Υπήρχε λόγος που το ανεπανάληπτο θρίλερ «Η Σιωπή των Αμνών» κυκλοφόρησε στις 14 Φεβρουαρίου 1991, ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου.

Και δεν είχε να κάνει φυσικά με τη γιορτή των ερωτευμένων. Η ταινία προγραμματίστηκε να βγει στις αίθουσες στα μέσα Φεβρουαρίου, καθώς η εταιρία παραγωγής Orion Pictures είχε άλλη μια επιτυχία στους κινηματογράφους και δεν ήθελε ανταγωνισμό μεταξύ τους.

Το «Χορεύοντας με τους Λύκους» παιζόταν ήδη στις σκοτεινές αίθουσες και η Orion δεν ήθελε να φέρει κι άλλους διεκδικητές στα Όσκαρ εκείνης της χρονιάς.

Η στρατηγική απέδωσε και με το παραπάνω για τον παραγωγό, σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή Κέβιν Κόστνερ, ο οποίος έφυγε από την 63η απονομή του 1991 με 7 χρυσά αγαλματίδια (προτάθηκε για 12)!

Η Ακαδημία δεν ξέχασε φυσικά τη «Σιωπή των Αμνών» την επόμενη χρονιά, προσυπογράφοντας έναν από τους μεγαλύτερους και ιστορικότερους θριάμβους στα Όσκαρ.

Με αφορμή λοιπόν την επέτειο των 30 ετών της θρυλικής ταινίας, ας πάμε ένα ταξίδι στον χρόνο για να δούμε μικρά και μεγάλα πράγματα που αγνοούμε…

Οι πρωτιές στα Όσκαρ

Η «Σιωπή των Αμνών» γινόταν μόλις η τρίτη ταινία (και παραμένει) που έφευγε από απονομή χρυσών αγαλματιδίων και με τα 5 μεγάλα βραβεία παραμάσχαλα (προτάθηκε για 7): Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας (Τζόναθαν Ντέμι), Α’ Ανδρικού (Άντονι Χόπκινς), Α’ Γυναικείου (Τζόντι Φόστερ) και Σεναρίου (Τεντ Τάλι).

Οι δύο άλλες είναι το «Συνέβη μια Νύχτα» (1935) του Φρανκ Κάπρα και το «Στη Φωλιά του Κούκου» (1975) του Μίλος Φόρμαν.

Αν αυτό δεν είναι αρκετό, είναι επίσης η ταινία τρόμου που «καθάρισε» το είδος, βάζοντάς το στα μεγάλα σαλόνια της κινηματογραφίας.

Παραμένει ακόμα και σήμερα η μόνη ταινία τρόμου που έχει τιμηθεί με Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και μία από τις 6 που έχουν προταθεί ποτέ από το είδος για το μεγαλύτερο βραβείο της Αμερικανικής Ακαδημίας.

Δικαιώματα; Ποια δικαιώματα;

Το εξαιρετικό «Manhunter» («Ο ανθρωποκυνηγός») του 1986 του Μάικλ Μαν βασίζεται στο μυθιστόρημα «Red Dragon» (1981) του Τόμας Χάρις, του πρώτου από τα 4 βιβλία που έγραψε για τον διαβόητο πλέον ψυχίατρο με τις κανιβαλιστικές τάσεις.

Το «Manhunter» σύστησε μεν στο παγκόσμιο κοινό τον δρα Λέκτερ (Hannibal Lecktor τον ονομάζει ο συγγραφέας), πάτωσε ωστόσο στο box office.

Μόλις τα μισά του προϋπολογισμού του έφερε πίσω, εξοργίζοντας τον «βαρόνο» του ιταλικού σινεμά Ντίνο ντε Λαουρέντις. Ειδικά στις ΗΠΑ, ο παραγωγός είχε πληρώσει περισσότερα για διαφήμιση απ’ όσα έβγαλε στα ταμεία.

Κι έτσι ο Ιταλός ήταν κάτι παραπάνω από πρόθυμος να δώσει δωρεάν τα δικαιώματα του δρος Λέκτερ στους παραγωγούς της «Σιωπής των Αμνών». Πιστεύοντας πως θα έσπαγαν κι αυτοί τα μούτρα τους.

Ούτε το νέο (και δεύτερο) μυθιστόρημα του Χάρις για τον Λέκτερ δεν θέλησε να διαβάσει ο Λαουρέντις! Όταν τον πλησίασαν ο Χάρις και ο Ντέμι για τα κινηματογραφικά δικαιώματα του χαρακτήρα, ο μεγαλοπαραγωγός τα παραχώρησε δωρεάν. «Γιατί να είσαι άπληστος;», τους είπε.

