Τον Ιούνιο του 1862, στις πιο μαύρες μέρες του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου, ο πρόεδρος Αβραάμ Λίνκολν δανείστηκε ένα βιβλίο από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου.
Ήταν η «Καλύβα του Μπαρμπα-Θωμά», που είχε δημοσιευτεί μια δεκαετία νωρίτερα από τη Χάριετ Μπίτσερ Στόου και είχε γίνει ένα απροσδόκητο μπεστ σέλερ, αναγκάζοντας χιλιάδες Αμερικανούς να αναθεωρήσουν τη στάση τους απέναντι στη δουλεία.
Το βιβλίο πούλησε 300.000 αντίτυπα την πρώτη κιόλας χρονιά της κυκλοφορίας του, παραμένοντας στις πρώτες θέσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του εμφυλίου. Έγινε η μεγαλύτερη εκδοτική επιτυχία του 19ου αιώνα, χάνοντας σε πωλήσεις μόνο από τη Βίβλο.
Όταν ο Λίνκολν συνάντησε από κοντά την Μπίτσερ Στόου, την προσφώνησε ως τη «γυναίκα που έγραψε το βιβλίο που έκανε αυτόν τον μεγάλο πόλεμο».
Ο Λίνκολν δεν διάβασε μόνο την «Καλύβα» (Uncle Tom’s Cabin) του 1852, αλλά και το βιβλίο που έγραψε η Μπίτσερ Στόου την επόμενη χρονιά (A Key to Uncle Tom’s Cabin), που περιείχε τα ντοκουμέντα, τις μαρτυρίες και τις πρωτογενείς πηγές που είχε χρησιμοποιήσει η συγγραφέας για να γράψει το βιβλίο της.
Εκεί είναι που αποκαλύπτει η κοφτερή αντιρατσιστική πένα ότι βάσισε τον βασικό χαρακτήρα της στην πραγματική ιστορία του Josiah Henson. Ενός άντρα που γεννήθηκε μέσα στη σκλαβιά, κατάφερε ωστόσο να το σκάσει και να βρεθεί στον Καναδά.
Οι 43 μέρες που είχε ο Λίνκολν το δεύτερο βιβλίο της Μπίτσερ Στόου στα χέρια του έμελλε να είναι ιστορικές από κάθε άποψη. Ήταν ο καιρός που εργαζόταν σε ένα από τα σημαντικότερα νομοθετήματά του, τη Διακήρυξη Χειραφέτησης (Emancipation Proclamation).
Ήταν η προεδρική ντιρεκτίβα που έδωσε στις 22 Σεπτεμβρίου 1862 την ελευθερία τους στους σκλάβους 10 πολιτειών. Των νότιων πολιτειών της Συνομοσπονδίας.
Στο φως όλων αυτών, ο πραγματικός άνθρωπος που ενέπνευσε τόσο τη Χάριετ Μπίτσερ Στόου όσο και τον ίδιο τον Λίνκολν αποκτά προφανώς άλλη διάσταση.
Ποιος ήταν όμως ο Josiah Henson;
Ένας σκλάβος σαν όλους τους άλλους
Η εκπληκτική ιστορία του Henson ξεκινά στις 15 Ιουνίου 1789 σε μια κομητεία του Μέριλαντ. Οι σκλάβοι γονείς του ανήκαν στην ιδιοκτησία δύο διαφορετικών λευκών οικογενειών και ο Henson θυμόταν πάντα με πίκρα τις πρώτες και βίαιες αναμνήσεις του από τη ζωή.
Θυμόταν τον λευκό επιστάτη που προσπάθησε να βιάσει τη μαμά του και δέχτηκε την επίθεση του μαινόμενου πατέρα του. Την επίθεση σε λευκό όμως, όσο δικαιολογημένη κι αν ήταν, την τιμωρούσαν παραδειγματικά.
Ο μπαμπάς Henson έχασε ένα αυτί και μαστιγώθηκε 100 φορές. Και μετά τον πούλησαν σε άλλο λευκό αφέντη και ο Josiah δεν τον ξανάδε ποτέ. Αυτά κι άλλα τραγικά εξιστορεί στην αυτοβιογραφία του «Life of Josiah Henson: Formely a Slave» (1849), ένα βιβλίο που δένει κόμπο το στομάχι.
Ο Josiah είδε τη δουλεία να μαστίζει περαιτέρω την οικογένειά του. Όταν πέθανε ο ιδιοκτήτης της μητέρας του, αυτός και τα πέντε αδέρφια του βγήκαν σε δημοπρασία και διασκορπίστηκαν στις 4 γωνιές των ΗΠΑ.
