Πέρα από το γνωστό φαινόμενο του brain drain, δηλαδή τη μετανάστευση νέων επαγγελματιών σε άλλες χώρες αναζητώντας καλύτερες επαγγελματικές ευκαιρίες, υπάρχει και το φαινόμενο του brain waste, όπου άνθρωποι με υψηλά προσόντα και εξειδικευμένες γνώσεις απασχολούνται σε θέσεις υποδεέστερες των ικανοτήτων τους, ενώ λαμβάνουν χαμηλότερες αμοιβές. Επιπλέον, έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο του «εσωτερικού» brain drain, στο οποίο άτομα με εξειδίκευση και υψηλή κατάρτιση παραμένουν στην Ελλάδα, αλλά εργάζονται από απόσταση για επιχειρήσεις του εξωτερικού.
Αναλυτές και παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι η εικόνα αυτή στην οικονομία στηρίζεται σε μία κατάσταση αποκαλούμενη «φθηνής ανάπτυξης». Η προσέγγιση αυτή δημιουργεί ένα καθεστώς χαμηλού κόστους εργασίας, με περιορισμένα δικαιώματα για τους εργαζομένους, χαμηλούς φόρους για τις επιχειρήσεις, αδύναμη προστασία για το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον και έλλειψη στήριξης στην καινοτομία. Το αποτέλεσμα είναι ότι στην αγορά εργασίας δημιουργείται υψηλή ζήτηση για ανειδίκευτο και μέσης ειδίκευσης προσωπικό, ενώ οι ανάγκες για εξειδικευμένο δυναμικό παραμένουν περιορισμένες.
Σύμφωνα με αναλυτές, το συγκεκριμένο μοντέλο ανάπτυξης – το οποίο θεωρείται ότι χρησιμοποιείται λανθασμένα ως «αναπτυξιακή» προσέγγιση – έχει ως κύριους άξονες τους τομείς των κατασκευών, του real estate και του τουρισμού. Η οικονομία χαρακτηρίζεται από χαμηλή παραγωγικότητα, παρασιτική ανάπτυξη, αυξημένο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο και περιορισμένες δυνατότητες για καινοτόμες επενδύσεις και βιώσιμη ανάπτυξη. Η θέση της χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, όπως τονίζεται, χειροτερεύει συνεχώς, με αποτέλεσμα η παραγωγή να περιορίζεται σε προϊόντα χαμηλής προστιθέμενης αξίας, χωρίς προοπτική για οικονομική αναβάθμιση.
Μία από τις προτάσεις που έχουν πέσει στο τραπέζι είναι μια στρατηγική που θα στηρίζεται στο εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και στην αύξηση της παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας. Αυτή η «ποιοτική ανάπτυξη» θα μπορούσε να εστιάσει στη βιομηχανική παραγωγή και στην προώθηση εξαγωγών, ώστε να στραφεί η οικονομία σε προϊόντα διεθνώς εμπορεύσιμα.
Μία άλλη προσέγγιση αναφέρει ότι η μείωση της ανεργίας είναι εν μέρει αποτέλεσμα της μείωσης του εργατικού δυναμικού, λόγω εξωτερικής μετανάστευσης και της πτώσης των γεννήσεων. Παρότι η απασχόληση έχει αυξηθεί από το 2014 και μετά, οι συνολικές θέσεις εργασίας το 2023 παραμένουν σημαντικά λιγότερες σε σύγκριση με το 2008, και η Ελλάδα καταγράφει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην ΕΕ, με ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά απασχόλησης σε γυναίκες και νέους. Επίσης, η χώρα βρίσκεται στην πρώτη θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη μακροχρόνια ανεργία, στοιχείο που αποκαλύπτει σοβαρές δυσκολίες στην επανένταξη των ανέργων στην αγορά εργασίας.
Παράλληλα, όπως αναφέρουν αρκετοί αναλυτές, το χαμηλό επίπεδο κάλυψης των μισθωτών από συλλογικές συμβάσεις εργασίας στην Ελλάδα, σε σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ, οφείλεται στην απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων της τελευταίας δεκαετίας. Η αποδυνάμωση των συνδικάτων και ο περιορισμός του δικαιώματος της απεργίας έχουν οδηγήσει στην ελαστικοποίηση των συνθηκών εργασίας και στην επιβολή δυσμενών ρυθμίσεων, όπως δεκάωρη εργασία με ατομική σύμβαση, εξαήμερη εργασία και αύξηση του αριθμού των νόμιμων υπερωριών, ενισχύοντας έτσι τις ήδη ανισομερείς συνθήκες στην αγορά εργασίας.
Παράλληλα, ειδική αναφορά γίνεται στη σημαντική μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, καθώς το 2023 ο μέσος ετήσιος μισθός ήταν 23% χαμηλότερος σε σύγκριση με το 2009. Αφού οι μισθοί επλήγησαν σοβαρά κατά την περίοδο των μνημονίων, ο πληθωρισμός των τελευταίων ετών επιδείνωσε ακόμη περισσότερο την κατάσταση, επιφέροντας παράλληλα αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των επιχειρήσεων, εξαιτίας της αυξημένης συγκέντρωσης της αγοράς και της έλλειψης κρατικής παρέμβασης για τον έλεγχο των τιμών. Το μερίδιο των μισθών στο συνολικό εισόδημα μειώθηκε από το 52% στο 48% κατά την περίοδο 2021-2023.
Τέλος, να σημειωθεί ότι αρκετοί επιστήμονες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το σημερινό μοντέλο εργασίας στην Ελλάδα δεν είναι κοινωνικά ούτε οικονομικά βιώσιμο. Εξέφρασαν την άποψη ότι είναι απαραίτητη μια βαθιά αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου εργασιακών σχέσεων, ώστε να εξασφαλιστούν καλύτερες συνθήκες για τους εργαζομένους, με αυξημένες αμοιβές και βελτίωση των όρων εργασίας.