Φύκια που τρώνε… σίδερα και επιπλέουν στους ωκεανούς, απορροφώντας παράλληλα πλεονάζον διοξείδιο του άνθρακα από τον αέρα, θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα ακόμα «έξυπνο» (αν και επίμαχο) όπλο στον αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής.
Για πρώτη φορά μία διεθνής επιστημονική έρευνα έδειξε ότι ο άνθρακας του διοξειδίου μπορεί να «θαφτεί» στα βάθη των θαλασσών με την ενδιάμεση βοήθεια που παρέχει το φυτοπλαγκτόν, το οποίο, από τη μία, βρίσκει…νόστιμο τον σίδηρο, τον τρώει και έτσι πολλαπλασιάζεται ραγδαία, ενώ από την άλλη, «ρουφάει» το ανθρωπογενές ατμοσφαιρικό διοξείδιο.
Η διασπορά σωματιδίων σιδήρου στους ωκεανούς του πλανήτη μας θα μπορούσε να αποτελέσει μία αποτελεσματική τεχνική κατά της υπερθέρμανσης εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, σύμφωνα με τα συμπεράσματα ενός διεθνούς πειράματος, που συμπέρανε ότι όντως είναι δυνατό με αυτό τον τρόπο να δεσμευτούν και να απορροφηθούν από τις θάλασσες μεγάλες ποσότητες πλεονάζοντος ατμοσφαιρικού διοξειδίου του άνθρακα, του κατ’ εξοχήν «αερίου του θερμοκηπίου».
Η προτεινόμενη λύση εντάσσεται στο διαφιλονικούμενο πεδίο της γεωμηχανικής (geo-engineering), που φιλοδοξεί να κάνει τολμηρές επεμβάσεις στις φυσικές διαδικασίες, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κλιματική αλλαγή. Όμως τόσο αρκετοί επιστήμονες, όσο και περιβαλλοντολόγοι, ανησυχούν για τις επιπτώσεις τέτοιων προτάσεων, αν αυτές τελικά υλοποιηθούν.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, για παράδειγμα, η γερμανική έρευνα αφήνει αναπάντητο το ερώτημα των συνεπειών των ρινισμάτων σιδήρου για τους θαλάσσιους οργανισμούς.
Οι επιστήμονες από πολλές χώρες, με επικεφαλής τον καθηγητή θαλάσσιας βιολογίας Βίκτορ Σμέτατσεκ του Ινστιτούτου Πολικών και Θαλάσσιων Ερευνών «Άλφρεντ Βέγκενερ», που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Nature», σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο, πραγματοποίησαν ένα από τα μεγαλύτερα μέχρι σήμερα πειράματα ελεγχόμενης «γονιμοποίησης» των ωκεανών, για να μελετήσουν κατά πόσο είναι εφικτό να αφαιρεθεί διοξείδιο του άνθρακα από την ατμόσφαιρα και να απορροφηθεί βαθιά στους ωκεανούς, ώστε να μετριαστεί η άνοδος της παγκόσμιας θερμοκρασίας από τη συσσώρευση των ανθρωπογενών «αερίων του θερμοκηπίου».
Οι ερευνητές σκόρπισαν στην επιφάνεια του ωκεανού μικροσκοπικά σωματίδια σιδήρου, τα οποία αποτελούν τροφή για το φυτοπλαγκτόν, τη βάση της θαλάσσιας τροφικής αλυσίδας. Καθώς τα φύκια τρέφονται με τον σίδηρο, πολλαπλασιάζονται και έτσι απορροφούν ατμοσφαιρικό διοξείδιο του άνθρακα, το οποίο χρειάζονται για τη φωτοσύνθεση που συνεχώς κάνουν.
Όταν το επιφανειακό φυτοπλαγκτόν πεθαίνει, πέφτει στο βυθό παίρνοντας μαζί του το διοξείδιο του άνθρακα που έχει ήδη δεσμεύσει. Με αυτή τη βιολογική διαδικασία, οι ωκεανοί λειτουργούν ως «αποθήκες» διοξειδίου, πιθανώς για αιώνες.
Το πείραμα, με την ονομασία EIFEX (European Iron Fertilization Experiment), ξεκίνησε το 2004 στο Νότιο Ωκεανό, στα ανοιχτά της Ανταρκτικής με τη βοήθεια του ερευνητικού σκάφους «Polarstern».
Οι ερευνητές απελευθέρωσαν επτά τόνους σωματιδίων θειικού σιδήρου (ένα εκατοστό του γραμματίου ανά τετραγωνικό μέτρο), τροφοδοτώντας έτσι μέσα σε διάστημα ενός μηνός την ανάπτυξη μιας μεγάλης έκτασης 150 τετραγωνικών χιλιομέτρων από πλαγκτόν (κυρίως μονοκύτταρα διάτομα, ένα είδος φυκιών).
Όταν οι συγκεκριμένοι κυτταρικοί οργανισμοί πέθαναν, οι περισσότεροι όντως βυθίστηκαν σε μεγάλο βάθος 3.700 μέτρων, καταλήγοντας συνήθως στο βυθό και σχηματίζοντας ένα στρώμα που αναμένεται να μείνει εκεί για πολλές εκατοντάδες χρόνια.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, οι ερευνητές επεσήμαναν ότι οι ποσότητες σιδήρου που διέσπειραν στον ωκεανό, ήσαν αναλογικά μικρότερες από εκείνες που υπάρχουν στις παράκτιες κατοικημένες περιοχές.
Όμως άλλοι επιστήμονες, όπως ο βρετανός καθηγητής Τζον Σέφερντ, εμφανίστηκαν επιφυλακτικοί αφενός για το τόσο πολύ ατμοσφαιρικό διοξείδιο και για πόσο χρονικό διάστημα θα μπορούσε στην πράξη να δεσμεύσει αυτή η τεχνική και, αφετέρου, για τις ευρύτερες επιπτώσεις της για τα θαλάσσια οικοσυστήματα.
Ο καθηγητής Σμέτατσεκ, που ήταν υπεύθυνος για το πείραμα, απάντησε ότι «έχει έρθει πια η ώρα να κάνουμε ένα διαχωρισμό: μερικές τεχνικές γεωμηχανικής είναι πιο επικίνδυνες από άλλες. Το να μην κάνουμε τίποτε, είναι πιθανώς η χειρότερη δυνατή επιλογή».
Ο ίδιος εξέφρασε την αισιοδοξία του ότι με τη συγκεκριμένη μέθοδο θα μπορούσε να «θάβεται» έως ένας γιγατόνος διοξειδίου του άνθρακα ετησίως, έναντι ετήσιων εκπομπών 8 – 9 γιγατόνων, από τους οποίους περίπου οι μισοί συσσωρεύονται στην ατμόσφαιρα. Επιπλέον, επεσήμανε ότι αυτή η τεχνική γεωμηχανικής είναι πολύ φθηνότερη από άλλες προτεινόμενες λύσεις. Πρόσθεσε πάντως πως πρέπει να γίνουν κι άλλα πειράματα για να αξιολογηθεί καλύτερα η αποτελεσματικότητα της μεθόδου.