Τον κώδωνα του κινδύνου αναφορικά με τις δασικές πυρκαγιές που όπως τονίζουν θα παρουσιάσουν τις επόμενες δεκαετίας ραγδαία αύξηση λόγω της κλιματικής αλλαγής κρούουν τα Ηνωμένα Έθνη.
«Οι κυβερνήσεις είναι ελλιπώς προετοιμασμένες για τους θανάτους και τις καταστροφές που τις συνοδεύουν» προειδοποίησαν.
Ακόμη και οι πιο φιλόδοξες προσπάθειες για τον περιορισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου δεν θα αποτρέψουν μια δραματική αύξηση της συχνότητας των πυρκαγιών, όπως κατέληξε μια έκθεση που παρήγγειλε το Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών (UNEP).
«Μέχρι το τέλος του αιώνα, η πιθανότητα να συμβαίνουν σε έναν δεδομένο χρόνο πυρκαγιές παρόμοιες με εκείνες του Μαύρου Καλοκαιριού στην Αυστραλία (2019–2020) ή με τις μεγάλες φωτιές στην Αρκτική το 2020 είναι πιθανό να αυξηθεί 30% μέχρι το τέλος του 2050 και 50% μέχρι το τέλος του αιώνα» αναφέρεται στη σχετική έκθεση των Ηνωμένων Εθνών όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Η υπερθέρμανση του πλανήτη μετατρέπει τοπία σε πυριτιδαποθήκες και τα πιο ακραία καιρικά φαινόμενα συνεπάγονται σφοδρότερους, ζεστότερους και υγρότερους ανέμους που ενισχύουν τις φλόγες. Τέτοιες δασικές πυρκαγιές σημειώνονται εκεί όπου πάντα σημειώνονταν και πλέον καίγονται περιοχές που στο παρελθόν δεν ήταν ευάλωτες σε πυρκαγιές, όπως η αρκτική τούνδρα και το δάσος του Αμαζονίου.
Οι επιπτώσεις από τις φωτιές είναι πρωτοφανείς και μακροπρόθεσμες
«Οι επιπτώσεις στον πληθυσμό -από κοινωνικής πλευράς αλλά και για την σωματική και ψυχολογική του υγεία- είναι πρωτοφανείς και μακροπρόθεσμες», είπε κατά την ενημέρωση των δημοσιογράφων ένας από τους συγγραφείς της έκθεσης και ειδικός στη διαχείριση δασικών πυρκαγιών του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών.
Μεγάλες πυρκαγιές, που μπορεί να μαίνονται ανεξέλεγκτες επί ημέρες και εβδομάδες, προκαλούν αναπνευστικά και καρδιακά προβλήματα, ειδικά για τους ηλικιωμένους και τους πολύ νέους.
Μια πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση The Lancet συμπεραίνει ότι η έκθεση στον καπνό από τις πυρκαγιές έχει ως αποτέλεσμα, κατά μέσον όρο, να σημειώνονται περισσότεροι από 30.000 θάνατοι ετησίως σε 43 χώρες για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία.
«Έχουμε καταγράψει μεγάλη αύξηση σε πρόσφατες πυρκαγιές στη βόρεια Συρία, στη βόρεια Σιβηρία, στην ανατολική πλευρά της Αυστραλίας και στην Ινδία», εξηγεί ο Αντριου Σάλιβαν, ένας επιστήμονας της αυστραλιανής κυβέρνησης ειδικός στις πυρκαγιές και εκ των συντακτών της έκθεσης που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Την ίδια ώρα, η αργή εξαφάνιση των δροσερών και υγρών βραδιών που κάποτε βοηθούσαν στην εξασθένιση των πυρκαγιών επίσης καθιστά δυσκολότερη την κατάσβεσή τους, σύμφωνα με μια δεύτερη μελέτη που δημοσιεύτηκε την περασμένη εβδομάδα στην επιστημονική επιθεώρηση Nature.
Η έκθεση της UNEP, την οποία συνέταξαν 50 ειδικοί, κάνει έκκληση προς τις κυβερνήσεις να επανεξετάσουν τις δαπάνες για την κατάσβεση των πυρκαγιών προτείνοντας την διάθεση του 45% του προϋπολογισμού τους για την πρόληψη και την ετοιμότητα, το 34% για την διαχείριση των πυρκαγιών και το 20% για την ανάκαμψη.
Στις ΗΠΑ, μια από τις λιγοστές χώρες που υπολογίζει αυτά τα κόστη, οι οικονομικές ζημίες κυμαίνονται από 71 ως 348 δισεκατομμύρια δολάρια (63 με 307 δισεκ. ευρώ) τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με μια εκτίμηση την οποία επικαλείται η έκθεση.
Καταστροφικές για την άγρια ζωή οι μεγάλες πυρκαγιές
Οι μεγάλες πυρκαγιές μπορεί να είναι καταστροφικές και για την άγρια ζωή, οδηγώντας κάποια απειλούμενα είδη πιο κοντά στα πρόθυρα της εξαφάνισης.
Σχεδόν τρία δισεκατομμύρια θηλαστικά, ερπετά, πουλιά και βάτραχοι σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν, για παράδειγμα, στις φονικές πυρκαγιές της Αυστραλίας του 2019-2020, όπως εκτιμούν επιστήμονες.
Επιπλέον, οι δασικές πυρκαγιές μπορούν να επιταχύνουν την κλιματική αλλαγή τροφοδοτώντας έναν φαύλο κύκλο με περισσότερες πυρκαγιές και αυξανόμενες θερμοκρασίες.
Τον περασμένο χρόνο δάση που κάηκαν εξέπεμψαν περισσότερους από 2,5 δισεκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα που συμβάλλουν στην υπερθέρμανση του πλανήτη, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο μόνο, κάτι ανάλογο με τις ετήσιες εκπομπές από κάθε ευθυνόμενη πηγή στην Ινδία, όπως ανακοίνωσε η υπηρεσία γεωεπισκόπησης της ΕΕ, Copernicus.