Με πάνω από 10 εκατομμύρια αναγνώστες παγκοσμίως και μεταφρασμένο ήδη σε 40 γλώσσες, το μυθιστόρημα της Λετίσια Κολομπανί «Η Πλεξούδα», αποδεικνύει, όπως έγραψε και η Le Figaro ότι «γίνονται ακόμη θαύματα στον κόσμο του βιβλίου».
Στην Ελλάδα, το βιβλίο ήταν από τα πιο ευπώλητα του καλοκαιριού, πλησιάζοντας τις 30.000 αντίτυπα σε πωλήσεις, αριθμός εντυπωσιακός για ξένο μυθιστόρημα. Και από χθες Πέμπτη (19/9) η «Πλεξούδα» προβάλλεται στους κινηματογράφους και είναι σίγουρα η ταινία που δεν πρέπει να χάσετε.
Οι ιστορίες τριών γυναικών σε τρεις διαφορετικές ηπείρους, οι οποίες παλεύουν να σταθούν δυνατές απέναντι στην ίδια τη ζωή, πλέκουν την υπέροχη, συγκινητική «Πλεξούδα», ένα ταξίδι που θα σας μείνει αξέχαστο.
Η υπόθεση
Ινδία. Η Σμίτα είναι μία από τους Ανέγγιχτους, της κατώτατης κοινωνικής τάξης στη χώρα, οι οποίοι υφίστανται σοκαριστική ανέχεια και διακρίσεις. Το μόνο της όνειρο είναι να δει τη μικρή της κόρη της να ξεφεύγει από την ίδια μοίρα και να πάει σχολείο, και είναι έτοιμη να κάνει τα πάντα για να το πετύχει.
Ιταλία. Η Τζούλια εργάζεται στη βιοτεχνία του πατέρα της. Όταν εκείνος παθαίνει ένα ατύχημα, η Τζούλια ανακαλύπτει ότι η οικογενειακή επιχείρηση είναι στην πραγματικότητα στο χείλος της οικονομικής καταστροφής και παίρνει την κατάσταση στα χέρια της.
Καναδάς. Η Σάρα είναι μια πετυχημένη δικηγόρος εν αναμονή μιας μεγάλης προαγωγής, όταν βλέπει τη ζωή της να ανατρέπεται με την είδηση ότι είναι σοβαρά άρρωστη. Θα μπορέσει να βρει τη δύναμη να παλέψει;
Τρεις ζωές, τρεις γυναίκες, τρεις ήπειροι. Τρεις μάχες που πρέπει να δοθούν. Αν και δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, η Σμίτα, η Τζούλια και η Σάρα εν αγνοία τους συνδέονται με έναν αναπάντεχο τρόπο – και δίνουν τις μάχες τους η καθεμιά μόνη της, αλλά και όλες μαζί.
Μετά τα «Μ’ Αγαπά, Δε μ’ Αγαπά» και «Οι Γυναίκες των Ονείρων μου», η Λετισιά Κολομπανί -ηθοποιός, σεναριογράφος και συγγραφέας μεταξύ άλλων- επιστρέφει στο σινεμά, αυτήν τη φορά αναλαμβάνοντας να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το πρώτο της μυθιστόρημά, με τίτλο «Η Πλεξούδα», ένα μπεστ σέλερ-παγκόσμιο εκδοτικό φαινόμενο, που απέσπασε τρία λογοτεχνικά βραβεία.
Χάρη στις εξαιρετικές ερμηνείες των πρωταγωνιστριών της και την ευφάνταστη και περίτεχνη αφήγηση των τριών ιστοριών τους, η Κολομπανί χτίζει με ευαισθησία μια όχι μόνο δυνατή αλληγορία για το πόσο συνδεδεμένες (και αλληλοτροφοδοτούμενες) είναι οι ανθρώπινες ζωές, αλλά και μια συγκινητική ιστορία για το κουράγιο, την επιμονή και τη θυσία, μια ταινία-ύμνο για τη δύναμη των γυναικών που συχνά αποσιωπάται στις καθημερινές μάχες που δίνουν – και κερδίζουν.
Ξεχωριστή ατμόσφαιρα στην ταινία, δίνει η μουσική του διάσημου και αγαπημένου στην Ελλάδα συνθέτη Ludovico Einaudi, ο οποίος θα δώσει φέτος τον Σεπτέμβριο την πολυαναμενόμενη συναυλία του στο Ηρώδειο.
