Οι προοπτικές στην ελληνική οικονομία αναβαθμίστηκαν από τον οίκο πιστοληπτικής αξιολόγησης DBRS, ο οποίος διέκρινε θετικά στοιχεία, τη στιγμή που η ακρίβεια πλήττει μεγάλο μέρος της αγοράς.

Αναλύοντας σε σχετική έκθεση το σκεπτικό του, ξεκαθάρισε πως ο τραπεζικός τομέας πιθανόν θα συνεχίσει να έχει καλή κερδοφορία, να περιορίζει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) και να μειώνει τις αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις.

Ο ισχυρός δεσμός των τραπεζών με την κυβέρνηση από το παρελθόν έχει επίσης υποχωρήσει ως αποτέλεσμα της απόφασης της κυβέρνησης να πουλήσει μεγάλα πακέτα μετοχών της σε συστημικές τράπεζες.

Επιπλέον, τα υγιή και αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, σε συνδυασμό με την υγιή ονομαστική ανάπτυξη, θα διευκολύνουν την περαιτέρω σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ, το οποίο αναμένεται να μειωθεί κάτω από το 140% έως το 2027 από 161,9% το 2023.

Επίσης, η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων παραμένει σε καλό δρόμο, η οποία, μαζί με τις υψηλότερες επενδύσεις που υποστηρίζονται από πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), αναμένεται να αυξήσει το δυνητικό ΑΕΠ και να καταστήσει την ανάπτυξη της χώρας πιο αυτοδύναμη.

Σύμφωνα με τον οίκο, από το 2021, η Ελλάδα έχει υψηλότερη ανάπτυξη από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και αυτό είναι πιθανό να συνεχιστεί και τα επόμενα δύο χρόνια, αναφέρει ο οίκος. Το ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί περισσότερο από 2% τόσο το 2024 όσο και το 2025.

Η χώρα λοιπόν, συνεχίζει να σημειώνει πρόοδο όσον αφορά την υλοποίηση του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, αναφέρει ο DBRS, το οποίο αναμένεται να βελτιώσει το επιχειρηματικό περιβάλλον της χώρας, να ενισχύσει την παραγωγικότητα και να συμβάλει στη μείωση του επενδυτικού χάσματος με τις άλλες χώρες στη ζώνη του ευρώ.

Οι σημαντικοί πόροι της ΕΕ παρέχουν κίνητρα για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη, ενώ παράλληλα υποστηρίζουν τις επενδύσεις με κεφάλαια που διοχετεύονται επίσης μέσω του ενισχυμένου τραπεζικού συστήματος.

Επιπλέον, σημείωσε πως υπάρχει ισχυρή πολιτική δέσμευση για τη διατήρηση μιας συνετής δημοσιονομικής στρατηγικής, η οποία αντικατοπτρίζεται στην ταχεία βελτίωση του πρωτογενούς πλεονάσματος παρά τα πολλαπλά σοκ που αντιμετώπισε η οικονομία από το 2020 και μετά.