Αναμφισβήτητα, ισοσκελισμένοι κρατικοί προϋπολογισμοί, υποδηλώνουν τη δυνατότητα ενός κράτους, να χρηματοδοτεί την τρέχουσα λειτουργία του, χωρίς την ανάγκη δανεισμού.

Υπάρχουν, όμως, και κράτη, των οποίων τα έξοδα, δύσκολα μπορούν να ισοσκελισθούν με τα έσοδα, γιατί βρίσκονται σε ύφεση ή οφείλουν να οργανώσουν μια δυναμικότερη επανεκκίνηση των οικονομιών τους ή καλούνται να υιοθετήσουν νέο αναπτυξιακό μοντέλο ή αντιμετωπίζουν έκτακτες εξωγενείς κρίσεις ή εσωτερικές κοινωνικές ανισορροπίες, που απαιτούν σοβαρές δημοσιονομικές εκροές.

Στις περιπτώσεις αυτές, η προσπάθεια βραχυπρόθεσμης ισοσκέλισης εσόδων και εξόδων δυναμιτίζει κάθε απόπειρα πολυδιάστατου εκσυγχρονισμού, για τη βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, οι οποίες θα εξασφάλιζαν τη μεσομακροπρόθεσμη δημοσιονομική ισορροπία.

Η υπερφορολόγηση νοικοκυριών και επιχειρήσεων αυξάνει, σε μια πρώτη φάση, τα κρατικά έσοδα, ώστε να καταστεί εφικτός ο στόχος των πρωτογενών πλεονασμάτων, αποδυναμώνει, όμως, τη χρηματοοικονομική θέση και τις επενδυτικές δυνατότητες των επιχειρήσεων και διαβρώνει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, υποθηκεύοντας, τελικά, τη σταθερή μεγέθυνση της οικονομίας.

Όμως, είναι γεγονός, πως τα επόμενα χρόνια, η χώρα μας, θα συνεχίσει να έχει ανάγκη από αυξημένους κρατικούς πόρους, κυρίως, για την κάλυψη, συνεχώς, διευρυμένων κοινωνικών αναγκών μας, την περαιτέρω αναβάθμιση της δημόσιας υγείας και παιδείας, την αντιμετώπιση του σοβαρού δημοσιογραφικού μας προβλήματος, την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους μας, την επιβεβλημένη προώθηση της οικολογικής προσαρμογής μας, την επαναβιομηχάνισή μας, την αντιμετώπισή του brain drain, ατυχώς, τη συνεχή ενίσχυση του αμυντικού μας οπλοστασίου, κ.ά.

Μάλιστα, σε ένα ανεξέλεγκτο, πλέον, επικίνδυνο εμπόλεμο γεωπολιτικό περιβάλλον, με ακολουθούμενη διεθνή επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης.

Είναι προφανές δε, πως οι εξελίξεις αυτές, καθιστούν λιγότερο ρεαλιστικές τις προθέσεις, για περαιτέρω σοβαρή μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων, επιχειρήσεων και νοικοκυριών, αλλά και περισσότερο επείγουσες τις τολμηρές μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις, στις δομές της οικονομίας μας.

Πάρα ταύτα, τα επόμενα χρόνια, θα πρέπει να καταβληθεί κάθε ανθρωπίνως δυνατή προσπάθεια, ώστε η χώρα μας, να στηριχθεί λιγότερο στην επίτευξή δημοσιονομικών πλεονασμάτων και περισσότερο στην ενίσχυση των αναπτυξιακών της προοπτικών.

Έργο, πραγματικά, ακανθώδες, που πέραν της εύστοχης και αποτελεσματικής ορθολογικής διαχείρισης των οικονομικών του κράτους, απαιτείται κοινωνική συναίνεση και ευρύτερη πολιτική συναντίληψη, που βέβαια, τα τελευταία αυτά στοιχεία και προϋποθέσεις, είναι πολύ δύσκολο να υπάρξουν.

