Ο αριθμός των συνταξιούχων που εργάζονται πλησιάζει τις 250.000 και συνεχώς αυξάνεται, ξεπερνώντας τις εκτιμήσεις της αγοράς. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι πολλοί εργαζόμενοι, που πλησιάζουν την ηλικία συνταξιοδότησης, προτιμούν, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις, να βγουν στη σύνταξη και αργότερα να επιστρέψουν στην εργασία, είτε στην ίδια είτε σε κάποια άλλη.
Η πρόωρη συνταξιοδότηση έχει καταστεί όλο και πιο δημοφιλής επιλογή για πολλούς ασφαλισμένους, με τον αριθμό των ατόμων που την επιλέγουν αυτήν τη στιγμή να ξεπερνά τις 200.000. Οι συνταξιούχοι που συνεχίζουν να εργάζονται μετά την αποχώρησή τους από την ενεργό υπηρεσία αυξάνονται, κυρίως για οικονομικούς λόγους, όπως προκύπτει από έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για τη συμμετοχή των συνταξιούχων στην αγορά εργασίας. Οι εργαζόμενοι συνταξιούχοι μπορούν πλέον να δουν τη σύνταξή τους να αυξάνεται, καθώς τα επιπλέον ένσημα που κερδίζουν από τη συνέχιση της εργασίας τους προσμετρώνται για την αύξηση του τελικού ποσού της σύνταξης.
Με τη νέα διαδικασία, οι συνταξιούχοι που επιθυμούν να προσθέσουν τα ένσημά τους και να αυξήσουν τη σύνταξή τους θα πρέπει να υποβάλουν αίτηση στο υποκατάστημα του ΕΦΚΑ που ανήκουν, ώστε τα ένσημα που αποκτούν να ληφθούν υπόψη για τη μελλοντική αύξηση της σύνταξής τους.
Ο κύριος λόγος επιστροφής ή παραμονής των συνταξιούχων στην αγορά εργασίας είναι οικονομικός, με το 47% των εργαζόμενων συνταξιούχων να δηλώνουν πως εργάζονται για να ενισχύσουν τα έσοδά τους. Ωστόσο, υπάρχουν και συνταξιούχοι που νιώθουν ακόμη δραστήριοι και δημιουργικοί και επιθυμούν να συνεχίσουν να εργάζονται ακόμη και μετά την αποχώρησή τους λόγω ηλικίας.
Το νέο πλαίσιο έχει διευκολύνει αυτή την τάση. Πλέον, οι συνταξιούχοι που εργάζονται συνεχίζουν να λαμβάνουν ολόκληρη τη σύνταξή τους, καθώς έχει καταργηθεί το πέναλτι επί της σύνταξης (30%), και αντί αυτού καταβάλλουν μια εισφορά. Οι μισθωτοί συνταξιούχοι καταβάλλουν ποσοστό 10% από τον μισθό τους για τον e-ΕΦΚΑ, ενώ οι ελεύθεροι επαγγελματίες καταβάλλουν το 50% της ασφαλιστικής κατηγορίας τους. Αυτή η πολιτική ενεργού γήρανσης έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα ευνοϊκή για τους συνταξιούχους, επιτρέποντάς τους να αυξήσουν το εισόδημά τους και τη μελλοντική τους σύνταξη. Η διάρκεια της απασχόλησης μετά τη συνταξιοδότηση προσμετράται ως συντάξιμος χρόνος και οδηγεί σε αύξηση της σύνταξης, ενώ παράλληλα αποτελεί μέτρο κατά της «μαύρης» εργασίας.
Η επιστροφή των συνταξιούχων στην αγορά εργασίας και η παραμονή τους σε αυτήν έχουν σημαντικά οφέλη για το Δημόσιο και τον ΕΦΚΑ. Η εκτίμηση είναι ότι τα έσοδα του ΕΦΚΑ από τους εργαζόμενους συνταξιούχους θα φτάσουν τα 200 εκατ. ευρώ το 2024, ενώ οι συνταξιούχοι που συνεχίζουν να εργάζονται χωρίς περικοπές στην σύνταξή τους ανέρχονται στις 200.000. Από αυτές τις 200.000, περίπου 90.000 είναι αγρότες, οι οποίοι απαλλάσσονται από τις εισφορές εφόσον συνεχίσουν την ίδια δραστηριότητα μετά τη συνταξιοδότηση. Ο αριθμός των εργαζόμενων συνταξιούχων που καταβάλλουν εισφορές κυμαίνεται γύρω στους 110.000.
Η έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ αποκαλύπτει ότι οι νεότεροι συνταξιούχοι που συνεχίζουν να εργάζονται είναι κυρίως τεχνικοί και υπάλληλοι γραφείου, οι οποίοι συνταξιοδοτούνται κατά μέσο όρο στην ηλικία των 59-60 ετών. Ακολουθούν οι επαγγελματίες και οι ανειδίκευτοι εργάτες, ενώ οι χειριστές βιομηχανικών εγκαταστάσεων και οι τεχνίτες συνταξιοδοτούνται σε μεγαλύτερη ηλικία (περίπου 61,3 και 61,9 ετών αντίστοιχα). Η μέση ηλικία κατά την οποία ξεκίνησε η λήψη σύνταξης γήρατος για τα άτομα ηλικίας 50-74 ετών είναι τα 58,6 έτη.
Για να παραμείνουν καταχωρημένοι ως εργαζόμενοι συνταξιούχοι και να αποφύγουν πρόστιμα, η δήλωση της απασχόλησης είναι υποχρεωτική και πρέπει να υποβάλλεται είτε έχουν ξεκινήσει να εργάζονται πριν είτε μετά την 1η Ιανουαρίου 2024. Η δήλωση γίνεται μέσω της ιστοσελίδας του e-ΕΦΚΑ και σε περίπτωση που ο ΕΦΚΑ διαπιστώσει ότι κάποιος συνταξιούχος εργάζεται χωρίς να έχει κάνει τη δήλωση, επιβάλλεται χρηματική ποινή ίση με 12 μηνιαίες κύριες και επικουρικές συντάξεις. Για να εξοφληθεί το ποσό της ποινής, το 25% της σύνταξης παρακρατείται κάθε μήνα.