Τι κι αν ένα φιλμ δεν κρίνεται από την αρχή του, μερικές από τις πιο καθηλωτικές σκηνές στην ιστορία του σινεμά έλαβαν ακριβώς χώρα στις πρώτες στιγμές της ταινίας.
Σκηνές εξόχως σημαντικές για τη δραματουργία και την πλοκή ή απλώς εξαίσια δείγματα σκηνοθεσίας και φωτογραφίας, τις θυμάσαι για πάντα, την ίδια ώρα που δημιουργούν και μια υπέροχη αίσθηση για ό,τι θα παρακολουθήσεις ήδη από τα πρώτα λεπτά.
Χιλιοτραγουδισμένες και πολυπαινεμένες αρχές έχει ευτυχώς να επιδείξει πάμπολλες η έβδομη τέχνη και τις συναντάμε μάλιστα σε όλα τα είδη, αν και αλλάζουν συχνά οι κλίμακες και οι τρόποι. Άλλες αποζητούν να κεντρίσουν το ενδιαφέρον του θεατή, άλλες να χτίσουν μια υποδόρια ένταση και άλλες να σε πιάσουν από τα μούτρα και να σε πετάξουν κατευθείαν στην αρένα της δράσης.
Όταν μάλιστα στο τιμόνι κάθεται σκηνοθέτης με όραμα, τότε η εναρκτήρια σκηνή απογειώνει την ταινία πριν καλά-καλά γίνουν οι συστάσεις των ηρώων και ξεκινήσει η καθαυτό δράση. Κι αν πρέπει να επιλέξεις, είναι φυσικά καλύτερο να έχεις μια καλή αρχή παρά μια αμήχανη και άτονη, μιας και θα πει πολλά τελικά για το τι πρόκειται να επακολουθήσει.
Μνεία αξίζει σε πολλές τέτοιες αρχές-διαμαντάκια, αρχίζοντας από τον «Πολίτη Κέιν» του 1941 (Rosebud!), τον «Άρχοντα του τρόμου» (1958) και τον «Δεσμώτη του ιλίγγου» (1958) μέχρι το «Μανχάταν» (1979), τα «Καλά παιδιά» (1990), το «Κουρδιστό πορτοκάλι» (1971), το «Platoon» (1986), το «Pulp Fiction» (1994), το «Trainspotting» (1996), το «Μπλε βελούδο» (1986) και τον «Παίκτη» (1992) με το φανταστικό μονοπλάνο του.
Υπήρξαν όμως κι αυτές…
Μέχρι το μεγάλο του αριστούργημα, ο Σέρτζιο Λεόνε είχε τελειοποιήσει την τέχνη του σπαγγέτι γουέστερν και πήγαινε πια για άλλα. Κι εδώ παρέδωσε ένα αψεγάδιαστο διαμάντι της έβδομης τέχνης που γίνεται αντιληπτό ήδη από την πρώτη σκονισμένη σκηνή, όταν εισάγει τον βασικό του χαρακτήρα (Τσαρλς Μπρόνσον) μέσα από μια αναμονή χωρίς κουβέντες και περιττά φτιασίδια.
Τρεις άγνωστοι περιμένουν την άφιξή του σε έναν σταθμό τρένου και μόλις τον βλέπουν, γίνεται σαφές πως δεν είναι εκεί για καλό. Προσθέστε εδώ το παιχνίδι των υπαινιγμών, την ένταση που καραδοκεί, την υπέροχη κινηματογράφηση και τη μουσικάρα του Ένιο Μορικόνε («Man With a Harmonica») και έχετε μια από τις εκπληκτικότερες αρχές στην ιστορία του σινεμά. Γιατί ξέρεις πως ένα μόνο τέλος θα έχει η σκηνή πριν καν κατέβει ο άγνωστος από το τρένο, ένα τέλος που ο μαέστρος καθυστερεί αριστουργηματικά…
Τι είναι αυτό που αποζητάς σε μια περιπέτεια; Τη δράση φυσικά, κι εδώ την έχεις από το πρώτο δευτερόλεπτο και με τρόπο που προδίδει Στίβεν Σπίλμπεργκ! Μιλάμε για μια σκηνή που τα έχει όλα, αποκαλύπτοντας στα πρώτα καρέ της ποιος είναι αυτός ο Ιντιάνα Τζόουνς και τι ρόλο βαράει: παγίδες θανάτου, κυνήγι θησαυρού, κυνηγητό, μυστήριο, φίδια, βράχους, ακόμα και τρεχάλες μέσα στα χαλάσματα του φόντου.
Πρόκειται μάλιστα για τη χαρακτηριστικότερη σκηνή της ταινίας, καθώς είναι εξόχως Ιντιάνα Τζόουνς. Λίγες φιλμικές εισαγωγές έχουν καταφέρει να εγκλωβίσουν εντός τους τον χαρακτήρα του πρωταγωνιστή με τον αβίαστα αποστομωτικό και ιδιαιτέρως διασκεδαστικό τρόπο της «Χαμένης κιβωτού», εισάγοντας ταυτοχρόνως και το κλίμα στο οποίο θα κινηθεί η ταινία.