Η σκηνοθέτης Λετισιά Κολομπανί μιλά για την ταινία
– Η «Πλεξούδα» αποτελεί κινηματογραφική μεταφορά του δικού σας μυθιστορήματος που εκδόθηκε το 2017. Πώς σας ήρθε η ιδέα για την ιστορία αυτών των τριών γυναικών;
Η ιδέα γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 2015, την ημέρα που συνόδευσα μία πολύ στενή μου φίλη σε ένα κατάστημα με περούκες. Είχε μόλις διαγνωστεί με καρκίνο και θα ξεκινούσε χημειοθεραπείες. Επέλεξε μια φυσική περούκα, φτιαγμένη από μαλλιά Ινδίας. Τότε θυμήθηκα ένα ντοκιμαντέρ που είχα δει στην τηλεόραση αρκετά χρόνια νωρίτερα, το οποίο έδειχνε πώς τα μαλλιά που δώριζαν οι προσκυνητές σε έναν ινδικό ναό ταξίδευαν εκτός της χώρας και χρησιμοποιούνταν για να φτιάχνουν περούκες. Αυτό μου έδωσε την ιδέα για μια ιστορία που θα λάμβανε χώρα σε τρεις ηπείρους: μια Ινδή γυναίκα που πρόσφερε τα μαλλιά της σε έναν ναό, μια γυναίκα που φτιάχνει περούκες και μια δυτική γυναίκα που την αγοράζει.
– Ποιος είναι ο συμβολισμός των μαλλιών;
Τα μαλλιά πάντα συνδέονταν με μια συγκεκριμένη πτυχή της εικόνας της θηλυκότητας. Έχοντας την ιστορία αυτής της φίλης που έχασε τα μαλλιά της, γνωρίζω πόσο επώδυνη μπορεί να είναι αυτή η απώλεια, πόσο συνδέεται με την ασθένεια αυτή. Μου άρεσε ως σύμβολο της θηλυκότητας, αλλά και ως σύμβολο δύναμης: η κερατίνη είναι, άλλωστε, ένα πολύ ανθεκτικό υλικό. Η ιδέα των μαλλιών ως συμβόλου αντίστασης μού άρεσε πολύ, αφού τα μαλλιά είναι φίνα ή λεπτά, αλλά ταυτόχρονα και δυνατά – είναι μια εξαιρετική αλληγορία για τις τρεις ηρωίδες της ιστορίας μου.
– Η δομή του βιβλίου είναι πολύ κινηματογραφική, με κάθε κεφάλαιο να τελειώνει, κατά κάποιον τρόπο, με μια αποκάλυψη όπως σε μια ταινία. Είχατε προβλέψει την πιθανότητα μιας κινηματογραφικής εκδοχής;
Παραδόξως, όχι. Ήθελα να γράψω αυτήν την ιστορία με τη μορφή μυθιστορήματος, γιατί πολύ απλά πίστευα ότι θα ήταν πολύ δύσκολο να την αφηγηθώ στον κινηματογράφο. Γνωρίζω ότι η κινηματογράφηση μιας ιστορίας σε τρεις ηπείρους, σε τρεις διαφορετικές γλώσσες, αντιστοιχεί σε μια πολύπλοκη, δαπανηρή διαδικασία. Ήθελα να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου σε ένα νέο είδος μετά από δεκαπέντε χρόνια συγγραφής σεναρίων, σε ένα είδος που θα μου έδινε απόλυτη ελευθερία. Η μυθιστοριογράφος δεν χρειάζεται να ανησυχεί για το κόστος μιας σκηνής, τα πρακτικά εμπόδια, τη δυσκολία να πείσει χρηματοδότες ή παραγωγούς – και αυτή η ελευθερία μού έδωσε φτερά.
– Κάθε μία από τις τρεις ηρωίδες σας αναγκάζεται να κάνει μια ρήξη στη ζωή της. Η Σμίτα εγκαταλείπει την κοινότητά της με την ελπίδα ενός καλύτερου μέλλοντος για την κόρη της, η Τζούλια ερωτεύεται έναν Σιχ και προσπαθεί να αλλάξει τα πράγματα στην οικογενειακή βιοτεχνία, και η Σάρα λέει ψέματα στο αφεντικό της.
