Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι ανακάλυψαν στο Κεμπέκ του Καναδά, τα αρχαιότερα απολιθώματα μικροοργανισμών που έχουν βρεθεί στον πλανήτη μας και τα οποία έχουν ηλικία τουλάχιστον 3,77 δισεκατομμυρίων ετών.
Πρόκειται για τα ίχνη που άφησε μία από τις αρχαιότερες μορφές ζωής πάνω στη Γη.
Μικροσκοπικά ίχνη σαν νημάτια και κύλινδροι, τα οποία είχαν σχηματισθεί από τα βακτήρια που ζούσαν σε ορυκτά με σίδηρο, βρέθηκαν εγκλωβισμένα μέσα σε στρώματα χαλαζία.
Τα συγκεκριμένα ιζηματογενή πετρώματα στην περιοχή Νουβιαγκιτούκ του βορειοανατολικού Καναδά, είναι από τα αρχαιότερα στην Γη και πιθανότατα αποτελούσαν τμήμα ενός υποθαλάσσιου υδροθερμικού συστήματος, πλούσιου σε σίδηρο, το οποίο παρείχε το κατάλληλο περιβάλλον για τις πρώτες μορφές ζωής πριν από 3,77 έως 4,3 δισεκατομμύρια χρόνια.
Οι ερευνητές από πολλές χώρες (Βρετανία, ΗΠΑ, Καναδά, Αυστραλία, Νορβηγία), όπως μετέδωσε το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, με επικεφαλής τους δρες Ντομινίκ Παπινό και Μάθιου Ντοντ της Σχολής Γεωεπιστημών του University College του Λονδίνου (UCL), έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Nature».
«Η ανακάλυψη ενισχύει την ιδέα ότι η ζωή ξεπήδησε από καυτές υδροθερμικές πηγές στο βυθό των θαλασσών, λίγο μετά το σχηματισμό της Γης», δήλωσε ο Μάθιου Ντοντ. «Η ζωή στη Γη αναπτύχθηκε σε μια εποχή που τόσο η ίδια όσο και ο Άρης είχαν υγρό νερό στις επιφάνειές τους. Συνεπώς, αναμένουμε ότι θα βρούμε ενδείξεις για ζωή στον Άρη πριν από περίπου τέσσερα δισεκατομμύρια χρόνια. Αν όχι, τότε η Γη θα αποτέλεσε μια ειδική περίπτωση».
Μέχρι τώρα, ως αρχαιότερα γνωστά απολιθώματα μικροοργανισμών, ηλικίας 3,46 δισεκατομμυρίων ετών, θεωρούνταν αυτά που είχαν βρεθεί στη Δυτική Αυστραλία.
Τόσο στην Αυστραλία, όσο και στον Καναδά, η πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι επιστήμονες, είναι να βεβαιωθούν ότι τα ίχνη πάνω στα πετρώματα έχουν όντως βιολογική προέλευση, άρα αποτελούν απολιθώματα μικροοργανισμών, αφού οι τελευταίοι δεν έχουν σκελετό για να απολιθωθεί.
Στην περίπτωση του Κεμπέκ, τα μικροσκοπικά νημάτια και οι κύλινδροι έχουν γίνει από αιματίτη, μία μορφή οξείδωσης (σκουριάς) του σιδήρου. Οι ερευνητές εξέτασαν και απέρριψαν κάθε εναλλακτική μη βιολογική εξήγηση για την προέλευση αυτών των ιχνών, π.χ. να προήλθαν από μεταβολές στην θερμοκρασία και στην πίεση λόγω των γεωλογικών διαδικασιών.
Τα αρχαία αυτά ίχνη έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τα βακτήρια, που σήμερα ανακαλύπτονται γύρω από υδροθερμικές «καμινάδες» στον βυθό και τα οποία επίσης προκαλούν οξείδωση του σιδήρου.