Για την αναγέννηση των δασών που παραδόθηκαν στην πύρινη λαίλαπα μιλάει ο ερευνητής στο Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών του Ελληνικού Γεωργικού Οργανισμού «ΔΗΜΗΤΡΑ» Δρ. Γαβριήλ Σπύρογλου. Όπως χαρακτηριστικά τονίζει οι ενέργειες για να ξαναγεννηθούν οι εν λόγω εκτάσεις πρέπει να προχωρήσουν με τους «κανόνες και νόμους που ορίζουν την ορθή και αρμονική λειτουργία της φύσης».
Πεποίθησή του είναι ότι η «Δασική Υπηρεσία θα πρέπει να αναλάβει εκ νέου τον ρόλο που είχε στην κατάσβεση των δασικών πυρκαγιών» καθώς «οι δασικές πυρκαγιές σβήνουν με τις επίγειες δυνάμεις, οι εναέριες έχουν επικουρική δράση», ενώ θεωρεί επιτακτική την ανάγκη σύστασης του Δασοπυροσβεστικού Σώματος (ΔΑΣΩ).
«Η φύση δεν εκδικείται, δεν έχει συναισθήματα, δεν είναι στη “φύση της” να το κάνει, έχει όμως κανόνες και νόμους που ορίζουν την ορθή και αρμονική λειτουργία της», λέει χαρακτηριστικά ο κ. Σπύρογλου στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, αναφέροντας ότι τα δάση με κύρια είδη την χαλέπιο και την τραχεία πεύκη που κάηκαν φέτος αλλά και αυτά που καίγονται κάθε χρόνο, έχουν αναπτύξει μέσα από τους αιώνες της διαρκούς εξέλιξής τους έναν μηχανισμό προσαρμογής για την επιβίωσή τους ύστερα από βίαια φαινόμενα, όπως μια πυρκαγιά.
«Έχουν την ικανότητα να κρατούν κλειστά κουκουνάρια με γόνιμους και φυτρώσιμους σπόρους για πολλά χρόνια επάνω στα κλαδιά τους. Όταν μεγαλώσουν αρκετά και είναι πάνω από 50 -60 ετών έχουν πολύ μεγάλο απόθεμα κουκουναριών. Τα κουκουνάρια αυτά, μερικές ημέρες μετά την πυρκαγιά, που τα ζεσταίνει αρκετά, αλλά δεν τα καίει ολοσχερώς, ανοίγουν και σπέρνουν μεγάλο αριθμό σπόρων, οι οποίοι μετά τις πρώτες βροχές του φθινοπώρου φυτρώνουν αμέσως σε μεγάλους πληθυσμούς- έχουν μετρηθεί περισσότερα από 70 νέα φυτά πεύκης ανά τετραγωνικό μέτρο- εξασφαλίζοντας έτσι τη φυσική του αναγέννηση και την ανανέωση του δάσους. Όλα τα υπόλοιπα πλατύφυλλα είδη που συνυπάρχουν με τα πεύκα (πουρνάρια, σχίνα, κουμαριές, φυλίκια, ασπάλαθοι κλπ) αυτά έχουν την ικανότητα να αναγεννιούνται με βλαστάρια από το ριζικό κόμβο μετά την πυρκαγιά».
Όπως εξηγεί ο κ. Σπύρογλου, τα δάση χαλεπίου και τραχείας πεύκης που καίγονται και είναι 50 ετών και άνω, έχουν την ικανότητα να αναγεννηθούν φυσικά από σπόρους που διατηρούν στα κλειστά κουκουνάρια τους.
«Η δασική υπηρεσία έχει τη γνώση και την εμπειρία να προστατέψει και να επέμβει όπου χρειάζεται είτε με άμεσα τεχνικά έργα για την προστασία από τη διάβρωση ή προστασία από τη βόσκηση ή τεχνητή αναδάσωση ώστε να εξασφαλισθεί η συνέχεια του δάσους αρκεί να είναι επαρκώς στελεχωμένη, απαλλαγμένη από θλιβερές διοικητικές γραφειοκρατικές διαδικασίες και ενισχυμένη με τους απαραίτητους πόρους ώστε να μπορεί να επιτελέσει απρόσκοπτα το έργο της».
