«Αυτός ήταν ο εαυτός της – αιχμηρός, σαν βέλος σαφής. Αυτός ήταν ο εαυτός της, όταν κάποια προσπάθεια, κάποια επιταγή να είναι ο εαυτός της ένωνε τα χαρακτηριστικά, μόνο αυτή γνώριζε πόσο διαφορετικά, πόσο ασύμβατα ήταν, και φρόντιζε για χάρη του κόσμου να γίνεται ένας πυρήνας, ένα διαμάντι, μια γυναίκα που καθόταν στο σαλόνι της κι αποτελούσε σημείο συνάντησης, χωρίς αμφιβολία ένα φεγγοβόλημα σε κάποιων την ανούσια ζωή, ένα καταφύγιο για τους μοναχικούς, ίσως…»
Αυτή ήταν η κ. Ντάλαγουέι, και στις 250 και πλέον σελίδες του ομώνυμου μυθιστορήματος της Βιρτζίνια Γουλφ εξιστορείται μια μέρα από τη ζωή της. Σ’ αυτή τη μέρα από τη ζωή της μεγαλοαστής Κλαρίσα Νταλογουέι στα περίχωρα του Λονδίνου, το καλοκαίρι του 1923, ο χρόνος διαστέλλεται , οι κτύποι του Μπιγκ Μπεν μας υπενθυμίζουν κάθε τόσο την παρουσία του και η κ. Νταλογουέι μιλάει για όλα. Για τη ζωή και το θάνατο, για τον έρωτα, για τις σχέσεις ανδρών και γυναικών, για την ψυχική ασθένεια και τη βάναυση αντιμετώπισή της στις αρχές του 20ού αιώνα, για τη βασιλεία στην Αγγλία και την τυφλή υποταγή σε αυτή, για την αστική υποκριτική κοινωνία.
Η Κλαρίσα είναι 52 χρονών – μια κρίσιμη ηλικία. Έχει έναν ακύμαντο γάμο με τον ευυπόληπτο και σοβαρό πολιτικό Ρίτσαρντ Νταλογουέι, μια κόρη, την Ελίζαμπεθ, μυστηριωδώς δεμένη με μια άχαρη, θρησκόληπτη καθηγήτρια, κι έναν παλιό, πρώτο έρωτα, τον Πίτερ Γουόλς, ο οποίος καταφθάνει ξαφνικά από την Ινδία.
«Η κυρία Ντάλαγουέι είπε πως θ’ αγόραζε μόνη της τα λουλούδια. Γιατί η Λούσυ είχε ένα σωρό άλλες δουλειές να κάνει. Έπρεπε να βγούνε οι πόρτες απ’ τους ρεζέδες, όπου να’ ναι κατάφταναν οι άνθρωποι του Ραμπελμάγιερ. Κι έπειτα, σκέφτηκε η Κλαρίσσα Ντάλογουέι, τι όμορφο πρωινό! Δροσερό σαν δώρο για τα παιδόπουλα στην ακροθαλασσιά. [….] Καθόταν εκεί και κοίταζε τα λουλούδια, τα δέντρα, με την καταχνιά που αναδευόταν και σκόρπαγε πάνω απ’ τις κορφές τους, τις κουρούνες να πετάνε ψηλά και να ξαναχαμηλώσουν, καθόταν εκεί και κοίταζε, ώσπου άκουσε τον Πήτερ Γουώλς να της λέει, «Ρεμβασμοί εν μέσω ζαρζαβατικών;» – κάπως έτσι το είπε – έτσι το’ χε πει; Ένα πρωινό μετά το τσάι, που εκείνη είχε βγει στη βεράντα- ο Πήτερ Γουώλς. Όπου να ‘ναι θα γύριζε απ’ τις Ινδίες, Ιούνιο, Ιούλιο, δε θυμόταν ακριβώς, γιατί τα γράμματά του ήταν πολύ ανιαρά»[…]
Καθώς ετοιμάζεται για τη βραδινή δεξίωση στην οποία θα παρίσταται ο παλιός νεανικός της έρωτας, παρά την εσωτερική ταραχή της διατηρεί αδιασάλευτη την έξωθεν ρουτίνα της καθημερινότητάς της. Η ιδέα της συνάντησης την αναστατώνει όχι τόσο γιατί ξυπνά το λησμονημένο ερωτικό παρελθόν αλλά γιατί αφυπνίζει την, από καιρό νεκρή, εφηβική της επαναστατικότητα.
Έτσι ο έρωτας παρουσιάζεται σαν ηχηρό χαστούκι της ολοκληρωτικής σύμβασης, σαν αφυπνιστική συνείδηση της απώλειας του νεανικού ονείρου για μια ζωή που τελικά δεν έζησε και ποτέ δεν θα ζήσει. Μια αντανακλαστική παρόρμηση που της επιβάλλει έναν αξιολογικό απολογισμό της ζωής της που χαρίζει στα πράγματα μια άλλη διάσταση σπαρακτικής αμηχανίας.