Εκείνη την αγόρασε κάποιος Isaac Riley. Η μάνα τον ικέτευσε να αγοράσει και τον μόλις 5 ετών Josiah, που ήταν το μικρότερο παιδί της. Το νέο αφεντικό της απάντησε με έναν ανηλεή ξυλοδαρμό.
«Αυτή ήταν μια από τις πρώτες μου παρατηρήσεις στους ανθρώπους», γράφει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του, «μια εμπειρία που ήταν κοινή σε μένα και σε χιλιάδες της φυλής μου».
Ο μικρός έζησε για ένα διάστημα μακριά από τη μητέρα του, πριν τον ανταλλάξει ο ιδιοκτήτης του με 4 καινούρια πέταλα για το άλογό του.
Εκεί μεγάλωσε ο Josiah, στην τεράστια φυτεία του Riley έξω από την Ουάσιγκτον. Παρά το γεγονός ότι θυμόταν τους αλύπητους ξυλοδαρμούς του στα «χυδαία και βάρβαρα» χέρια του αφέντη του, κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του.
Παρά το γεγονός ότι δεν ήξερε να διαβάζει ή να γράφει, ήταν πολύ έξυπνος νεαρός και ιδιαιτέρως καλός στο εμπόριο. Κι έτσι κατάφερε να γίνει ο μεσάζοντας του Riley, ο άνθρωπος που πήγαινε στην Ουάσιγκτον για να πουλήσει τα προϊόντα του αφεντικού. Μια θέση που εμπιστευόταν συνήθως σε λευκούς.
Ο Josiah έφτασε να γίνει ο προσωπικός του βοηθός. Ακόμα και ως σωματοφύλακάς του λειτουργούσε. Κάποια στιγμή έσωσε το αφεντικό του από έναν καυγά σε ένα σαλούν και οι μετοχές του ανέβηκαν κι άλλο.
Από κείνο τον καυγά ωστόσο ο Henson θα έβγαινε σε κακό χάλι. Ο αντίπαλός του του έσπασε σχεδόν τις ωμοπλάτες, μια κατάσταση που θα τον άφηνε μόνιμα παραμορφωμένο. Δεν μπορούσε πια να σηκώσει τα χέρια του πάνω από το κεφάλι…
Η παράτολμη απόδραση προς την ελευθερία
Ο Josiah βρήκε παρηγοριά στον χριστιανισμό για το δράμα που ζούσε και έγινε ιεροκήρυκας. Παρά το γεγονός ότι δεν μπορούσε να διαβάσει, είχε πληρώσει με μαστίγωμα τις προσπάθειές του να μάθει, κατάφερε να αποστηθίσει ολόκληρα εδάφια της Βίβλου.
Δεν θα του έπαιρνε πολύ να αποκτήσει ένα μικρό μεν, αλλά πιστό ακροατήριο. Κάποια στιγμή που το αφεντικό του βρέθηκε σε οικονομική ανάγκη, ο Josiah τον βοήθησε ξανά και διαπραγματεύτηκε τώρα την απελευθέρωσή του.
Έδωσε στον αφέντη μου τα 350 δολάρια που είχε καταφέρει να μαζέψει, με τη βοήθεια ενός λευκού ιερωμένου, και χρειαζόταν άλλα 100 δολάρια για να απελευθερωθεί. Μόνο που ο Riley παραχάραξε το έγγραφο κάνοντάς το από 100 δολάρια 1.000.
Έπειτα από αρκετές τέτοιες περιπέτειες εξαπάτησης, έγινε σαφές πως ο Riley δεν σκόπευε να τον αφήσει να φύγει. Ακόμα χειρότερα, προγραμμάτιζε να τον πουλήσει σε άλλη φυτεία στα νότια, απομακρύνοντάς τον από τη γυναίκα και τα παιδιά του.
Επιφόρτισε μάλιστα τον ανιψιό του, Amos Riley, να τον πάει στον νέο του αφέντη το 1830. Μόνο που στο δρόμο ο ανιψιός προσβλήθηκε από ελονοσία. Η αρρώστια του ήταν το εισιτήριο που έψαχνε ο Josiah.
Καλόκαρδος καθώς ήταν, επέστρεψε τον Amos στην οικογενειακή φυτεία για να μην πεθάνει. Και μετά πήρε τη γυναίκα και τα 4 παιδιά του και το έσκασαν. Το ταξίδι τους έγινε με τα πόδια, κοντά 1.000 χιλιόμετρα διένυσαν μέσα στο σκοτάδι της νύχτας ως τα σύνορα με τον Καναδά.
