Τι είναι άραγε αυτό που κάνει ένα κακό φιλμ να μεταπηδά από την απλή αποτυχία σε σκοτεινά μεγαλεία;
Να υπερβαίνει το όνειδος του ανοσιουργήματος και να αποκτά ζηλευτό καθεστώς ανά τις δεκαετίες;
Πηγαίνοντας τελικά σε κείνο το σουρεαλιστικό μέρος όπου δεν πιστεύεις μεν αυτό που βλέπεις, αλλά δεν μπορείς ταυτοχρόνως να σταματήσεις να το βλέπεις!
Αυτή είναι η αληθινή μαγεία των πραγματικά κακών ταινιών, εκεί όπου όλα πήγαν στραβά δηλαδή, λες και η μοίρα το θέλησε να γίνουν θρυλικές για όλους τους λάθος (ή τους σωστούς, παίζεται) λόγους. Πως έχουν κάτι το εγγενές θελκτικό μέσα τους, σε τραβάνε στον κόσμο τους και φυλακίζουν μια για πάντα.
Κι εδώ το υλικό είναι πραγματικά ανεξάντλητο, καθώς το σινεμά μας έχει συνηθίσει σε τέτοιες κινηματογραφικές θηριωδίες που ούτε να ξεστομίσεις δεν μπορείς. Από αστρο-ζόμπι μέχρι έφηβους λυκάνθρωπους δηλαδή και ακόμα μακρύτερα.
Κι όμως, παρά το ανατριχιαστικά ή κωμικά κακό του πράγματος, το κεφάλι δύσκολα μπορείς να το γυρίσεις αν τύχει και πέσεις πάνω τους, καθώς όλες τους μοιράζονται ένα μυστικό: είναι απείρως διασκεδαστικές…
Ποιος είναι υπεύθυνος για αυτό το τερατούργημα; Άνθρωποι που δύσκολα θα περίμενες, από τον σκηνοθέτη Τζόελ Σουμάχερ μέχρι ηθοποιούς σαν τον Τζορτζ Κλούνεϊ και τον Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ δηλαδή! Τι πήγε λοιπόν τόσο στραβά σε ένα καθιερωμένο franchise; Όλα, από το νέον που δονεί την ταινία και το παραφουσκωμένο σενάριο μέχρι και τις διαβόητες ρώγες του Μπάτμαν. Ήταν το φιλμ που λίγο έλειψε να σκοτώσει κινηματογραφικά τον σούπερ ήρωα και να μην ξαναδείς τον μασκοφόρο εκδικητή ποτέ στο πανί.
Στη γιγαντιαία online ψηφοφορία του περιοδικού Empire ψηφίστηκε μάλιστα ως η χειρότερη ταινία όλων των εποχών. Υπερβολή, σαφώς, δείχνει ωστόσο τη γνώμη του παγκόσμιου κοινού, που συνόψισε καλύτερα ο κριτικός κινηματογράφου του «The New Yorker», Anthony Lane: «Κάθεσαι εκεί και νιώθεις εγκεφαλικά νεκρός, προσευχόμενος να σταματήσει η αντάρα». Αν θες να δεις πώς ξοδεύεις 1 εκατ. δολάρια το λεπτό για κάτι τόσο κακό, δεν θα βρεις όμοιά της…
Εδώ μιλάμε για μια ταινία τόσο κακή που η ίδια η μοίρα το ήθελε να μη δει ποτέ ανθρώπου μάτι! Ξεκινώντας από το 1971, το μόνο φιλμ που θα έκανε ποτέ ο ανεκδιήγητος Τζορτζ Μπάρι από το Ντιτρόιτ των ΗΠΑ ολοκληρώθηκε το 1977, αλλά δεν βρήκε φυσικά διανομή. Το 2001 ωστόσο ο σκηνοθέτης ανακάλυψε συμπτωματικά ένα πειρατικό αντίγραφο της ταινίας που είχε κυκλοφορήσει στη Βρετανία σε βίντεο και το είχε στείλει στα ουράνια της ευρωπαϊκής καλτ επικράτειας.
Το 2003 βγήκε στη σκοτεινή αίθουσα, κι έτσι τώρα είναι και επίσημα μια από τις χειρότερες ταινίες από καταβολής σινεμά. Αν πρέπει να πούμε τι περιλαμβάνει το «Νεκροκρέβατο» που στοίχειωσε ο δαίμονας και τρώει όσους ξαπλώνουν πάνω του, μόλις το είπαμε…
Και πάνω που λες πως τα έχεις δει όλα, δεν χρειάζεται να έχεις ακριβώς διδακτορικό στην Ιστορία για να καταλάβεις πως οι δύο λέξεις του τίτλου δεν θα έμπαιναν ποτέ στην ίδια πρόταση. Αφρο-αμερικανούς γκεσταπίτες δεν σκέφτηκε δηλαδή να φτιάξει ποτέ κανείς, εκτός από τον Λι Φροστ, σε σενάριο του ιδίου φυσικά.
Το διεστραμμένο αυτό blaxploitation διαμαντάκι έχει άφθονες δόσεις βίας, ακόμα και ευνουχισμό, μάχες με καυκάσιους λευκούς και ναζιστικά τραγουδάκια. Παραείναι θεότρελο για να το αγνοήσεις…
Ψηφισμένη από ενώσεις κριτικών και κινηματογραφικούς φορείς ως «η χειρότερη ταινία που φτιάχτηκε ποτέ» ήδη από το 1980, το ανοσιούργημα του Εντ Γουντ άφησε κατά μέρος τις κινηματογραφικές συμβάσεις αληθοφάνειας και παρουσίασε, ας πούμε, δυο καρέκλες και μια κουρτίνα μπάνιου ως κόκπιτ αεροπλάνου! Η αντισυμβατική αυτή εισβολή εξωγήινων περιλαμβάνει ακόμα και τον μύθο Μπέλα Λουγκόζι, εν αγνοία του πάντα, καθώς ο Γουντ κότσαρε μερικά άσχετα πλάνα του στην ταινία, γυρισμένα για άλλο φιλμ.
