Ερευνητική ομάδα, με τη συμμετοχή Ελλήνων επιστημόνων, εντόπισε την παλαιότερη καταγεγραμμένη ανθρωπογενή ρύπανση από μόλυβδο στα Τενάγη Φιλίππων πριν από περίπου 5.200 χρόνια, αλλά και την πρώτη μεγάλης κλίμακας θαλάσσια ρύπανση από μόλυβδο κατά την αρχαιότητα στο Αιγαίο. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, που δημοσιεύονται στο περιοδικό «Communications Earth & Environment», οι αρχαίοι ελληνικοί και ρωμαϊκοί πολιτισμοί άφησαν έντονα το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα.
Η ερευνητική ομάδα, με επικεφαλής τον Έλληνα ερευνητή του Ινστιτούτου Γεωεπιστημών του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, δρ. Ανδρέα Κουτσοδενδρή και τη συμμετοχή του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών, εστίασε το ενδιαφέρον της στην περιοχή του Αιγαίου, όπου δημιουργήθηκαν μερικοί από τους πρώτους αρχαίους ευρωπαϊκούς πολιτισμούς.
Οι επιστήμονες μελέτησαν 14 πυρήνες θαλάσσιων ιζημάτων που είχαν συλλεγεί μεταξύ του 2001 και του 2021 από τον πυθμένα και τις ακτογραμμές του Αιγαίου Πελάγους και έναν πυρήνα ιζήματος από τα Τενάγη Φιλίππων. Στη συνέχεια διερεύνησαν τη χημική σύσταση και τη γύρη φυτών στα ιζήματα με στόχο να διαπιστώσουν πώς τα οικοσυστήματα του αιγαιακού χώρου επηρεάστηκαν από τις κοινωνικές και πολιτιστικές αλλαγές σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους.
Στον πυρήνα του ιζήματος από τα Τενάγη Φιλίππων οι ερευνητές εντόπισαν το παλαιότερο καταγεγραμμένο σήμα συνεχούς ανθρωπογενούς ρύπανσης από μόλυβδο, που χρονολογείται πριν από περίπου 5.200 χρόνια, στην εποχή του Χαλκού. Μπορεί να ήταν γνωστό στους αρχαιολόγους ότι η μεταλλουργική δραστηριότητα στα νότια Βαλκάνια ξεκινάει περίπου 7.000 χρόνια πριν από σήμερα, ωστόσο το συγκεκριμένο εύρημα είναι το παλαιότερο καταγεγραμμένο και μάλιστα χρονολογείται περίπου 1.200 χρόνια νωρίτερα από την προηγούμενη εντοπισμένη ρύπανση από μόλυβδο στη βαλκανική χερσόνησο.
«Δεν επιλέξαμε τυχαία τα Τενάγη Φιλίππων. Ξέρουμε από τους αρχαιολόγους ότι στην ευρύτερη περιοχή του βόρειου Αιγαίου εντοπίζεται πρώιμη μεταλλουργική δραστηριότητα. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στα Τενάγη Φιλίππων έχουμε έναν από τους πιο σημαντικούς νεολιθικούς οικισμούς στην Ελλάδα, το Ντικιλί-Τας, ενώ στο Παγγαίο ξέρουμε ότι υπάρχουν μεγάλα κοιτάσματα ασημιού και χρυσού και γίνονταν εξορύξεις κατά την αρχαιότητα», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Ανδρέας Κουτσοδενδρής.
Τα ευρήματα ήταν εντυπωσιακά και κατά τη μελέτη των πυρήνων θαλάσσιων ιζημάτων: εντοπίστηκε αυξημένη ρύπανση από μόλυβδο πριν από περίπου 2.150 χρόνια, η οποία, όπως επισημαίνει ο κ. Κουτσοδενδρής, αποτελεί «την πρώτη καταγεγραμμένη μεγάλης κλίμακας θαλάσσια ρύπανση από μόλυβδο κατά την αρχαιότητα». Την ίδια εποχή μεγάλη ρύπανση διαπιστώνεται και πάλι στα Τενάγη Φιλίππων. Η χρονική αυτή περίοδος συμπίπτει με την επέκταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την επακόλουθη αύξηση της εξόρυξης χρυσού, αργύρου και άλλων μετάλλων. Ο καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, Γιόζεφ Μαράν, ο οποίος συμμετείχε στην έρευνα, επισημαίνει ότι «οι αλλαγές συμπίπτουν με την κατάκτηση της ελληνιστικής Ελλάδας από τους Ρωμαίους, οι οποίοι στη συνέχεια διεκδίκησαν για τους εαυτούς τους τον πλούτο των πόρων της περιοχής».
