Υπάρχει ανάμεσά μας κόσμος που ξεμένει στην πόλη όταν εκείνη αδειάζει για τα μπάνια του λαού.
Και οι περισσότεροι θα βάλουν να δουν, ως φόρο τιμής ή εν είδει ιδεοψυχαναγκασμού, τον «Τσίου».
Αυτό κάνουν εδώ και μια 15ετία και δεν πρόκειται κανείς να τους αλλάξει γνώμη. Το πολύ-πολύ να δεχτούν να κάτσεις πλάι τους και να την ξαναδείτε για πολλοστή φορά μαζί.
Και το αστείο της υπόθεσης είναι πως κάθε φορά που βλέπεις το μικρό αυτό κινηματογραφικό φαινόμενο, το «ελληνικό Trainspotting» όπως το έχουν αποκαλέσει σοφά, όλο και κάτι θα βρεις που δεν είχες προσέξει ποτέ.
Γιατί ο Τσίου και η σπινταριστή περιπέτειά του είναι γεμάτη ατάκες ανθολογίας. Και είναι πολλά πράγματα ταυτοχρόνως γιατί ποτέ του δεν προσπάθησε να είναι τίποτα.
Αν δεν την έχεις δει, και είσαι μάλλον ή πολύ πιτσιρικάς ή πολύ κουλτουριάρης, ως καλτ ταινιάκι θα σου την προτείνουν, ό,τι πρέπει για την κάψα του καλοκαιριού θα σου πουν.
Και τότε θα έρθεις αντιμέτωπος με ένα πολυεπίπεδο έργο που δεν προσπαθεί για τίποτα. Όλα κυλάνε ανεπιτήδευτα σε μια Αθήνα που μοιάζει στα χειρότερά της.
Το καλτ αριστούργημα του Μάκη Παπαδηματράτου έγινε πειρατικό φαινόμενο, τρύπωσε σε κάθε σπίτι και το είδαν όλες οι παρέες σε ένα laptop στρατηγικά τοποθετημένο κάπου στο τραπεζάκι του σαλονιού.
Ήταν και παραμένει ένα τρελό και χαώδες γαϊτανάκι απροσχημάτιστου χιούμορ και κινηματογραφικής απλότητας, με όχημα τις περιπέτειες ενός εθισμένου στις ναρκωτικές ουσίες που αναζητεί μανιωδώς τη δόση του στην έρημη Αθήνα του Δεκαπενταύγουστου.
Πίσω από τα σπαρταριστά ευτράπελα που λαμβάνουν χώρα, η ταινία είναι μια πραγματικά γνήσια καταγραφή ενός τμήματος της αθηναϊκής καθημερινότητας, μια ακομπλεξάριστη ανατομία του περιθωρίου. Ενός περιθωρίου που δεν είναι τελικά και τόσο περιθωριακό.
Αυτή η δαιμόνια φάρσα για τον κόσμο των ναρκωτικών, η ένοχη αυγουστιάτικη απόλαυση που τηρείται συνήθως με θρησκευτική ευλάβεια, τιμήθηκε αναπάντεχα 46ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης με τρία βραβεία.
Και είναι μια ταινία όχι low budget, αλλά no budget! Αν ξεκολλήσουμε ποτέ από το μαύρο χιούμορ και τις θανατηφόρες ατάκες του, ίσως καταφέρουμε να μιλήσουμε και για μερικά μικρά παραλειπόμενα…
Μια καλή ιδέα για το τι είναι το «Τσίου» μάς δίνει το 2ο Athens Open Air Film Festival (Φεστιβάλ Θερινού Κινηματογράφου της Αθήνας), που έπαιξε την ταινία το 2012 στη Βίλα Δρακοπούλου της Πατησίων.
«Αθήνα, Δεκαπενταύγουστος 2005. Μέσα σε ένα απόγευμα γνωρίζουμε μερικούς ανθρώπους, που το μόνο τους πρόβλημα είναι η αναζήτηση ουσιών. Παράνομων ουσιών. Λόγω της ημέρας υπάρχει έλλειψη. Ο Τσίου, πρωταγωνιστής της ιστορίας μας, είναι ηρωινομανής. Ψάχνεται να βρει και μπλέκει μέσω της αδελφής του Στέλλας και του μαφιόζου άντρα της, του Στέλιου, αρκετούς ανθρώπους.