Ένα από τα κεντρικά θέματα του μυθιστορήματος και της ταινίας είναι, κατά μία έννοια, η «μετάδοση» – τι διαιωνίζουμε και τι αρνούμαστε να διαιωνίζουμε στις ζωές μας. Όταν η Σάρα αποφασίζει να καταπολεμήσει την ασθένειά της, αρνείται να αφεθεί στη μοίρα. Η μητέρα της πέθανε από καρκίνο: αν αφήσει τον εαυτό της να πεθάνει, θα «μεταδώσει» αυτή την κατάρα στην κόρη της. Για την Τζούλια, το ουσιαστικό ερώτημα είναι να μάθει αν η ανάπτυξη της βιοτεχνίας ισοδυναμεί με προδοσία του πατέρα της. Όσο για τη Σμίτα, αρνείται να μεταβιβάσει την «τέχνη» της στην κόρη της, έτσι ώστε εκείνη να μπορέσει να ξεφύγει από τη συνθήκη της ζωής τους.
– Ήταν πράγματι τόσο δύσκολο πρότζεκτ;
Μετά τη δημοσίευση του βιβλίου, δεν περίμενα ποτέ ότι θα είχε τόσο καλή υποδοχή, πόσο μάλλον ότι οι παραγωγοί θα μου ζητούσαν να το διασκευάσω. Περίπου δεκαπέντε παραγωγοί επικοινώνησαν μαζί μου! Το αστείο είναι ότι είμαι σίγουρη ότι αν είχα γράψει πρώτα την ιστορία ως σενάριο, όλοι θα μου είχαν πει ότι το πρότζεκτ ήταν υπερβολικά περίπλοκο. Τελικά, ο Ολιβιέ Ντελμόσκ και ο Μαρκ Μισονιέ ήταν αρκετά… θαρραλέοι και φοβερά επίμονοι – κατάφεραν να συγκεντρώσουν τη χρηματοδότηση της ταινίας εν μέσω Covid.
– Πώς διαλέξατε τις ηθοποιούς σας;
Ήταν πολύ σημαντικό για μένα να γυρίσω την ταινία στις τρεις γλώσσες και τις τρεις χώρες του βιβλίου – δεν υπήρχαν περιθώρια συμβιβασμού. Για τον λόγο αυτό, προσλάβαμε υπεύθυνο/η κάστινγκ σε κάθε χώρα και ο Μικαέλ Λαγκένς στη Γαλλία επέβλεψε και τα τρία κάστινγκ, τα οποία έγιναν παράλληλα.
Για τη Σμίτα, δεν ήθελα μια ηθοποιό του Μπόλιγουντ, αλλά μια σκουρόχρωμη ηθοποιό όπως οι Ανέγγιχτοι – δυστυχώς το χρώμα του δέρματος εξακολουθεί να είναι ταξική παράμετρος στην Ινδία. Η Μία Μέλζερ προέρχεται από το θέατρο και έπαιξε στο «The Field», μία ταινία μικρού μήκους που βραβεύτηκε με BAFTA. Τη βρήκα ιδανική για τον ρόλο: είχε ακριβώς την ένταση που έψαχνα.
Για την κόρη της, Λαλίτα, ήθελα οπωσδήποτε ένα «ανέγγιχτο» παιδί, όχι απαραίτητα με εμπειρία: ο Ινδός διευθυντής κάστινγκ πήγε σε διάφορα σπίτια παιδιών του δρόμου, στην καρδιά των μειονεκτικών κοινοτήτων. Είδε πάνω από εκατό παιδιά και εντόπισε ένα 9χρονο κορίτσι, την Σάτζντα Πατάν, που γεννήθηκε σε μια παραγκούπολη. Όταν τη συνάντησα, εντυπωσιάστηκα από την ευφυΐα της και την παρουσία της στον φακό. Όπως και ο χαρακτήρας της, δεν έχει πάει ποτέ σχολείο. Η πραγματικότητα και η φαντασία συναντήθηκαν… Αποδείχθηκε πολύ ταλαντούχα. Όταν τελείωσε η ταινία, μπόρεσε τελικά να πάει σε ένα σπίτι που διαχειρίζεται μια ΜΚΟ, η οποία φιλοξενεί παιδιά του δρόμου, και να πάει και σχολείο – κάτι που ήταν η μεγαλύτερη επιθυμία της. Σήμερα, μπορεί να διαβάζει και να γράφει. Της είχα επίσης υποσχεθεί να την πάω στον κινηματογράφο (δεν είχε πάει ποτέ στη ζωή της), οπότε κανονίσαμε μια προβολή της ταινίας για την ινδική ομάδα τον Μάρτιο. Έτσι, η Σάτζντα είδε για πρώτη φορά τον εαυτό της στην οθόνη, την ίδια στιγμή που έβλεπε την πρώτη ταινία της ζωής της! Ήταν μια πολύ δυνατή στιγμή για όλους μας.
