Τουλάχιστον 687 νέους πλανήτες σε 474 πλανητικά συστήματα έχει εντοπίσει η NASA, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία από το πρόγραμμα Kepler. Μάλιστα, ένας από αυτούς τους πλανήτες παρατηρήθηκε έξω από τον γαλαξία μας, σε απόσταση 21.000 ετών φωτός μακριά από τη Γη.
Παρά την πληθώρα των ευρημάτων, οι κάτοικοι της Γης εξακολουθούν να παραμένουν «μόνοι» στο σύμπαν, ή τουλάχιστον παραμένει αναπάντητο το ερώτημα «της ζωής σε άλλον πλανήτη», εφόσον σε κανέναν από αυτούς δεν έχουν παρατηρηθεί «γήινα» χαρακτηριστικά. Ένας από τους στόχους του προγράμματος Kepler της NASA, είναι, άλλωστε να εντοπίσει κάποια μορφή ζωής στα εξωπλανητικά συστήματα.
«Μέχρι στιγμής κάτι τέτοιο φαίνεται αδύνατο, καθώς οι πλανήτες που έχουν εντοπιστεί είτε βρίσκονται πολύ κοντά στον δικό τους ήλιο, είτε πολύ μακριά, με αποτέλεσμα η υπερβολική θερμότητα και το υπερβολικό ψύχος, αντίστοιχα, να μην επιτρέπουν την ανάπτυξη κάποιας μορφής ζωής», εξηγεί ο ομότιμος καθηγητής του τμήματος Φυσικής της Σχολής Θετικών Επιστημών του ΑΠΘ Ι. Χατζηδημητρίου.
Παρ’ όλα αυτά, η επιστημονική κοινότητα αστροφυσικών, αναμένει με μεγάλη αγωνία τις ανακοινώσεις που θα κάνει η NASA σε περίπου ένα χρόνο από τώρα, καθώς αναμένεται να υποστηρίξει ότι υπάρχουν περί τους χίλιους υποψήφιους πλανήτες που φέρουν χαρακτηριστικά της δικής μας Γης. Όπως σχολιάζει ο κ. Χατζηδημητρίου ακόμη και κάτι τέτοιο δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα υπάρχουν ενδείξεις ζωής, εφόσον θα πρέπει να αναζητηθούν και άλλα χαρακτηριστικά που να υποστηρίζουν μία τέτοια θεώρηση.
Αυτή τη στιγμή, πάντως, το διαστημόπλοιο Kepler, που εκτοξεύτηκε το 2009 και περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο, συνεχίζει τις παρατηρήσεις στο σύμπαν, καθώς είναι προγραμματισμένο να μελετήσει 100.000 αστέρες, δηλαδή ήλιους του γαλαξία μας γύρω από τους οποίους στρέφονται μικρά σώματα σαν την Γη, δηλαδή πλανήτες. Ουσιαστικά, αυτό που παρατηρεί το διαστημόπλοιο, είναι η μεταβολή της λαμπρότητας των αστέρων, που πιθανώς οφείλεται στην διέλευση κάποιου πλανήτη από μπροστά του.
Και πόσο πιθανό είναι κάτι τέτοιο; «Η πιθανότητα να ανακαλύψουμε έναν γήινο πλανήτη είναι 1 προς 200» σχολιάζει ο καθηγητής, αναφερόμενος στον συγκεκριμένο τρόπο παρατήρησης. Ακόμη δυσκολότερη, σχεδόν απίθανη, θα ήταν η πιθανότητα της αποστολής για εξερεύνηση σε κάποιον από αυτούς τους πλανήτες, στο ενδεχόμενο εξεύρεσης ζωής, αφού ο πλησιέστερος αστέρας βρίσκεται 5 έτη φωτός από τη Γη.
Άσχετα από το αποτέλεσμα, το εγχείρημα αποτελεί μία τιτάνια προσπάθεια να παρατηρήσουμε τον διαστημικό μας περίγυρο, το ορατό τμήμα του οποίου αποτελεί μόνο το 5% της μάζας όλου του σύμπαντος (το 95% παραμένει αόρατο, ως σκοτεινή ύλη ή ενέργεια).
Αν μη τι άλλο, ενδεχομένως να δώσει απαντήσεις σε πιο απλά ερωτήματα, όπως στον τρόπο που δημιουργούνται τα εξωπλανητικά συστήματα ή στην εξέλιξη των αστέρων.