Διευκρινίζει δε ότι η έκφραση «κηρύσσεται η καμένη έκταση αναδασωτέα», είναι νομική και σημαίνει ότι «το δάσος που κάηκε προστατεύεται από αλλαγές χρήσης γης και επιτηρείται από τη Δασική Υπηρεσία για την εξέλιξη της φυσικής αναγέννησης».
Τεχνητή αναδάσωση μόνο στα «νεότερα» δάση
Η φυσική αναγέννηση των πεύκων ωστόσο, δεν είναι εξασφαλισμένη στα πευκοδάση που κάηκαν, αναγεννήθηκαν φυσικά και ξανακάηκαν τα τελευταία 15-20 χρόνια κι εκεί η Δασική υπηρεσία πρέπει να επέμβει με τεχνητή αναδάσωση.
«Η συχνότητα με την οποία αυτού του τύπου τα δάση καιγόντουσαν πριν την έντονη δραστηριότητα του ανθρώπου μέσα στα δάση και πριν η γη αποκτήσει τόσο μεγάλη αξία, ήταν κάθε 100 με 150 χρόνια. Σήμερα έχουμε καταφέρει να μειώσουμε αυτή την συχνότητα στα 25 χρόνια με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να χαθεί αυτός ο μηχανισμός προσαρμογής τους».
Το παράδειγμα του Σέιχ-Σου που κάηκε και αναγεννήθηκε
Όπως λέει ο κ. Σπύρογλου, το δάσος μετά την πυρκαγιά το 1997, αναγεννήθηκε πλήρως, ιδιαίτερα στις βόρειες- βορειοδυτικές του πλευρές.
«Εκεί όπου έγιναν επεμβάσεις με τεχνητή αναδάσωση επρόκειτο για μέρη που λόγω των κλίσεων και του μικροκλίματος, απέτυχε η φυσική αναγέννηση του δάσους. Σήμερα, 24 χρόνια μετά τη μεγάλη πυρκαγιά, έχουμε ένα νεαρό δάσος πεύκης, το οποίο χρειάζεται επειγόντως καλλιέργεια και διαχείριση γενικότερα, όπως και όλα τα δάση που έχουν αναγεννηθεί μετά από πυρκαγιά, ώστε να αναπτύσσεται ικανοποιητικά παρέχοντας τις υπηρεσίες του στους πολίτες και να είναι προστατευμένο, στο μέτρο του δυνατού, από επιδρομές εντόμων και πυρκαγιές, από βιοτικούς και αβιοτικούς παράγοντες με άλλα λόγια».
Λάθος η μεταφορά της δασοπυρόσβεσης στην Πυροσβεστική
Πολύτιμο «μάθημα» που προέκυψε από την πυρκαγιά στο Σέιχ-Σου είναι, σύμφωνα με τον κ. Σπύρογλου, ότι ήταν λάθος η μεταφορά, την επόμενη χρονιά, της ευθύνης της δασοπυρόσβεσης από τη Δασική Υπηρεσία στην Πυροσβεστική.
«Ήταν πολιτικό λάθος στρατηγικής σημασίας. Ο λόγος είναι ο εξής: ο δασάρχης της κάθε περιοχής όπως και όλοι οι υπηρετούντες στη Δασική Υπηρεσία, γνωρίζουν πολύ καλά την περιοχή ευθύνης τους, που είναι το δάσος, γνωρίζουν τους δασικούς δρόμους και το ανάγλυφο της περιοχής. Μπορούν και κινητοποιούν εύκολα δασικούς συνεταιρισμούς υλοτόμων, ρητηνοκαλλιεργητών, ελεύθερων επαγγελματιών με μηχανήματα έργου που μπορούν να βοηθήσουν στην επίγεια κατάσβεση της πυρκαγιάς. Κάθε χρόνο, στα κατά τόπους δασαρχεία, προσλαμβανόταν εποχιακό προσωπικό που είχε αντικείμενο τη δασοπυρόσβεση. Το προσωπικό αυτό, λόγω της εντοπιότητας, γνώριζε λεπτομερώς το δάσος και τους δασικούς δρόμους. Αντίθετα, οι υπηρετούντες πυροσβέστες, ακόμη και με πτυχίο δασολογίας, δεν έχουν γνώση όλων των παραπάνω και δεν ξέρουν πώς να κινηθούν μέσα στο δάσος» συμπληρώνει.