Μπορούν όμως, και θα πρέπει, την πολιτική αυτή της σταθερότητας με ανάπτυξη, να ενθαρρύνουν και να ενισχύσουν, ως οφείλουν, οι Βρυξέλλες, συνειδητοποιώντας, επί τέλους, τα λάθη που έχουν κάνει, μέχρι τώρα, με την εμμονή τους στην αντιαναπτυξιακή λιτότητα και την αυστηρή νομισματική και δημοσιονομική πολιτική, που οδηγούν την Ευρωζώνη σε παρατεταμένη στασιμότητα, απομακρύνοντάς την, συνεχώς, από το όραμα και τους στόχους των ιδρυτών της.

Αντί αυτού, στα γενικότερα αναπτυξιακά «φρένα», που αντιμετωπίζει πλέον ο κοινοτικός χώρος, έρχεται να προστεθεί και η υφεσιακού χαρακτήρα, συνταγή της αυστηρής δημοσιονομικής, πειθαρχίας και της γενικότερης μείωσης των κρατικών δαπανών.

Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να επισημανθεί ότι, βασικό στοιχείο των νέων ρυθμίσεων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, αποτελεί η προσπάθεια μεταφοράς της «ιδιοκτησίας» των μέτρων δημοσιονομικής εξισορρόπησης, από το Διευθυντήριο των Βρυξελλών, στα ίδια τα κράτη-μέλη.

Για το σκοπό αυτό, προβλέπεται, ότι κάθε μέλος έχει την ευθύνη κατάρτισης ενός μεσοπρόθεσμου αναπτυξιακού σχεδίου, με στόχους, τη μείωση του δημόσιου χρέους του, κάτω από το 60% του Α.Ε.Π. του ή τη διατήρησή του, σε «εύλογή» καθοδική πορεία και τον περιορισμό των κρατικών ελλειμάτων, σε επίπεδα κάτω του 3%, του Α.Ε.Π. του, που τα εθνικά αυτά σχέδια, θα εξετάζονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και θα εγκρίνονται από το Συμβούλιο της Ε.Ε.

Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι, η λιτότητα επανέρχεται στην Ε.Ε., καθώς επίσης η νέα κατεύθυνση του Συμβουλίου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, δεν υφίσταται της αρχικής του θέσης, χωρίς να καινοτομεί αναπτυξιακά, για την ανατροπή τω παθογενειών του.

Αποτελεί δε, κοινό τόπο ότι, το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, πλέον, «πνίγει» τα ασθενέστερα κοινοτικά μέλη, στερώντας τους τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσουν αναπτυξιακές υποδομές, υποχρεώνοντάς τους έτσι, να συγκεντρώνουν σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα, για τη μείωση του χρέους τους.

Οι τελευταίες δηλώσεις του Γάλλου Προέδρου Εμ. Μακρόν, λίγες ημέρες από τις πρόσφατες Ευρωεκλογές, είναι ενδεικτικές των κινδύνων που αντιμετωπίζει το ευρωπαϊκό όραμα: «…Η Ευρώπη μπορεί να πεθάνει εάν πάρουμε λάθος αποφάσεις, καθώς, σήμερα, βιώνουμε μια κομβική στιγμή, με διακύβευμα την ειρήνη, την ευημερία και τη δημοκρατία…».

Κατόπιν τούτων, εκτιμούμε πως, επιβάλλεται, βέβαια, μια περαιτέρω, κατά το δυνατόν, μείωση των ελαστικών κρατικών δαπανών, όμως, και κυρίως, θεωρείται αναγκαία, όσο ποτέ άλλοτε, μια περισσότερο σθεναρή, κοινή και δίκαιη, αντίδραση, από μέρους των ασθενέστερων, οικονομικά, κρατών μελών της Ε.Ε., αφού χωρίς ουσιαστική ενδοκοινοτική αλληλεγγύη, τελικά, το όραμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, θα συνεχίσει, ατυχώς, να χάνει την αρχική του ελκυστικότητα και διαρκώς θα πληθαίνουν οι ευρωσκεπτικιστές.