«Σήμερα ο Όσκαρ λέει απλώς: η πεταλούδα έπαιζε ταμπούρλο. Έχω ακούσει λαγούς, αλεπούδες και ασβούς να παίζουν ταμπούρλο με τα μπροστινά τους πόδια καθώς οσμίζονται τον κίνδυνο. Για τα βατράχια λένε πως όταν χαλούν τον κόσμο σαν μικροί τυμπανιστές προμηνύεται κακοκαιρία. Για τον δρυοκολάπτη πως χτυπώντας το ξύλο με το ράμφος του βγάζει τα έντομα απ’ την κρυψώνα τους. Τέλος ο άνθρωπος χτυπά νταούλια, τύμπανα, μεταλλικά τύμπανα, κύμβαλα, ταμπούρλα.

Γράφει η Νίκη Παπάζογλου

Μιλά για τουμπανιασμένα πτώματα, για περίστροφα που ο κύλινδρός τους θυμίζει τύμπανο, για επαναληπτικά πυρά όμοια με σφυροκόπημα τυμπάνου ή για τυμπανοκρουσίες και εννοεί επιδεικτική και θορυβώδη διαφήμιση. Τύμπανα συνάζουν τον κόσμο, κρουστά τον συνοδεύουν στον τάφο.

Υπάρχουν μικροί και μεγάλοι τυμπανιστές. Υπάρχουν συνθέτες που γράφουν κοντσέρτα για έγχορδα και κρουστά. Σας θυμίζω και τις μέχρι τούδε απόπειρες του Όσκαρ, μα όλα τούτα δεν είναι τίποτε μπροστά στο ρεσιτάλ που έδωσε η νυχτοπεταλούδα κρούοντας δυο απλούς ηλεκτρικούς λαμπτήρες των εξήντα βατ επ’ ευκαιρία της γέννησης μου.

Ίσως υπάρχουν μαύροι στη πιο μαύρη Αφρική, όπως επίσης και στην Αμερική, που δεν έχουν λησμονήσει ακόμα την Αφρική, ίσως αυτοί οι ρυθμικά οργανωμένοι άνθρωποι να έχουν το χάρισμα, με τον ίδιο ή παρόμοιο τρόπο με της πεταλούδας μου ή μιμούμενοι αφρικάνικες πεταλούδες – οι οποίες ως γνωστόν είναι μεγαλύτερες και λαμπρότερες από τις πεταλούδες της ανατολικής Ευρώπης – να παίζουν τύμπανο πειθαρχημένα και συνάμα αχαλίνωτα, εγώ μπορώ να κρίνω μετρίου μεγέθους, πασπαλισμένη με καφετιά πούδρα νυχτοπεταλούδα την ώρα της γέννησής μου μόνο με βάση τα ανατολικοευρωπαϊκά μου μέτρα. Αυτή η πεταλούδα υπήρξε η δασκάλα του Όσκαρ».

Το σοκ που προκάλεσε το «Τενεκεδένιο Ταμπούρλο» στη μεταπολεμική Γερμανία το 1959, όταν πρωτοεκδόθηκε, ήταν ανάλογο και της τεράστιας κυκλοφοριακής επιτυχίας του. Μέσα σε έναν χρόνο μόνο, η γερμανική έκδοση του μυθιστορήματος ξεπέρασε σε πωλήσεις τις 300.000 αντίτυπα. Ήταν η πλέον ευφάνταστη αλληγορία για τη ναζιστική Γερμανία, τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τις τύψεις και το αίσθημα ενοχής των Γερμανών για τη χιτλερική εποχή. Ο συγγραφέας του Γκύντερ Γκρας ήταν τότε μόλις 32 ετών, είχε δημοσιεύσει ένα βιβλίο με ποιήματα, είχε δοκιμάσει την τύχη του ως θεατρικός συγγραφέας χωρίς να πετύχει σπουδαία πράγματα και ξαφνικά η φήμη του μέσα σε μια μέρα εκτοξεύθηκε στα ύψη.

