Ως ένας από τους «μεγαλύτερους εκπροσώπους του πολιτικού κινηματογράφου και της κοινωνικής καταγγελίας των τελευταίων 50 χρόνων», όπως τον προλόγισε πρόσφατα το κινηματογραφικό φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν, ο Κώστας Γαβράς παραμένει ένα σημαντικό και υπολογίσιμο μέγεθος του παγκόσμιου σινεμά.
Με τις 20 σχεδόν ταινίες που έχει στο ενεργητικό του στηλίτευσε δικτατορίες, πολιτικούς διωγμούς, κάθε είδους ρατσισμό, αποκλεισμό και καταπίεση, ακόμα και τις μεθοδεύσεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τα παιχνίδια των ισχυρών σε βάρος των αδυνάτων.
«Το πιο επαναστατικό πράγμα είναι να απευθυνθείς στο ευρύτερο κοινό, κάνοντας όσο το δυνατόν λιγότερους συμβιβασμούς», έλεγε ο ίδιος για το πάντα μάχιμο και πολεμικό σινεμά του, μια αντισυμβατική ματιά που φέρνει το πολιτικό σε πρώτο επίπεδο.
Ήδη από το ντεμπούτο του το 1965 με το «Διαμέρισμα Δολοφόνων», ο Γαβράς μπήκε αμέσως στα μεγάλα σαλόνια της διεθνούς κινηματογραφίας. Κανείς δεν περίμενε βέβαια τη συνέχεια, όταν θα γινόταν η ίδια η εμπροσθοφυλακή του πολιτικού σινεμά αιχμής, μια θέση που δεν εγκατέλειψε ποτέ.
Ο Γαβράς των δύο Όσκαρ, του Χρυσού Φοίνικα στις Κάννες και της Χρυσής βερολινέζικης Άρκτου (για το «Μουσικό Κουτί» του 1989) λίγες συστάσεις χρειάζεται σε οικουμενικό επίπεδο.
Το μόνο που θα χρειαζόταν ενδεχομένως μια επανασύσταση σήμερα είναι οι παλιότερες ταινίες του, αυτές που τον έβαλαν στο κάδρο του μεγάλου πολιτικού σινεμά.
Σήμερα, 50 χρόνια μετά το εμβληματικό και διαχρονικά επίκαιρο «Ζ» του, που έκανε την κινηματογραφόφιλη ανθρωπότητα να υποκλιθεί όχι μόνο στο ταλέντο του, αλλά και στην καλλιτεχνική του τόλμη…
Το ορόσημο του είδους «πολιτικό σινεμά» βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Βασίλη Βασιλικού για τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη. Η γαλλο-αλγερινή ταινία με τον Ιβ Μοντάν, τον Ζαν-Λουί Τρεντινιάν και την Ειρήνη Παππά παραμένει εμβληματική με σκηνές κινηματογραφικής ανθολογίας, αυθεντικό σασπένς και ένα εξαίσιο μείγμα σκοτεινιάς και σάτιρας.
Το φιλμ λειτουργεί και ως ζοφερή υπόμνηση για το πώς οι κυβερνητικές πλεκτάνες οδηγούν τα έθνη σε μεγάλες περιπέτειες. Βαρύ πολιτικό θρίλερ, δεν φέρει μέσα του μόνο την ιστορική μνήμη ενός λαού, αλλά είναι και μια διαχρονική ντουντούκα για μη εφησυχασμό.
Στα «ψιλά» της ιστορίας, ο Γαβράς διάβασε το «Ζ» (1966) επιστρέφοντας στο Παρίσι από την Αθήνα λίγες μέρες πριν από το Απριλιανό Πραξικόπημα. Θέλησε να το μεταφέρει στο σινεμά για να καταστήσει σαφές και γνωστό σε όλους το δράμα που περνούσε η ελληνική κοινωνία στενάζοντας κάτω από τη Χούντα των Συνταγματαρχών.
Οι βραβεύσεις έπεσαν βροχή: Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στις Κάννες για τον Γαβρά και Βραβείο Ηθοποιού για τον Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας (για την παραγωγό χώρα Αλγερία) και Όσκαρ Μοντάζ στην απονομή του 1970 (μεταξύ 5 υποψηφιοτήτων), Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξένης Ταινίας και πολλά μα πολλά ακόμα…
Τζακ Λέμον και Σίσι Σπέισεκ επιστρατεύτηκαν στην αναζήτηση ενός αγνοούμενου Αμερικανού στη Χιλή, μια αναζήτηση που θα αποκαλύψει την άβολη αλήθεια της εμπλοκής των ΗΠΑ στο στρατιωτικό πραξικόπημα της χώρας. Άλλο ένα κορυφαίο πολιτικό θρίλερ που ακροβατεί ιδανικά μεταξύ πολιτικού και θρίλερ, έχει ένα γεμάτο ανατροπές σενάριο που σπανίως βλέπουμε στο βαρύ είδος των πολιτικών ταινιών.