Όσον αφορά την Τζούλια, η Ιταλίδα διευθύντρια κάστινγκ μού πρότεινε πολλές νέες ηθοποιούς – όταν, όμως, είδα τη Φωτεινή Πελούζο, κατάλαβα αμέσως ότι ήταν κάτι το ξεχωριστό. Είχε ακριβώς αυτό που που έψαχνα: μια ομορφιά χωρίς να είναι ωραιοπαθής, έναν αισθησιασμό που δεν είναι φτιαχτός… Έχει ομορφιά και φρεσκάδα, αλλά και απίστευτο βάθος και ουσία, όλα τα χαρακτηριστικά μιας σπουδαίας ηθοποιού.
Όσο για τη Σάρα, ένας Αμερικανός ατζέντης μάς πρότεινε να γνωρίσουμε την Κιμ Ρέιβερ. Την ήξερα από τις σειρές «Grey’s Anatomy» και «24», και εξωτερικά ταίριαζε απόλυτα με τον χαρακτήρα που είχα φανταστεί όταν έγραφα το βιβλίο: ξανθιά, λεπτοκαμωμένη αλλά και δυνατή. Η συνάντηση πήγε θαυμάσια: η Κιμ κατάλαβε αμέσως και απόλυτα την ηρωίδα αυτή, που στέκει διχασμένη ανάμεσα στη ζωή και τη δουλειά της. Είναι μια ηθοποιός με φινέτσα, κομψότητα και ανθρωπιά. Στο μυθιστόρημα, ορισμένοι αναγνώστες βρήκαν τη Σάρα καριερίστρια, ακόμα και αντιπαθητική, απλώς και μόνο επειδή είναι μια γυναίκα με φιλοδοξίες. Η κοινωνία αναγκάζει τέτοιες γυναίκες να φορούν ενός είδους μάσκα. Χρειαζόμουν μια ηθοποιό που θα μπορούσε να ενσταλάξει τρυφερότητα και ανθρωπιά σε αυτή τη συνθήκη – και η Κιμ τίκαρε όλα τα κουτάκια.
– Η ταινία γυρίστηκε σε τρεις ηπείρους. Πώς το προσεγγίσατε; Πώς προετοιμαστήκατε;
Τα γυρίσματα αναβλήθηκαν αρκετές φορές. Πρώτα πήγαμε στην Ινδία, μετά στον Καναδά κι έπειτα στην Ιταλία. Συνολικά, η παραγωγή διήρκεσε έξι μήνες – ήταν ταυτόχρονα σπριντ και μαραθώνιος! Όταν κάναμε γυρίσματα στη μια χώρα, ετοιμαζόμασταν να γυρίσουμε στην επόμενη. Λόγω της διαφοράς ώρας, οι μέρες μας ήταν εξαιρετικά μεγάλες: συχνά ξυπνούσαμε στις 5 η ώρα το πρωί και τελειώναμε τις βιντεοκλήσεις στις 11 το βράδυ. Ήταν μια πολύ έντονη εμπειρία για μένα, επειδή είχα την αίσθηση ότι έκανα τρεις ταινίες σε μία. Περάσαμε δύο μήνες στην Ινδία και έπειτα ξαφνικά βρεθήκαμε στον Καναδά, με διαφορά 35 βαθμούς Κελσίου στη θερμοκρασία, με διαφορετικά σκηνικά, άλλους τεχνικούς, άλλους ηθοποιούς… Και μετά ξαφνικά βρεθήκαμε στην Ιταλία. Οπότε ήταν μια πολύ έντονη πνευματική και σωματική άσκηση. Απόλαυσα κάθε μια από αυτές τις στιγμές και έμαθα τόσα πολλά. Η τελευταία μου ταινία ήταν το 2008 και είχα την εντύπωση ότι αναπλήρωνα τον χαμένο χρόνο, τέτοια ήταν η αφθονία και η ποικιλία αυτού του γυρίσματος.
Σκηνοθεσία: Λετισιά Κολομπανί
Σενάριο: Λετισιά Κολομπανί, Σάρα Καμινσκί
Ηθοποιοί: Κιμ Ρέιβερ, Φοτινί Πελούζο, Μία Μέλζερ, Σάτζντα Πατάν, Άβι Νας
Διάρκεια: 120 λεπτά
Διανομή: Rosebud.21
Κυκλοφορεί στους κινηματογράφους από τη Rosebud.21