«Ήταν αρχές Σεπτεμβρίου. Ο ήλιος διέτρεχε το ζώδιο της Παρθένου. Από μακριά σίμωνε μες στη νύχτα του προχωρημένου θέρους μια καταιγίδα χαλώντας τον κόσμο. Στον Ερμή οφείλεται η κριτική μου διάθεση, στον Ουρανό η επινοητικότητά μου, η Αφροδίτη με έκανε να πιστεύω στις μικρές χαρές, ο Άρης στη φιλοδοξία μου. Στον οίκο στην ακμή του Ωροσκόπου ανέτελλε ο Ζυγός, γεγονός στο οποίο οφείλεται η ευαισθησία μου και η ροπή μου προς την υπερβολή. Ο Ποσειδώνας που έμπαινε στον δέκατο οίκο, στον οίκο της μέσης ηλικίας, με αγκυροβόλησε ανάμεσα στην πίστη, στα θαύματα και στην απογοήτευση, ενώ ο Κρόνος στον τρίτο οίκο σε όψη αντίθεσης με τον Δία αμφισβήτησε την καταγωγή μου. Ποιος όμως έστειλε τη νυχτοπεταλούδα και επέτρεψε τόσο σε αυτή όσο και σε μια καταιγίδα στο τέλος του καλοκαιριού που βρυχώταν σαν καθηγητής Γυμνασίου να ερωτευτώ το τύμπανο που μου είχε υποσχεθεί η μαμά μου και να αποκτήσω κλίση γι’ αυτό το όργανο;»

Ο Όσκαρ Ματσεράτ, κρατείται σε ένα ψυχιατρείο για ένα φόνο που δεν διέπραξε. Οι φρουροί του τον παρατηρούν, τον εποπτεύουν, τον παρακολουθούν. Του φέρνουν επίσης και το χαρτί πάνω στο οποίο ο Όσκαρ θα γράψει την αυτοβιογραφία του. Αυτό που στην ουσία τον βοηθάει όμως στην ανάκληση των αναμνήσεων είναι το τύμπανο που του είχε υποσχεθεί η μαμά του, το τενεκεδένιο του ταμπούρλο…Με τη βοήθεια αυτού του τυμπάνου του θα ανακαλέσει στη μνήμη τη ζωή του, μια ζωή άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία της Γερμανίας, στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα.

Στο ψυχιατρείο ο Όσκαρ αντιλαμβάνεται τον φρουρό περισσότερο ως φίλο παρά ως εχθρό, για τον απλό λόγο πως τα μάτια του φρουρού έχουν το σωστό σκιερό καφέ χρώμα. Δεν είναι όμως το μόνο αλλόκοτο σημάδι του Όσκαρ. Εκτός των άλλων, ο τυμπανιστής μας είναι μικρός, για την ακρίβεια είναι νάνος.

Μέχρι τα 18 του χρόνια, αρνείται να μεγαλώσει, διατηρώντας το ύψος τετράχρονου παιδιού, από μίσος στον πατέρα ή μάλλον στους πατέρες του και στο φυσιολογικό κόσμο που τον περιβάλλει. Η απέχθεια απέναντι στο δαιμονικό, παράφρονα, άθλιο, σκληρό και απάνθρωπο αυτόν κόσμο τρέφει την παραμόρφωσή του, δίνει μορφή στην οργή του, διαμορφώνει την υαλοκτόνο φωνή του. Ο Όσκαρ -αυτός ο παρανοϊκός νάνος- είναι ένας μοναδικός καθρέφτης της εποχής του ναζισμού και των «απλών ανθρώπων» που τον εξέθρεψαν, καθώς και της εποχής του γερμανικού «οικονομικού θαύματος».


Έχει τραγουδιστή φωνή, η οποία έχει την δυνατότητα να ανοίγει τρύπες σε πενήντα σημεία στο γρασίδι. Καθώς το ταμπούρλο καταγράφει τις τυμπανοκρουσίες της ζωής του μαθαίνουμε πως ο Όσκαρ, κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, υπήρξε μέλος μιας περιπλανώμενης μπάντας από νάνους που διασκέδαζε τα στρατεύματα.

Το ταμπούρλο συνεχίζει να χτυπά τους ρυθμούς της ζωής, μιας ζωής που είναι η ιστορία προπολεμικής Πολωνίας και Γερμανίας, μιας ζωής που έρχεται αντιμέτωπη με την άνοδο του Χίτλερ, με την ήττα της Πολωνίας, με την εισβολή των ναζί στην Ευρώπη και τέλος με την ήττα και τον διαχωρισμό της Γερμανίας σε Ανατολική και Δυτική.

Ένα βιβλίο σημαντικό στην εξερεύνηση της μεταπολεμικής Γερμανίας, το μυθιστόρημα του Γκύντερ Γκρας είναι σπαραξικάρδια ωραίο. Η φωνή του Όσκαρ και οι ήχοι του ταμπούρλου του συνεχίζουν να σε καταδιώκουν πολύ μετά αφότου το ολοκληρώσεις.
Στην ουσία είναι η φωνή ενός ακοινώνητου, ενός «πλάσματος» που οι Ναζί θεωρούσαν ότι του χρειαζόταν (μαζί με τους εγκληματίες, τους ομοφυλόφιλους και τους τυχοδιώκτες) μια «ζωή ανάξια ζωής».