Πρακτόρικα και διπλωματικά παιχνίδια, παρασκηνιακά νήματα, μαριονέτες στα χέρια υπερδυνάμεων και ένα ατέλειωτο γαϊτανάκι ψεμάτων και συγκαλύψεων εξυφαίνουν μια εικόνα που θα αποδεικνυόταν τελικά ανατριχιαστικά γνώριμη. Άλλο ένα πολυεπίπεδο φιλμ του Γαβρά, η πρώτη του χολιγουντιανή ταινία, που δεν προλάβαινε να μαζεύει βραβεία:
Όσκαρ Διασκευασμένου Σεναρίου (μεταξύ 4 υποψηφιοτήτων) για τον συν-σεναριογράφο Γαβρά, Χρυσός Φοίνικας στις Κάννες για την ταινία και Καλύτερου Ηθοποιού για τον Τζακ Λέμον και βραβεία σε Χρυσές Σφαίρες και BAFTA. Το μεγαλύτερο βραβείο το πήρε βέβαια ο Γαβράς με αυτή τη μήνυση που του έκανε (και στη Universal) ο πρώην αμερικανός πρεσβευτής στη Χιλή κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος!
Άλλη μια ταινία-γροθιά στο στομάχι από τον Γαβρά, αυτή τη φορά βάζει στο καταγγελτικό του στόχαστρο την κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία, κάνοντας άλλο ένα καυστικό πολιτικό σχόλιο. Πόσο εύκολα δηλαδή ένα απολυταρχικό καθεστώς οδηγεί σε δίκη για εσχάτη προδοσία όσους δεν θέλει και αποσπά ομολογίες μέσα από βασανιστήρια. Ο Γαβράς μιλά εδώ για τις κυβερνήσεις της άλλης πλευράς του Παραπετάσματος μέσα από τα πραγματικά απομνημονεύματα ενός ανθρώπου που κατάφερε να επιζήσει από τα φριχτά βασανιστήρια σώματος και πνεύματος του Ανατολικού Μπλοκ.
Εδώ ο Γαβράς δεν παραδίδει ένα καθαρόαιμο πολιτικό θρίλερ, αλλά έναν θρίαμβο αισθητικής και τεχνικής, με το καθηλωτικό μοντάζ και τις ταχύτατες εναλλαγές σκηνών να ακολουθούν και να υπογραμμίζουν τις επίσης ταχύτατες αλλαγές συλλογιστικής και πολιτικής. Περισσότερο ενδοσκοπικό, το γαλλο-ιταλικής παραγωγής φιλμ λειτουργεί ως διεισδυτικό ψυχογράφημα του βασανιζόμενου.
Πέρα από τις υποψηφιότητες για Χρυσή Σφαίρα και BAFTA, το αριστουργηματικό φιλμ απέσπασε ένα ιδιαίτερο βραβείο που έδειχνε τη δύναμή του: τη λογοκρισία του ως αντιεπαναστατικό και αντιδραστικό από το ίδιο το Κρεμλίνο!
Άλλος ένας προσωπικός θρίαμβος του Γαβρά αλλά και μια μεγάλη στιγμή του πολιτικού σινεμά των αρχών του ’70, ένα είδος σινεμά που θα μπορούσε να πει κανείς κομματάκι αφοριστικά πως ο ίδιος καθιέρωσε. Εδώ καταπιάνεται με την Ουρουγουάη, η οποία έχει επανέλθει μόλις στη δημοκρατική νομιμότητα, αν και πραξικοπηματικοί θύλακες συνεχίζουν να κάνουν κουμάντο, ως μεγαλοκεφάλαιο που υπηρετεί ξενόφερτα συμφέροντα.
Οι αντιδραστικοί αντιεξουσιαστές Τουπαμάρος απαγάγουν μεταξύ άλλων και έναν αμερικάνο πολίτη, με τον ευρηματικό Γαβρά να μας λέει την ιστορία από το τέλος προς την αρχή. Μέσα από μια μακρά σειρά σκηνοθετικών εμπνεύσεων, ο Γαβράς διατρέχει την απόσταση από τα βρόμικα και σκοτεινά δωμάτια μέχρι και τα πολυτελή σαλόνια της αριστοκρατίας, δείχνοντας πως τελικά όλα σχετίζονται και όλα εκπορεύονται από τα ίδια κέντρα εξουσίας.
Σπάνια ταινία, διαμάντι που λάμπει ακόμα, με μουσική ξανά του Μίκη Θεοδωράκη, είναι το απαύγασμα της σκηνοθετικής δεξιοτεχνίας του μεγάλου δημιουργού…
Σε μια από τις πιο άγνωστες ταινίες της φιλμογραφίας του, ο Γαβράς μιλά για το Μεσανατολικό, μέσω μιας αμερικανοεβραίας δικηγόρου που αναλαμβάνει την υπεράσπιση ενός νεαρού Παλαιστινίου. Η ισραηλινο-γαλλική παραγωγή βάζει μια μεγάλη τρικλοποδιά στον θεατή, παρουσιάζοντας το ακανθώδες παλαιστινιακό ζήτημα μέσα από το πρίσμα ενός ερωτικού τριγώνου.
Άλλη μια ιδιοσυγκρασιακή ματιά του Γαβρά στις τεταμένες σχέσεις των δύο λαών, το φιλμ του έφερε στο προσκήνιο το Παλαιστινιακό προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις. Τα Κατεχόμενα, η Δυτική Όχθη και το δικαίωμα ενός λαού να ζήσει στα πατρώα του εδάφη μέσα από ένα δυνατό ερωτικό σύμπλεγμα και ένα ακόμα δυνατότερο πολιτικό παιχνίδι εξουσίας. Βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας Κινηματογράφου…