Άλλοι κοκαϊνομανείς, σαν τον Νώντα και τον Γιάννη, που διεκδικούν την Τζένη. Και άλλους που δεν έχουν σχέση με ουσίες, όπως τον Τάκο, τον Νικήτα και τον Μπιλ, που απλά δουλεύουν για τον μαφιόζο και πρέπει να βρουν ηρωίνη επειδή τους διέταξε.
Ο Τάκος βάζει τον Νώντα να του βρει υπό πίεση και αυτός βάζει με δόλο τον Τσίου να βρει για τον ίδιο, χωρίς να το ξέρει βέβαια. Τα πράγματα μπερδεύονται αρκετά, και η περιπλάνηση στο κέντρο της Αθήνας συνεχίζεται για την πολυπόθητη δόση».
Ο ίδιος ο Τσίου ξεκινά κάπως έτσι την εξιστόρηση της περιπέτειάς του: «Δεκαπενταύγουστο στη Αθήνα μένουνε μόνο οι μπατίρηδες και όσοι δεν έχουν κόσμο για να πάνε έξω. Εκείνος ο Δεκαπενταύγουστος ήταν πολύ δύσκολος. Φράγκα δεν υπήρχανε, δηλαδή ίσα-ίσα το πιώμα. Εκείνη τη μέρα θυμάμαι όλος ο κόσμος που είχε μείνει στην Αθήνα ήταν πολύ τρελαμένος»…
Η παραγωγή του 2005 απέσπασε τρία βραβεία (Σεναρίου, Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη και Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου FIPRESCI) στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ήταν μια δουλειά σε σενάριο και σκηνοθεσία του Μάκη Παπαδημητράτου και είχε στο καστ τους Αλέξανδρο Παρίση, Μάκη Παπαδημητράτο, Αναστάση Κολοβό, Τζένη Θεωνά και Ερρίκο Λίτση, μεταξύ άλλων.
Μέρος της μουσικής έγραψε ο Κωνσταντίνος Βήτα, τη φωτογραφία υπέγραψε ο Άκης Σάφαρης, την ηχοληψία ο Χρήστος Σιδηρόπουλος και το μοντάζ έκανε ο Λευτέρης Κατσαρός.
Ένα τμήμα της γυρίστηκε τον Ιούνιο και το υπόλοιπο τις μέρες γύρω από τον Δεκαπενταύγουστο του 2005. Πόσες ακριβώς; Ο Παπαδημητράτος είπε 14 μέρες, συν άλλες δύο τελικά μισές, μετά από πολλή πίεση, ούτε καν 16 δηλαδή. Πολύ λίγες πράγματι.
Αυτός ο χρήστης ουσιών που ξεμένει το κατακαλόκαιρο στην Αθήνα και προσπαθεί να βρει τη δόση του, βρίσκοντας στην πορεία ένα ολόκληρο ψηφιδωτό ανθρώπων, καταστάσεων και ιδεών, μας έκανε να βλέπουμε τελείως διαφορετικά τον Δεκαπενταύγουστο.
Αιώνια φρέσκος και ταυτοχρόνως διαχρονικός είναι ο «Τσίου», αστείος και μελαγχολικός συνάμα, μια ταινία που δεν παίρνει καθόλου σοβαρά τον εαυτό της, γι’ αυτό και είναι γνήσια, αληθινή και ατόφια. Αυτή είναι η μεγάλη της αρετή, πως όλα συμβαίνουν εδώ απλά. Έστω κι αν όλα δεν είναι παρά μια διαρκής αναζήτηση ταυτότητας και νοήματος.
Ο ηθοποιός Μάκης Παπαδημητράτος, που μετά την επιτυχία της ταινίας γύρισε άλλη μία, τους «Κλέφτες», υπέγραψε μια συνειδητή και απενοχοποιημένη καλτιά που δεν φοβάται να κοιτάξει τον εαυτό της στον καθρέφτη.
Πάμφτηνο και ακομπλεξάριστο, σπιντάτο και αεικίνητο, μετατρέπει ακόμα και τον ερασιτεχνισμό του σε άποψη. Ή την ανοησία σε κινηματογραφικό μνημείο.