Ο Γκρας σκιαγραφεί έναν περιπλανώμενο ήρωα στο μυθιστόρημα του, σχεδιάζει το ταξίδι του νάνου σε μια κτηνώδη και κακοποιημένη εποχή της Ευρωπαϊκής ιστορίας, αλλά επίσης επαναπροσδιορίζει τις παραδόσεις μιας σεβαστής κουλτούρας καταφρονημένης από τους ναζί σαν εκφυλισμένη τέχνη. Παραμύθια, καρναβαλιστές, αρλεκίνοι, μυθικοί κατεργαρέοι, όλοι παρουσιάζονται και αναμειγνύονται στο «Τενεκεδένιο Ταμπούρλο» για να ξεδιπλώσουν την θανατόμορφη απανθρωπιά ενός εκλογικευμένου φυλετικού διαχωρισμού.

Ο αφηγητής με την αυτοκαταστροφική επιλογή του να μείνει στο περιθώριο σαν να πρόκειται για κάποιου είδους άσυλο, διαθέτοντας πολλές φορές κι έναν υπέρμετρο εγωισμό καταφέρνει να αποδώσει γλαφυρά τον φετιχισμό του παράλογου, την παραμόρφωση του φυσιολογικού, τις πιο οδυνηρές ανθρώπινες διαστάσεις…

Το βιβλίο μεταφράστηκε από πολλούς ως μια αλληγορία για τις τύψεις και τις ενοχές του γερμανικού λαού απέναντι στον χιτλερισμό. Η άρνηση του Όσκαρ να μεγαλώσει, είναι στην πραγματικότητα μια διαμαρτυρία για την παραφροσύνη του μικροαστικού περιβάλλοντός του, που αντιμετωπίζει άλλοτε με απάθεια και άλλοτε με ενεργή υποστήριξη την επέλαση του ναζισμού. Οι διαπεραστικές κραυγές του και οι άναρχοι χτύποι του ταμπούρλου της ζωής του προσπαθούν μάταια να αφυπνίσουν τις βυθισμένες στην παθητικότητα και την ψευδαίσθηση συνειδήσεις.

Ο συγγραφέας της «Λογοτεχνικής ομάδας 47» είναι ένας από αυτούς που αξίωσαν μέσα από τα συντρίμμια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, την πνευματική και ηθική αναδόμηση της γερμανικής κοινωνίας, εξορκίζοντας ταυτόχρονα τη συλλογική και ατομική ευθύνη του ναζιστικού παρελθόντος. Από την έκδοσή του εν λόγω βιβλίου κι έκτοτε, κάθε βιβλίο του προκαλούσε έντονες συζητήσεις, ύμνους από την κριτική αλλά όχι σπάνια και οργισμένες αντιδράσεις. Σίγουρα όμως ουδέποτε ο Γκρας περνούσε απαρατήρητος.

Γεννημένος το 1927 στην τότε Ελεύθερη Πόλη του Ντάντσιχ (το σημερινό Γκντανσκ) είχε μια περιπετειώδη ζωή με πολλές στερήσεις. Σπούδασε γλυπτική και γραφικές τέχνες αλλά τις άσκησε περιστασιακά, όταν ήταν πολύ νέος, κερδίζοντας μετά βίας τα προς το ζην. Η μοίρα ωστόσο είχε αποφασίσει αλλιώς. Ο Γκρας θα γινόταν ο διασημότερος και προκλητικότερος πεζογράφος της μεταπολεμικής Γερμανίας.

Για πολλά χρόνια ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα στους κόλπους του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και δημοσίευσε πλήθος πολιτικά άρθρα και δοκίμια. Υπήρξε στενός φίλος του Βίλι Μπραντ και άλλων επιφανών στελεχών του κόμματος, ενώ δεν έπαψε να γράφει μυθιστορήματα, επιτυχημένα μεν αλλά όχι της ίδιας αξίας με το Τενεκεδένιο ταμπούρλο το οποίο αναμφισβήτητα αποτελεί το κορυφαίο έργο του και συγκαταλέγεται ανάμεσα στα καλύτερα παγκοσμίως μυθιστορήματα της μεταπολεμικής εποχής. Η σημασία του υπήρξε τεράστια για τα ευρωπαϊκά γράμματα γιατί είναι το πρώτο μυθιστόρημα που σπάει την παράδοση του εσωτερικού μυθιστορήματος και, όπως λέει ο Τζορτζ Στάινερ, ο Γκρας συνεχίζει εκεί όπου σταμάτησε ένας άλλος προπολεμικός συγγραφέας της Γερμανίας, ο Αλφρεντ Ντέμπλιν, με το κορυφαίο του μυθιστόρημα Βερολίνο, Αλεξάντερπλατς.

Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»