Η δεύτερη ταινία με τον Λέκτερ τράνταξε ωστόσο συθέμελα τα ταμεία και έφερε πίσω πάνω από 272 εκατ. δολάρια. Κάπου… 264 εκατομμύρια περισσότερα από το «Manhunter» δηλαδή!

Ποιοι ήταν να παίξουν

Orion Pictures και Τζιν Χάκμαν αποφάσισαν να χωρίσουν στα δυο τα 500.000 δολάρια που χρειάζονταν για να αποκτήσουν τα κινηματογραφικά δικαιώματα του βιβλίου. Ο δημοφιλής ηθοποιός ήταν να σκηνοθετήσει την ταινία, αλλά και να παίξει τον πράκτορα του FBI, Jack Crawford.

Και τότε ξαφνικά έκανε πίσω. Χρόνια αργότερα θα αποκάλυπτε και τους λόγους της υπαναχώρησής του. Κάποια στιγμή είδε ένα βίντεο του εαυτού του κατά την απονομή των Όσκαρ του 1989, όταν ήταν υποψήφιος για τον ρόλο του στην ταινία «Ο Μισσισσιπής καίγεται» του Άλαν Πάρκερ.

Εκεί έπαιζε ξανά έναν πράκτορα του FBI και φοβήθηκε μήπως τυποποιηθεί σε τέτοιους ρόλους. Κι έτσι αποχώρησε τελικά από τη «Σιωπή των Αμνών».

Όσο για τον ρόλο της Clarice Starling, η πρώτη επιλογή του στούντιο ήταν η Μισέλ Φάιφερ. Η οποία είχε μόλις συνεργαστεί με τον Ντέμι στην τελευταία του ταινία και ο σκηνοθέτης την ήθελε διακαώς. Εκείνη φοβήθηκε ωστόσο τον ρόλο, την ανησυχούσε το «σκοτεινό» του πράγματος.

«Όχι» άκουσε ο Ντέμι και από τη Μεγκ Ράιαν αλλά και τη Λόρα Ντερν. Εντωμεταξύ, η Τζόντι Φόστερ είχε παθιαστεί τόσο με το σενάριο που αποπειράθηκε να αγοράσει εκείνη τα κινηματογραφικά δικαιώματα, την πρόλαβε ωστόσο ο Χάκμαν.

Ο Ντέμι της έδωσε τελικά τον ρόλο επειδή την έβλεπε να μάχεται λυσσαλέα γι’ αυτόν. Δεν του άρεσε καθόλου. Δεν εκτιμούσε ούτε την υπέροχη ερμηνεία της στους «Κατηγορούμενους» (1988), όπου τιμήθηκε με Όσκαρ Α’ Γυναικείου.

Όπως είπε, δεν τον έπεισε με την υποκριτική της στις δύο οντισιόν, αλλά με την αποφασιστικότητά της. Όσο για την ίδια τη Φόστερ, αυτή ανησυχούσε πως ο Ντέμι θα έκανε το FBI να μοιάζει γελοίο.

Ο Ντέμι είχε κάνει το 1988 τη «Γυναίκα του γκάγκστερ» με τη Μισέλ Φάιφερ, μια κωμωδία που δεν μιλούσε με τα κολακευτικότερα λόγια για την ομοσπονδιακή αστυνομία. Η Φόστερ έτρεφε όμως απόλυτο σεβασμό στο FBI από μια προσωπική της υπόθεση.

Οι ομοσπονδιακοί είχαν χειριστεί υποδειγματικά μια απειλή θανάτου κατά της ηθοποιού και εξασφάλισαν την ισόβια εκτίμησή της. Κι έτσι εκείνη προσέγγισε τον σκηνοθέτη πριν τα γυρίσματα για να σιγουρευτεί πως το FBI θα απεικονιζόταν «με τον σωστό τρόπο», όπως του είπε.

Όσο για τον ρόλο του Λέκτερ, η πρώτη επιλογή ήταν ο Σον Κόνερι. Ο δημοφιλής ηθοποιός διάβασε ωστόσο το σενάριο και το βρήκε «αποκρουστικό». Ο Άντονι Χόπκινς δεν ήταν καν η δεύτερη ή η τρίτη επιλογή. Οι παραγωγοί στράφηκαν στον Ντάνιελ Ντέι Λιούις και τον Ντέρεκ Τζάκομπι.