Αυτή η underground, συνεχής και κυκλική αλυσίδα συναντήσεων, ένας φαύλος κύκλος που θα σπάσει τελικά με δυνατό τρόπο, μας χάρισε φιγούρες της διπλανής πόρτας ή της διπλανής γειτονιάς που μοιάζουν τόσο οικείες.
Ποιος δεν θυμάται τον Νώντα, την Τζένη, τον Στέλιο, την Αγνή, τον Κούκι και τον Τσίου φυσικά; Παιδιά που έπεσαν στα ναρκωτικά ή όλο αυτό τον κύκλο που εκμεταλλεύεται τις τραγικές καταστάσεις. Ακτινογραφία μιας πόλης είναι, μιας πόλης σε διαρκή κίνηση, που σε κάνει να γελάς με τις ατάκες, ενώ κανονικά θα έπρεπε να κλαις με την κατάντια.
Ο Τσίου προσπαθεί να «φτιαχτεί», αυτό διαπνέει την ταινία, δεν είναι όμως μόνο αυτό. Με τα τσιμέντα να βράζουν και τα πάντα κλειστά, η Αθήνα μοιάζει πιο ωμή από ποτέ. Για να αποτυπώσεις την αλήθεια δεν χρειάζεσαι προφανώς μεγάλο budget, παρά καθαρή ματιά.
Και μπόλικες δόσεις μαύρου χιούμορ, για να μη σε πιάσει η μαυρίλα. Αυτή είναι η ρώμη του «Τσίου», πως οι ατάκες του καρφώνονται στο μυαλό και δεν τις ξεχνάς ποτέ. Θυμάστε τον… Ταΰγετο και τις πέτρες του;
Ο Τσίου είναι αυτός ο μοναχικός τύπος που περιδιαβαίνει, ασκόπως λες, την άδεια πόλη όσο εμείς τον προσπερνάμε αδιάφορα. Μόνο που δεν ξέρουμε ότι ο Δεκαπενταύγουστος τού ανήκει…
Μιλώντας στο VICE τον Αύγουστο του 2016, ο Παπαδημητράτος είχε αποκαλύψει πως την είχε φτιάξει με τον Παρίση (τον Τσίου στην ταινία) και την προόριζαν για μικρού μήκους.
Ο Παρίσης παρίστανε τον ναρκομανή στην παρέα για να σκάνε στα γέλια ήδη από το 1995, από έναν πραγματικό εξαρτημένο κάπου στα Πατήσια, και ήταν ο παραγωγός του Παπαδημητράτου αυτός που τον προέτρεψε να κάνει την ταινία.
Όσο για το όνομα «Τσίου», το βρήκε ο Ερρίκος Λίτσης. «Όταν του έδωσα το σενάριο για να το διαβάσει ήταν ακόμη ανώνυμο. Με ρώτησε πώς θα την πω, αλλά δεν είχα σκεφτεί κάτι, μου πρότεινε να την πω Τσίου και το έκανα».
Όπως είπε στη συνέντευξη, έγραψε το σενάριο «σε μερικές εβδομάδες» και για το γύρισμα «χρειάστηκαν ελάχιστα χρήματα. Ήταν μάλλον από τις πιο low budget ταινίες ever».
Και ήταν. «Η ταινία έγινε με πολλή δουλειά, αγάπη και χωρίς καθόλου χρήματα. Τρώγαμε με φαγητό που έφτιαχνε η μαμά μιας φίλης, η βιντεοκάμερα που γυρίσαμε ήταν από αυτές που τραβάει ο κόσμος στα βαφτίσια».
Μιλώντας στο Popaganda τον Ιούλιο του 2014, είπε περισσότερα για την κάμερα: «Δανείστηκα μία κάμερα, όχι πολύ καλή, από ένα παιδί. Για αντάλλαγμα του είχα δώσει το σπίτι μου για δυο βδομάδες, να γυρίσει τη δική του ταινία. Μη φανταστείς, με αυτή την κάμερα βαφτίσια κάναμε τότε».
Οι δύο βδομάδες που κράτησαν τα γυρίσματα ήταν πολύ απαιτητικές, καθώς δεν υπήρχε η δυνατότητα για πολλές λήψεις. «Κάναμε 8 με 10 ώρες γυρίσματα την ημέρα. Για παράδειγμα, όλα τα πλάνα της Τζένης έγιναν την ίδια μέρα. Ήρθε η Τζένη έκατσε ένα εξάωρο … και όταν είδε την ταινία μου είπε ‘‘ρε συ, έχω κανονικό ρόλο στην ταινία, πώς γίνεται;’’».