Εκεί, στον ποταμό Νιαγάρα, ένας σκοτσέζος καπετάνιος βοήθησε την οικογένεια να περάσει απέναντι. Αγγίζοντας τη γη της ελευθερίας, ο Josiah ορκίστηκε να «χρησιμοποιήσω την ελευθερία μου για καλό». Στις 28 Οκτωβρίου 1830, ήταν ένας ελεύθερος άνθρωπος.
Το 1833 η Βρετανική Αυτοκρατορία αποτίναξε τη δουλεία και ο Καναδάς ήταν αποικία του Στέμματος. Όλοι οι σκλάβοι που δραπέτευαν από τις ΗΠΑ εδώ ήθελαν να φτάσουν.
Ο Henson εργάστηκε για μερικά χρόνια σε φυτείες και κάποια στιγμή, στα τέλη της δεκαετίας, έφτιαξε με άλλους πρώην σκλάβους μια μαύρη κοινότητα.
Κατάφεραν μάλιστα με τις οικονομίες τους να αγοράσουν όλοι μαζί 200 στρέμματα γης στο Οντάριο, όπου ίδρυσαν τον μαύρο οικισμό τους. Ο οποίος έφτασε να αριθμεί μερικές εκατοντάδες ανθρώπους.
Δύο ήταν τα πράγματα που έκανε ο ίδιος από την πρώτη στιγμή στον Καναδά. Έστειλε τον μεγαλύτερο γιο του στο σχολείο και ο Tom έμαθε τον πατέρα του γράμματα. Ο ιεροκήρυκας δεν ήταν απλώς ο πνευματικός ηγέτης του οικισμού, αλλά η ψυχή και η καρδιά του.
Το δεύτερο που έκανε ήταν να επιστρέψει αρκετές φορές στις ΗΠΑ, με κίνδυνο της ζωής του, για να απελευθερώσει άλλους 118 σκλάβους. Η φήμη του εξαπλώθηκε στον Καναδά και τις ΗΠΑ.
Πλέον είχε ένα ευρύτατο δίκτυο λευκών υποστηρικτών στο πλευρό του. Ένας από αυτούς, ο Samuel Atkins Eliot, παλιός δήμαρχος της Βοστόνης και γερουσιαστής πια, ήταν αυτός που τον έπεισε να μοιραστεί την ιστορία του με τον κόσμο.
Ο Henson υπαγόρευε και ο Eliot έγραφε. Η αυτοβιογραφία του (με πλήρη τίτλο «The Life of Josiah Henson, Formerly a Slave, Now an Inhabitant of Canada, as Narrated by Himself») κυκλοφόρησε το 1849. Τη λάτρεψαν όσοι αντιστρατεύονταν τις φυλετικές διακρίσεις.
Πώς επηρέασε τη Χάριετ Μπίτσερ Στόου και τον Λίνκολν
Μία από τις πλέον ένθερμες αναγνώστριες του βιβλίου του ήταν και η Χάριετ, η οποία κίνησε γη και ουρανό για να τον γνωρίσει. Η συνάντηση έγινε αργότερα μέσα στο 1849.
«Είχε ένα ειλικρινές ενδιαφέρον για την ιστορία της ζωής μου και τις ατυχίες μου», ανακαλούσε ο ίδιος, «μου είπε πως ήταν πολύ χαρούμενη που δημοσιεύτηκε και θεωρούσε πως θα κάνει πολύ καλό. Θα άνοιγε τα μάτια πολλών ανθρώπων για τη θηριωδία του εγκλήματος να κρατάς ανθρώπους σε αλυσίδες».
Σε εκείνη την ιστορική, όπως αποδείχτηκε, συνάντηση, ο Henson αφηγήθηκε με λεπτομέρειες τη ζωή του στη Χάριετ. Απάντησε στις ερωτήσεις της για τους λευκούς δυνάστες του, τις συνθήκες της σκλαβιάς, την αδιανόητη καθημερινότητα κ.λπ.
Τρία χρόνια αργότερα, θα βρισκόταν στα ράφια η «Καλύβα του Μπαρμπα-Θωμά», την οποία είπε πως έγραψε η συγγραφέας για να «εγείρω συμπάθεια και συναίσθημα για την αφρικανική φυλή». Το βιβλίο έγινε αμέσως αδιανόητη επιτυχία.