Ο Άντονι Χόπκινς ως Χάνιμπαλ Λέκτερ

Όταν ο ατζέντης του τον ενημέρωσε για ένα νέο σενάριο που ήθελε να διαβάσει, με τίτλο «Η Σιωπή των Αμνών», ο Χόπκινς τον ρώτησε αν «είναι παιδική ιστορία;».

Όταν διάβασε ωστόσο τις πρώτες 10 σελίδες, τον πήρε τώρα αυτός τηλέφωνο λέγοντάς του «είναι ο καλύτερος ρόλος που έχω διαβάσει».

Το δείπνο με τον Ντέμι για να αποδεχτεί τη δουλειά ήταν εντελώς τυπικό. O Χόπκινς επιστράτευσε στην υποκριτική του τον φόβο των ανθρώπων για τους γιατρούς προκειμένου να κάνει τρομακτικότερες τις σκηνές του στην ταινία.

Δική του ιδέα, για παράδειγμα, ήταν να φορά ο Λέκτερ λευκά. Η θεωρία του ήταν πως φοβόμαστε ήδη όσους φορούν λευκές ποδιές στη δουλειά τους (γιατρούς και οδοντίατρους).

Ο ίδιος ο Χάνιμπαλ Λέκτερ

Ο κανίβαλος της ταινίας δεν βασίζεται σε πραγματικό δολοφόνο. Ήταν μια συρραφή όλων των κακών που είδε ο Τόμας Χάρις για τις ανάγκες της συγγραφικής έρευνάς του.

«Δεν υπάρχει κανείς, ευτυχώς, σαν αυτόν», είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ο πράκτορας του FBI, John Douglas, η πραγματική έμπνευση για τον κινηματογραφικό πράκτορα Jack Crawford.

Ο Χάρις αποκάλυψε ωστόσο το 2013 πως ο Χάνιμπαλ Λέκτερ βασίζεται σε έναν δολοφόνο χειρουργό που είχε γνωρίσει ο ίδιος όταν εργαζόταν ως δημοσιογράφος.

Παρά το γεγονός ότι δεν έδωσε όνομα, πιστεύεται πως αναφέρεται στον Alfredo Balli Trevino, έναν γιατρό που δολοφόνησε τον καλύτερό του φίλο και χαρακτήριζαν όλοι ως «πνευματώδη και αλαζόνα».

Όσο για τον serial killer της «Σιωπής των Αμνών», Buffalo Bill, αυτός είναι κράμα 6 πραγματικών κατά συρροή φονιάδων (με σημαντικότερους τους Gary Michael Heidnik, Ed Gein και Ted Bundy).

Ο Σκοτ Γκλεν, που ενσαρκώνει τον πράκτορα Jack Crawford, «έσπασε» όταν έκανε τη δική του έρευνα για τον ρόλο. Τον είχε πάει ο Douglas μια βόλτα στην ειδική μονάδα του FBI στη Βιρτζίνια για να ακούσει ηχογραφήσεις από πραγματικούς serial killers.

Ο Γκλεν όχι μόνο βγήκε από το FBI με κλάματα στα μάτια, αλλά ξαφνικά έγινε και υπέρμαχος της θανατικής ποινής!

Το σπίτι της «Σιωπής»

Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας είναι γυρισμένο σε πραγματικές τοποθεσίες του Πίτσμπουργκ. Το σπίτι του Buffalo Bill είναι σήμερα δημοφιλέστατο.

Εκείνη την εποχή ανήκε βέβαια σε έναν καθηγητή μέσης εκπαίδευσης που μόνο τα χειρότερα είχε να λέει για το συνεργείο.

Του έκλεψαν πράγματα και ήταν αγενείς μαζί του, παραπονιόταν ο Harold Lloyd, ο οποίος είδε κι έναν φύλακα των γυρισμάτων να κάνει νυχτερινές ξεναγήσεις στο σπίτι του.

Η ιστορική αφίσα

Το κρανίο που βλέπουμε πάνω στο έντομο της επίσημης αφίσας της ταινίας είναι παρμένο από φωτογραφία του Philippe Halsman με τον Σαλβαντόρ Νταλί.

Με τίτλο «In Voluptas Mors», η εικόνα παρουσιάζει τον σουρεαλιστή ζωγράφο δίπλα σε ένα κρανίο που σχηματίζουν 7 γυμνά γυναικεία σώματα.

Ήταν σχέδιο του ίδιου του Νταλί που έκανε φωτογραφική πραγματικότητα ο Halsman…