Παρά την κατάφωρη έλλειψη ταλέντου και χρημάτων, ο Εντ κατάφερε να τη φτιάξει την ταινία του χρησιμοποιώντας παιδικά παιχνίδια για ιπτάμενους δίσκους, χαρτοκιβώτια για νεκροταφεία και άλλα τέτοια ξακουστά παρατράγουδα, παραδίδοντας την πιο ιδιοσυγκρασιακή ίσως ταινία του σινεμά, για την οποία ακόμα και ο πρωταγωνιστής της Γκρέγκορι Γουόλκοτ είχε πει (πριν καταπιεί την περηφάνεια του και παίξει τελικά): «Διάβασα το σενάριο και ήταν ένα μάτσο ασυναρτησίες. Δεν έβγαζε κανένα νόημα»…
Με την επιτυχία του «Pulp Fiction» στο τσεπάκι του, ο Τζον Τραβόλτα κατάφερε να γίνει ο περίγελος του Χόλιγουντ παίζοντας και χρηματοδοτώντας το ανεκδιήγητο σενάριο του θρησκευτικού του ηγέτη, ιδρυτή της Σαϊεντολογίας, Λ. Ρον Χάμπαρντ. Το 3000 μ.Χ. λοιπόν μια εξωγήινη φυλή, οι Σάικλο, ρημάζουν τον πλανήτη Γη και υποδουλώνουν τους τελευταίους ανθρώπους, με έναν τρίμετρο Τραβόλτα με ράστα!
Οι κριτικοί το καταδιασκέδασαν χύνοντας ποτάμια χολής, ο κόσμος έκλαιγε τα λεφτά του και ο μόνος τρόπος να περάσει η ταινία είναι να τη δεις σαν παρωδία επιστημονικής φαντασίας. Όλα, όλα όμως, από τη σκηνοθεσία και το σενάριο μέχρι την υποκριτική και τα ειδικά εφέ, είναι τόσο κακά εδώ που δεν ξέρεις πού να πρωτοσταθείς. Πουθενά να μη σταθείς, να τη δεις, να γελάσεις με τις ασυναρτησίες του αρχι-σαϊεντολόγου και να πας παρακάτω…
Όταν βγήκαν στο σινεμά τα «Σαγόνια Νο 2» τρία χρόνια μετά το ανεπανάληπτο φιλμ του Στίβεν Σπίλμπεργκ, κανείς δεν πίστευε πως η αστρονομική επιτυχία θα επαναλαμβανόταν. Και είχαν δίκιο, αν και μέχρι το τέταρτο φιλμ του franchise, την «Εκδίκηση», ακόμα και ο ανελέητα ψεύτικος καρχαρίας δεν έδινε πια δεκάρα τσακιστή.
Και η αλήθεια είναι πως ο Τζόζεφ Σάρτζεντ έκανε την ταινία τόσο κακή που δεν θα ήταν μόνο η τελευταία της σειράς, αλλά και της καριέρα του. Το τέρας της θάλασσας διψά εδώ για εκδίκηση από την οικογένεια Μπρόντι και ταξιδεύει μέχρι τις Μπαχάμες για να αποτελειώσει τα τελευταία μέλη ως σωστός serial killer που είναι! Όσο για τον φουκαρά τον Μάικλ Κέιν, που δεν πήγε στην απονομή των Όσκαρ εκείνη τη χρονιά για να παραλάβει το αγαλματίδιό του γιατί ήταν στα γυρίσματα της «Εκδίκησης», δεν μάσησε τα λόγια του: «Δεν το έχω δει, αλλά είναι απαίσιο από κάθε άποψη. Έχω δει ωστόσο το σπίτι που μου έχτισε, και είναι υπέροχο»…
Μια ταινία τόσο ακριβή που ο παραγωγός της διαμαρτυρόταν πως θα ήταν πράγματι φτηνότερο και καλύτερο να ανασύρουν τον πραγματικό «Τιτανικό»! Μια ταινία τόσο κακή που έκανε τον συγγραφέα του ομώνυμου μπεστ-σέλερ Κλάιβ Κάσλερ να αρνηθεί να ξαναδώσει βιβλίο του στο Χόλιγουντ για 20 ολόκληρα χρόνια. Μια ταινία τόσο ανεκδιήγητη που δεν άρεσε σε κανέναν και όλοι εύχονταν να μην είχαν δει.
Ο μέγας κριτικός Ρότζερ Έμπερτ αναρωτιόταν γιατί δεν έφταναν όλα τα άλλα βλακώδη της ταινίας και έπρεπε να προσθέσουν «κι ένα κορίτσι και τους Ρώσους»; Το μόνο που διασώθηκε από την ταινία είναι το πιστό αντίγραφο του «Τιτανικού», ένα σωστό μαμούθ 16 μέτρων, 10 τόνων και 5 εκατ. δολαρίων (το 1980!) που για το ανασύρουν έπρεπε να φτιάξουν και μια τιτάνια δεξαμενή κόστους 3,3 εκατ. δολαρίων. Και μετά ξεκίνησαν τις ανασύρσεις, καμιά πενηνταριά τον αριθμό, ξεχνώντας προφανώς όλα τα άλλα…