«…Παρόλο που είχε δυο φορές το μυαλό του Νταλογουέι, ανάγκαζε τον εαυτό της να βλέπει τα πράγματα μέσα απ’ τα δικά του μάτια – μία απ’ τις τραγωδίες του έγγαμου βίου…»
Με τον συγκριτικό απολογισμό των μέχρι τώρα επιλογών της καταφέρνει και διεισδύει στον αστικό κόσμο, τον παρακολουθεί και καταγράφει τις κινήσεις του. Κάπως έτσι η ανέμελη γιορτή μετατρέπεται σε κοινωνικό βήμα και παζάρι ευκαιριών, οι καλοί τρόποι και η ευγένεια σε προσωπείο αρπακτικότητας, τα κομπλιμέντα σε συνειδητή εκδήλωση ψεύδους, οι ανθρώπινες σχέσεις σε δημοσιοϋπαλληλική διεκπεραίωση, η υποκρισία σε τρόπο ζωής, το ατομικό συμφέρον σε παντιέρα. Όλα διαστρεβλώνονται στον παραμορφωτικό καθρέφτη του αστισμού που μεταβάλλει τους ανθρώπους σε φερέφωνα που ευαγγελίζονται μια ασφάλεια – φυλακή.
Εισχωρώντας βαθιά στην ψυχή των ανθρώπων η Βιρτζίνια Γουλφ καταφέρνει να αναπαραστήσει με εμβρίθεια και άνεση την πιο πανοραμική εικόνα της. Με έναν ιδιόμορφο τρόπο χωρίς κάποια ιδιαίτερη ιστορία αναπτύσσει μια εξαιρετικά κινητική πλοκή. Ταξιδεύοντας στον άξονα του χρόνου σκιαγραφεί αριστουργηματικά χαρακτήρες, ιδιοσυγκρασίες ψυχικά και περιβάλλοντα τοπία,
«…κι αυτή η σταδιακή έλξη όλων των πραγμάτων σ’ έναν πυρήνα μπροστά στα μάτια του, σαν να είχε αναδυθεί σχεδόν μέχρι την επιφάνεια κάτι φρικτό που ήταν έτοιμο να εκραγεί, να μετατραπεί σε φλόγες, τον τρόμαζε. Ο κόσμος ταλαντευόταν, έτρεμε κι απειλούσε να εκραγεί, να μετατραπεί σε φλόγες[…]».
Η ηρωίδα της Γουλφ αναλαμβάνει τον ρόλο της «τέλειας οικοδέσποινας» σε μια συνεύρεση καταδικασμένη στην πλήξη και την τραγωδία: ο πρώην έρωτάς της που καταφθάνει ξαφνικά από την Ινδία, ο βαρετός αλλά καθ’ όλα ευυπόληπτος σύζυγος, η υποταγμένη στα συντηρητικά διδάγματα κόρη της.
Είναι δεμένη με την κοσμική, πλούσια ζωή της, αλλά θυμάται με συγκίνηση το παρελθόν. Και φυσικά και από αυτό το σκηνικό δεν απουσιάζει η αυτοκτονία, με τον ήρωα Σέπτιμους Γουόρεν Σμιθ, ο οποίος βαθιά ταραγμένος και διασαλευμένος από τους βομβαρδισμούς του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, καταλήγει σε αυτήν.
Η «κυρία Νταλογουέι» είναι μια ευαίσθητη και λεπτολόγα καταγραφή του γυναικείου ψυχισμού, μια εμπνευσμένη σκιαγράφηση της ανθρώπινης συνείδησης με ποιητικό τρόπο. Αποτελεί μια από τις πιο όμορφες, πιο διεισδυτικές, πιο ιδιόρρυθμες λογοτεχνικές προτάσεις. Με τα μοντερνιστικά τερτίπια ενός «stream of consciousness», μιας συνειδησιακής ροής ή ενός εσωτερικού μονόλογου που υπηρετούσε με ακρίβεια η Γουλφ καταφέρνει να μας προσφέρει ένα κλασσικό ανάγνωσμα , όχι μόνο βάσει της αντοχής του απέναντι στο χρόνο αλλά και της ιδανικής ικανότητάς του να θέτει εκ νέου τα αδιέξοδα κάθε ανθρώπινης συνθήκης…
Άλλωστε ο νους δεν θα πάψει να βασανίζεται από τα μεγάλα ερωτήματα για τον έρωτα και τον θάνατο, τις ακατανίκητες μνήμες και τις επιθυμίες που δεν έγιναν συνώνυμες της πράξης. Όλα αυτά, δηλαδή, που συγκροτούν τον άνθρωπο και τον κάνουν ατελή απέναντι σε οτιδήποτε τον ξεπερνά και τον στοιχειώνει.
Όπως είχε δηλώσει κι ο συγγραφέας, Μάικλ Κάνιγχαμ, σε παλαιότερη συνέντευξή του : «όταν πρωτοδιάβασα το βιβλίο σκέφτηκα “Κοίτα να δεις, αδελφέ μου, που η Βιρτζίνια Γουλφ κάνει με τη γλώσσα ό,τι έκανε ο Τζίμι Χέντριξ με την κιθάρα”»…
Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»