«Όταν κυκλοφόρησε αυτό το μυθιστόρημα της κυρίας Στόου, τράνταξε τα θεμέλια αυτού του κόσμου», έγραψε ο Henson, «έβγαλε τους Αμερικανούς από τα ρούχα τους. Άφησε κάποιους γυμνούς στην άμμο να ξύνουν το κεφάλι τους, κι έτσι κατέληξαν πως το όλο πράγμα ήταν κατασκευασμένο».
Η απήχηση του βιβλίου ήταν τρομακτική. Οι Ρεπουμπλικανοί το αγόραζαν μαζικά και το έδιναν στους ψηφοφόρους τους στις εκλογές του 1860, ως άλλος ένας τρόπος υποστήριξης στον Λίνκολν.
Ο ρεπουμπλικανός βουλευτής Charles Sumner δήλωσε μάλιστα πως «αν δεν υπήρχε η ‘‘Καλύβα του Μπαρμπα-Θωμά’’, δεν θα ήταν ο Λίνκολν στον Λευκό Οίκο».
Στην προεκλογική του εκστρατεία, ο ίδιος Λίνκολν δεν είχε προτείνει ακόμα την κατάργηση της δουλείας, παρά ελαφρύνσεις στις συνθήκες της σκλαβιάς και άρση κάποιων περιορισμών.
Κι όμως, η εκλογή του θεωρήθηκε τέτοια απειλή για τον Νότο που εκδηλώθηκαν αμέσως αποσχιστικές τάσεις.
Πόσο Henson έχει η «Καλύβα»;
Η Στόου παραδέχτηκε καθαρά το 1853 πως «η δημοσιευμένη αυτοβιογραφία του αιδεσιμότατου Josiah Henson» ερχόταν να συμπληρώσει τον χαρακτήρα του Μπαρμπα-Θωμά.
Στο βιβλίο «The Key to Uncle Tom’s Cabin» τα γράφει αυτά, αποκαλύπτοντας επίσης στους αναγνώστες της πως όσα αφηγείται στο μυθιστόρημα δεν είναι μυθοπλασία, όπως πίστευαν πολλοί, παρά πραγματικά γεγονότα.
Πολλά έχουν γραφτεί έκτοτε για τις αναλογίες μεταξύ Μπαρμπα-Θωμά και Henson και οι περισσότερες είναι οφθαλμοφανείς.
Όπως έγραψε και ένας κριτικός λογοτεχνίας της εποχής: «Είναι πλέον σίγουρο πως ο αιδεσιμότατος Josiah Henson, του Καναδά, είναι ο πραγματικός Μπαρμπα-Θωμάς, ο χριστιανός ήρωας, στο φημισμένο βιβλίο ‘‘Η καλύβα του Μπαρμπα-Θωμά’’ της κυρίας Στόου».
Κάποιοι μάλιστα έφτασαν να ισχυριστούν πως ο Henson άξιζε περισσότερες τιμές από μια απλή αναφορά στο «Key» της Στόου. «Δεν θα ήταν πολύ τολμηρό να υποδείξει κανείς πως αυτοί, οι εκδότες, θα έπρεπε να δώσουν στον αιδεσιμότατο Henson ένα ποσοστό των κερδών», γράφει άλλος κριτικός του 19ου αιώνα.
Αυτά τα λεφτά, αν δίνονταν ποτέ, θα πήγαιναν σε πολύ καλό σκοπό. Ήταν βλέπετε γνωστό πως ο Henson απελευθέρωνε Αφροαμερικανούς αγοράζοντας την ελευθερία τους. Είτε με δικά του λεφτά, είτε από τα ταμεία της μαύρης κοινότητας.
Η φήμη του ήταν πια παγκόσμια. Συναντήθηκε με τη βασίλισσα Βικτωρία στο Κάστρο του Ουίνδσορ και έλαβε επίσημη πρόσκληση από τον πρόεδρο Ράδερφορντ Χέις για τον Λευκό Οίκο.
Πριν πεθάνει το 1883, σε ηλικία 93 ετών, ο Henson είπε: «Με έχουν αποκαλέσει ‘‘Μπαρμπα-Θωμά’’ και νιώθω περήφανος για τον τίτλο. Αν τα ταπεινά μου λόγια ενέπνευσαν με οποιονδήποτε τρόπο αυτή τη χαρισματική γυναίκα να γράψει, τότε δεν έζησα μια μάταιη ζωή. Γιατί πιστεύω πως το βιβλίο της ήταν η αρχή του ένδοξου τέλους»…