Ο κ. Σπύρογλου τονίζει ότι η Δασική Υπηρεσία δεν έπρεπε να απαλλαχθεί από την επιχειρησιακή ευθύνη της κατάσβεσης των δασικών πυρκαγιών, «διότι αυτές συμβαίνουν ακριβώς μέσα στο χώρο της περιοχής ευθύνης της». «Αυτό», συνεχίζει, «είχε ως αποτέλεσμα να έχουν αυξηθεί από το 1998 μέχρι σήμερα και η έκταση των καμένων δασών και οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές και περιουσίες».
«Ο πόλεμος κατακτιέται με το πεζικό»
Παίρνοντας θέση στον ρόλο της κλιματικής αλλαγής στην εξάπλωση των δασικών πυρκαγιών, ο ερευνητής στο Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών ξεκαθαρίζει ότι «το κλίμα είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της σταθερότητας για όλη τη βιόσφαιρα του πλανήτη, είναι δυναμικό και αλλάζει συνέχεια».
«Οι ανθρώπινες δραστηριότητες που αντλούν ενέργεια από τα ορυκτά καύσιμα έχουν αρχίσει να επηρεάζουν αυτή την αλλαγή προς το χειρότερο με αποτέλεσμα το κλίμα, λόγω της ανόδου της παγκόσμιας θερμοκρασίας, να γίνεται πιο δυναμικό και με όλο και συχνότερα φαινόμενα μεγάλων περιόδων ξηρασίας και υψηλής θερμοκρασίας, δυνατών κυκλώνων και πλημμυρών. Αυτό έχει επιπτώσεις για τον ανθρώπινο πολιτισμό αλλά και για τα φυσικά οικοσυστήματα του πλανήτη στο χρονικό ορίζοντα που αντιλαμβανόμαστε ως άνθρωποι. Πρέπει να αλλάξει ο τρόπος που διαχειριζόμαστε την ενέργεια προσαρμόζοντας τα διαχειριστικά μέτρα για την πρόληψη και την καταστολή των πυρκαγιών στις νέες συνθήκες που δημιουργεί η κλιματική αλλαγή», σημειώνει ο κ. Σπύρογλου.
Για τον ίδιο, η αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών περιλαμβάνει δυο πυλώνες, την πρόληψη και την καταστολή, ενώ είναι αναγκαίο, η Δασική Υπηρεσία να αναλάβει ξανά τον ρόλο που είχε στην κατάσβεση των δασικών πυρκαγιών και να συσταθεί το Δασοπυροσβεστικό Σώμα (ΔΑΣΩ).
«Πρόκειται για αίτημα της Δασικής Υπηρεσίας εδώ και χρόνια που πρέπει να γίνει με στελέχωση του ΔΑΣΩ με μόνιμο προσωπικό υπό την εποπτεία της Δασικής Υπηρεσίας. Τους καλοκαιρινούς μήνες θα απασχολείται με την πυροφυλακή και την κατάσβεση των πυρκαγιών και τους χειμερινούς μήνες, με τις εργασίες πρόληψης των δασικών πυρκαγιών όπως καθαρισμούς, θρυμματισμούς κλάδων και υπολειμμάτων υλοτομιών και διασκορπισμού τους μέσα στο δάσος», τονίζει.
Πάγια θέση άλλωστε του ερευνητή είναι ότι «οι δασικές πυρκαγιές σβήνουν με τις επίγειες δυνάμεις, οι εναέριες έχουν επικουρική δράση στις επίγειες, μειώνοντας με τις ρίψεις μεγάλων ποσοτήτων νερού την ένταση της πυρκαγιάς για να είναι εφικτή η προσέγγιση από το έδαφος».
«Όπως στον πόλεμο ένας τόπος κατακτιέται με το πεζικό όσο καλή πολεμική αεροπορία και πυροβολικό να διαθέτει ένα κράτος, έτσι και οι δασικές πυρκαγιές ελέγχονται και σβήνουν από εξειδικευμένα πεζοπόρα τμήματα δασοπυροσβεστών», καταλήγει.