«Μπορεί να γίνει μια καλή ταινία σε λίγες ημέρες. Αν είχα παραπάνω χρόνο, μπορεί να είχε βγει λίγο καλύτερος ο Τσίου. Αλλά δεν θα μάθουμε ποτέ».
Σε συνέντευξή στο περιοδικό «Έξοδος» τον Μάρτιο του 2006 και μιλώντας για τα αυγουστιάτικα γυρίσματα, αποκάλυψε και ένα αστείο περιστατικό: «Μέχρι που μας την έπεσαν χρήστες στην πλατεία Βάθη. Είδαν κάμερα και νόμιζαν πως είμαστε δημοσιογράφοι. Τους είπαμε όμως ότι κάνουμε ταινία και έκατσαν και παρακολούθησαν σιωπηλοί – ένας μάλιστα μου είπε: ‘‘Με 20 ευρώ θα στο κάνω καλύτερα’’»!
Τα εξωτερικά πλάνα της άδειας Αθήνας γυρίστηκαν λοιπόν πράγματι τον Δεκαπενταύγουστο. Όσο για ένα sequel της ταινίας, αυτό δεν θα το δούμε ποτέ. «Μου το έχουν προτείνει πολλάκις, αλλά νομίζω θα χάσει κάτι απ’ τη μοναδικότητά του»…
Στην ίδια συνέντευξη στο Popaganda, ο Παπαδημητράτος αποκάλυψε ένα ακόμα μικρό παραλειπόμενο. Πως αν άκουγε τον Ρένο Χαραλαμπίδη, δεν θα είχαμε τον «Τσίου»!
«Εκείνη την περίοδο έκανα και μια τηλεταινία με τον Χαραλαμπίδη και τον Ζουγανέλη. Σε κάποια φάση, στα διαλείμματα, βλέπω τον Χαραλαμπίδη να γράφει, του λέω ότι κι εγώ γράφω μία δική μου ταινία, ‘‘μια κωμωδία, για ένα πρεζάκι που ψάχνει να βρει τη δόση του’’.
‘‘Αυτό δεν είναι κωμωδία ρε φίλε’’, μου λέει. ‘‘Εντάξει δεν είναι ακριβώς κωμωδία, έχει όμως αρκετά κωμικά στοιχεία’’, του απάντησα. Και μ’ έκανε χρυσό να μην το προχωρήσω, δύο ώρες προσπαθούσε να με πείσει ότι θα σπάσω τα μούτρα μου».
Όπως είναι σήμερα γνωστό, ο «Τσίου» βγήκε στο ίντερνετ πριν προβληθεί στους κινηματογράφους, διαγράφοντας μια ξέφρενη πειρατική διαδρομή με δεκάδες χιλιάδες προβολές.
«Κυκλοφορεί μια φήμη ότι διέρρευσα μόνος μου την ταινία στο internet. Δεν ισχύει. Ίσα ίσα, έπαθα μεγάλη πλάκα όταν το πήρα χαμπάρι. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έβλεπα ολόκληρη ταινία στα google videos, πριν το youtube».
Και σημειώνει: «Πάντως, δεν έμαθα ποτέ ποιος την έβγαλε online. Προφανώς στενοχωρέθηκα όταν την είδα οnline. Η ταινία βγήκε στο internet πριν βγει στις αίθουσες, μόνο αυτό σου λέω. Ήταν ένα μικρό σοκ … Ο Τσίου πολιτογραφήθηκε για μένα σαν ιντερνετική ταινία. Κανείς δεν την είδε στο σινεμά. Έκοψε μόνο 3-4 χιλιάδες εισιτήρια».
Αυτά είναι μερικά μόνο από τα πράγματα που γέννησαν έναν μικρό μύθο. Έναν μύθο που ενόχλησε τόσο τους κριτικούς κινηματογράφους που έσπευσαν να τη «θάψουν». Σαν το αμίμητο «0» του Δανίκα στα «Νέα» τον Μάρτιο του 2006!
Λατρεύτηκε όμως από τον μεγάλο και αλάνθαστο κριτή, τον κόσμο, κι αυτό προφανώς φτάνει…