Το θέμα της μονογαμίας που εμφανίζεται σε ορισμένα είδη, όπως και στους ανθρώπους, έχει διχάσει την επιστημονική κοινότητα ως προς τις αιτίες καθιέρωσής της.
Τη διαμάχη έρχονται τώρα να αναζωπυρώσουν δύο νέες επιστημονικές έρευνες, οι οποίες καταλήγουν σε διαφορετικά συμπεράσματα. Σύμφωνα με την πρώτη, η μονογαμία εξελίχτηκε για την προστασία των μωρών από ανταγωνιστικά ενήλικα αρσενικά που μπορεί να τα φόνευαν. Από την άλλη, η δεύτερη μελέτη προτείνει ότι τα μόνιμα ζευγάρια εμφανίστηκαν για την προστασία των θηλυκών συντρόφων από αρσενικούς ανταγωνιστές.
Για την πραγματοποίηση της πρώτης μελέτης, οι ερευνητές με επικεφαλής τον ανθρωπολόγο Κρίστοφερ Όπι του University College του Λονδίνου, μελέτησαν τις ρίζες της μονογαμίας σε 230 είδη πρωτευόντων θηλαστικών (μαϊμούδων και πιθήκων) σε βάθος 75 εκατ. ετών. Αφού συνέλεξαν στοιχεία για τη συμπεριφορά των δύο φύλων, εκτέλεσαν εξελικτικές προσομοιώσεις σε ηλεκτρονικό υπολογιστή.
Το τελικό συμπέρασμα ήταν ότι η κυριότερη αιτία για την εμφάνιση της κοινωνικής μονογαμίας υπήρξε η προσπάθεια αποφυγής της βρεφοκτονίας από άλλα αρσενικά, τα οποία θέλουν να εξαφανίσουν τα παιδιά των ανταγωνιστών, ώστε να κάνουν τα δικά τους.
Για τη δεύτερη μελέτης οι ερευνητές με επικεφαλής τους ζωολόγους Τιμ Κλάτον- Μπροκ και Ντίτερ Λούκας του πανεπιστημίου Κέμπριτζ, μελέτησαν το εξελικτικό δέντρο περίπου 2.500 ειδών θηλαστικών (όχι μόνο πρωτευόντων), ανατρέχοντας σε βάθος 170 εκατ. ετών στο παρελθόν. Στη συνέχεια πραγματοποίησαν προσομοιώσεις σε υπολογιστή.
Έτσι, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι επειδή τα θηλαστικά ανέπτυσσαν εχθρότητα μεταξύ τους και έτσι εξαπλώνονταν γεωγραφικά σε μια πολύ μεγάλη περιοχή, τα αρσενικά, αδυνατώντας να έχουν πολλαπλούς συντρόφους, εξωθήθηκαν να προστατεύσουν το μοναδικό ταίρι τους και έτσι να καθιερώσουν μονογαμικές σχέσεις, προκειμένου να εξασφαλίσουν από τη συγκεκριμένη θηλυκή σύντροφο το μέγιστο δυνατό αριθμό απογόνων.
Αντίθετα με την πρώτη μελέτη, η δεύτερη υποστηρίζει ότι η προστασία του βρέφους από ανταγωνιστικά αρσενικά δεν έπαιξε ρόλο στην ανάδυση της μονογαμίας, την οποία πιο πρόσφατα ενστερνίσθηκαν και οι άνθρωποι.
Οι δύο ομάδες ερευνητών επαίνεσαν η μία τα διαφορετικά συμπεράσματα της άλλης και συμφώνησαν ότι πλέον πρέπει να προσπαθήσουν να βρουν κοινό έδαφος, καθώς, μεταξύ άλλων, χρησιμοποιούν διαφορετικές μεθόδους στατιστικής ανάλυσης και διαφορετικό δείγμα ειδών. Πάντως, διάφοροι τρίτοι επιστήμονες, που ρωτήθηκαν σχετικά, φάνηκαν να τάσσονται μάλλον υπέρ της δεύτερης άποψης των Τιμ Κλάτον- Μπροκ και Ντίτερ Λούκας.
Στη φύση υπάρχουν πρωτεύοντα θηλαστικά όπως οι ταμαρίνοι της Βραζιλίας, που εντυπωσιάζουν με τη μονογαμία τους, καθώς δημιουργούν ζευγάρια αποκλειστικών συντρόφων εφ’ όρου ζωής και από κοινού ανατρέφουν τους απογόνους τους. Οι βιολόγοι εκτιμούν ότι σχεδόν ένα στα δέκα είδη θηλαστικών (το 9%) ακολουθεί ένα μονογαμικό τρόπο ζωής (μεταξύ άλλων τρωκτικά, τσακάλια, λύκοι κ.α.), ποσοστό που αυξάνει στο 25% μεταξύ των πιθήκων, ενώ η μονογαμία είναι διαδεδομένη και στα πουλιά.
Αυτή η τάση για κοινωνική μονογαμία είναι μάλλον δυσεξήγητη από εξελικτική σκοπιά, αν δεχτεί κανείς ότι μια πιο παραγωγική αναπαραγωγική στρατηγική θα ήταν, ιδίως για τα αρσενικά, να περνάνε την ώρα τους αναζητώντας συνεχώς διαφορετικά θηλυκά για να κάνουν όσο γίνεται περισσότερους απογόνους. Όπως τονίζει ο Ντ. Λούκας, «η μονογαμία αποτελεί πρόβλημα. Γιατί να θέλει ένα αρσενικό να προσκολληθεί σε ένα μόνο θηλυκό;»
Είναι αξιοσημείωτο ότι στη φύση υπάρχουν είδη, όπως οι πίθηκοι γίββωνες και οι κύκνοι, που είναι πολύ πιο αυστηρά μονογαμικοί από ό,τι οι άνθρωποι. Γι’ αυτό, όσον αφορά την εμφάνιση της μονογαμίας στους ανθρώπους, οι ερευνητές εξέφρασαν την επιφύλαξή τους. Όπως είπε ο Όπι, «οι άνθρωποι είναι ασυνήθιστοι, επειδή έχουν αναπτύξει πολιτισμό και αυτό αλλάζει τα πράγματα».