίστροφη μέτρηση για την ύφεση», οι οικονομολόγοι της τράπεζας δήλωσαν ότι «ανέμεναν ότι ο Λευκός Οίκος θα ανακοίνωνε αρχικά πιο επιθετικούς δασμούς και στη συνέχεια θα τους μείωνε κάπως».

Οι νικητές και οι χαμένοι

Οι δασμοί του Τραμπ έχουν πλήξει ιδιαίτερα τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, την Κίνα. Το CNN αναφέρει πως, όταν έληξε η πρώτη θητεία του Τραμπ, οι ΗΠΑ επέβαλαν μέσο δασμολογικό συντελεστή 19,3% στα κινεζικά προϊόντα, σύμφωνα με ανάλυση του Ινστιτούτου Peterson για τη Διεθνή Οικονομία. Η κυβέρνηση Μπάιντεν διατήρησε σε ισχύ τους περισσότερους από τους δασμούς του Τραμπ, ενώ πρόσθεσε και άλλους, ανεβάζοντας τον μέσο συντελεστή στο 20,8%.

Παρόλο που τόσο η Κίνα όσο και οι ΗΠΑ έχουν επωφεληθεί από δεκαετίες εμπορίου, ήδη από την πρώτη θητεία του Τραμπ, οι ΗΠΑ είχαν αρχίσει να στρέφονται σε άλλες χώρες για τις εισαγωγές τους.

Το Μεξικό ξεπέρασε την Κίνα και έγινε η κορυφαία πηγή εισαγωγών της Αμερικής το 2023, θέση που διατήρησε και πέρυσι. Αρκετές ασιατικές χώρες, συμπεριλαμβανομένου του Βιετνάμ, της Νότιας Κορέας και της Ταϊβάν, είδαν επίσης τις εμπορικές ροές προς τις ΗΠΑ να αυξάνονται κατακόρυφα από την πρώτη θητεία του Τραμπ.

Η Κίνα απέστειλε συνολικά αγαθά αξίας 439 δισεκατομμυρίων δολαρίων στις ΗΠΑ το 2024, ενώ οι ΗΠΑ εξήγαγαν αγαθά αξίας 144 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην Κίνα. Η χώρα παρέμεινε επίσης η κορυφαία ξένη πηγή αρκετών ειδών.

Τώρα όμως οι αμοιβαίοι δασμοί απειλούν να πλήξουν τις εγχώριες βιομηχανίες και ενδέχεται να οδηγήσουν σε απολύσεις.

«Οι ενέργειες του Τραμπ έχουν πλήξει σημαντικά την αξιοπιστία των ΗΠΑ, όχι μόνο μέσω των σαθρών δικαιολογιών του δασμού, αλλά και μέσω της παραβίασης των μακροχρόνιων συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου με τους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ», δήλωσε στο CNN ο Colin Grabow, αναπληρωτής διευθυντής στο Κέντρο Μελετών Εμπορικής Πολιτικής Herbert A. Stiefel του Ινστιτούτου Cato.

«Οι επιχειρήσεις χρειάζονται έναν ορισμένο βαθμό βεβαιότητας για να λειτουργήσουν και η χαοτική προσέγγιση του Τραμπ δεν το παρέχει αυτό».