Η μελέτη του μολύβδου αποτέλεσε τελικά στην έρευνα το μέσο ανασύνθεσης των κοινωνικοοικονομικών αλλαγών στο Αιγαίο κατά την αρχαιότητα. Ο κ. Κουτσοδενδρής περιγράφει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Από την εποχή του Χαλκού έχουμε ρύπανση στην περιοχή του Αιγαίου και η ρύπανση αυτή στο θαλάσσιο περιβάλλον φαίνεται ξεκάθαρα στα 2.150 χρόνια πριν από σήμερα, όταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία επεκτείνεται προς την Ανατολή και κατακτάει την αρχαία Ελλάδα και οι Ρωμαίοι συνεχίζουν την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Αυτή η εκμετάλλευση συνεχίζεται και κατά τη διάρκεια της βυζαντινής εποχής και όσον αφορά στον χώρο του Αιγαίου βλέπουμε στην ουσία μείωση του μολύβδου κατά τους χρόνους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το οποίο πάλι δείχνει κοινωνικές αλλαγές, γιατί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το οικονομικό κέντρο μεταφέρεται αλλού και ενώ στην Ελλάδα η ρύπανση από μόλυβδο μειώνεται, σε άλλες περιοχές της Ευρώπης αυξάνεται».
Σημαντικό εργαλείο έρευνας αποτέλεσε και η μελέτη της γύρης που περιέχεται στους πυρήνες των ιζημάτων. «Ο λόγος που μελετήσαμε τη γύρη είναι γιατί μεταφέρεται σε σχετικά μεγάλες αποστάσεις, σε κάποιες δεκάδες χιλιόμετρα. Και αυτό για εμάς ήταν σημαντικό γιατί δεν θέλαμε να δούμε μόνο μια τοπική περιβαλλοντική αλλαγή, αλλά να έχουμε μια ευρύτερη εικόνα του τι γίνεται στο Αιγαίο και πότε συμβαίνουν ευρύτερες αλλαγές», υπογραμμίζει ο Έλληνας ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης.
Με τη βοήθεια της γύρης οι επιστήμονες μπόρεσαν να ανασυνθέσουν την ανάπτυξη της βλάστησης στην περιοχή του Αιγαίου. Εντόπισαν ότι η αυξημένη συγκέντρωση μολύβδου πριν από 2.150 χρόνια στη στεριά και στη θάλασσα συνοδεύτηκε από έντονη αποψίλωση των δασών κυρίως στα χαμηλά υψόμετρα και αύξηση των καλλιεργειών. «Τα συνδυασμένα δεδομένα για τη μόλυνση από μόλυβδο και την ανάπτυξη της βλάστησης δείχνουν πότε έλαβε χώρα η μετάβαση από τις αγροτικές στις νομισματικές κοινωνίες και πώς αυτό επηρέασε το περιβάλλον», σημειώνει ο καθηγητής Γιοργκ Προς, ερευνητής Παλαιοκλιματολογίας στο Ινστιτούτο Γεωεπιστημών του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης.
«Εμείς στην ουσία προτείνουμε ότι πριν από 2.150 χρόνια έχουμε μια μεγάλη αλλαγή στα οικοσυστήματα, εξαιτίας της ανθρώπινης παρέμβασης, και από εκείνο το σημείο και μετά μπαίνουμε σε μια τελείως διαφορετική κατάσταση στο φυσικό περιβάλλον, με τον άνθρωπο πλέον να το καθορίζει. Δηλαδή, συνεχίζεται η ανθρώπινη επέμβαση με αμείωτο ρυθμό, ενώ νωρίτερα, κατά την εποχή του Χαλκού υπάρχει επέμβαση, αλλά είναι κυρίως τοπικού χαρακτήρα και αν σταματούσε η εκμετάλλευση μιας περιοχής, τα δάση θα μπορούσαν δυνητικά να επιστρέψουν στα προγενέστερα φυσικά επίπεδα», συμπληρώνει ο κ. Κουτσοδενδρής στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Επόμενο «στοίχημα» της ερευνητικής ομάδας είναι μελετώντας τη διαφορετική γεωχημική υπογραφή του κάθε ευρήματος μολύβδου να εντοπίσει από ποια περιοχή προέρχεται η ρύπανση, οπότε να διαπιστώσει τη μετακίνηση των οικονομικών κέντρων της αρχαιότητας. Επίσης, ένα ερώτημα που θα επιχειρήσουν να απαντήσουν είναι το κατά πόσο η ρύπανση αυτή επηρέασε την τροφική αλυσίδα στο θαλάσσιο περιβάλλον.
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση: εδώ