Όλος ο Ίντι είναι αυτά τα πρώτα λεπτά, το πλέον αξιομνημόνευτο στοιχείο όλου του saga, χωρίς υπερβολές. Τέσσερις ταινία και 37 χρόνια μετά για να μείνουν αυτά τα εναρκτήρια 15 λεπτάκια δηλαδή…
Ό,τι έκανε ο Σπίλμπεργκ με την αρχή του «Ίντι» του, το είχε ήδη κάνει 6 χρόνια πρωτύτερα, εισάγοντας έναν εντελώς διαφορετικό ήρωα: το τέρας που καραδοκεί στα νερά. Εδώ μιλάμε για μια από τις θρυλικότερες εναρκτήριες σκηνές του κινηματογράφου που δεν καθιέρωσε απλώς το «Jaws», αλλά γέννησε μονομιάς αυτό που αποκαλούμε σήμερα blockbuster!
Κι αυτά τα πρώτα λεπτά λειτουργούν ως κληρονομιά, ως παρακαταθήκη του Σπίλμπεργκ στον «αόρατο» τρόμο που μας περιβάλλει. Ορκίζεσαι πως βλέπεις τον καρχαρία δηλαδή ενώ δεν τον έχεις δει ούτε στιγμή. Όταν έβαλε μάλιστα την κάμερά του κάτω από την τραγική λουόμενη, συνέλαβε τους πιο αρχέγονους φόβους της ανθρωπότητας για την επικινδυνότητα των νερών, μετατρέποντας την παραλία από τόπο ξενοιασιάς σε μνημείο φρίκης και μαρτυρίου.
Όλοι σκιάζονταν πια να βουτήξουν στη θάλασσα και ήταν σε αυτή τη σκηνούλα που εδραζόταν το φοβερό μυστικό…
Ο πρώτος «Νονός» (1972) μας χάρισε μια από τις εμβληματικότερες αρχές της έβδομης τέχνης, με τον εκπληκτικό Μάρλον Μπράντο και τον ακόμα εκπληκτικότερο μονόλογο του Ιταλο-Αμερικανού Amerigo Bonasera «Πιστεύω στην Αμερική», θέτοντας νέα ορόσημα στο πώς πρέπει να ξεκινάει μια ταινία. Μόνο που ο ίδιος ο Φράνσις Φορντ Κόπολα κατάφερε να ξεπεράσει τον εαυτό του στο δεύτερο μέρος της ανεπανάληπτης τριλογίας του, παίρνοντας προφανώς θέση στο διαχρονικό ντιμπέιτ για το ποιος «Νονός» είναι ο καλύτερος.
Αφήνοντας λοιπόν στον θρόνο της την είσοδο του Βίτο Κορλεόνε στο πρώτο μέρος, ακόμα εντυπωσιακότερη είναι η εισαγωγή του νεαρού Ιταλού στον δεύτερο «Νονό», μέσα σε μια Σικελία που σπαράσσεται από τη βία της Μαφίας. Εκεί θα ξεκινήσει το ταξίδι του «νονού», με τη δολοφονία του πατέρα και του αδερφού του από τον τοπικό δον, αφήνοντας πάνω του το βάρος όλου του κόσμου στην τρυφερή ηλικία των 9 ετών.
Η σκηνή της κηδείας συμπυκνώνει ποιος είναι και πώς έγινε ο Κορλεόνε που απολαύσαμε στον πρώτο «Νονό», με αυτά τα λεπτάκια να είναι τόσο πυκνά δραματουργικά που μοιάζουν με ολόκληρες δεκαετίες της ζωής του…
Σε ένα αντιπολεμικό ορόσημο που δεν ευτύχησε να ξαναδεί το σινεμά, αναρίθμητες σκηνές ανθολογίας θα βρει ο ακάματος μελετητής να απαριθμήσει. Μόνο που η πραγματική μαγεία αποκαλύπτεται στα πρώτα λεπτά, στην ακραία αντισυμβατική αυτή σκηνή συνοδεία του «The End» των Doors.
Το εναρκτήριο παραισθησιογόνο παραλήρημα του έπους φέρνει τον Τσάρλι Σιν στις ζούγκλες που λαμπαδιάζουν από τις ναπάλμ, με τον ανεμιστήρα οροφής του δωματίου του να μετατρέπεται σε έλικα ελικοπτέρου. Ο μπαρουτοκαπνισμένος λοχαγός δεν μπορεί να προσαρμοστεί στην πολιτική ζωή και όλα μοιάζουν με όνειρο, εφιάλτη καλύτερα, που αποκτά οπερετικές διαστάσεις δράματος και παραζάλης.
Το Βιετνάμ ήταν ένας σκοτεινός πόλεμος γεμάτος τρέλα, κι αυτή η σκηνή τα περικλείει όλα, αφήνοντας τον Τζιμ Μόρισον να κάνει ό,τι δεν μπορεί η εικόνα…
Πριν καλά-καλά ξεκινήσει η δεύτερη εκδοχή της τριλογίας του Κρίστοφερ Νόλαν για τον Batman, το ύφος της ταινίας έχει ήδη τεθεί. Ένα παράθυρο σε ένα πανύψηλο κτίριο σπάει και μια μοναχική φιγούρα με μια μάσκα κλόουν στο χέρι περιμένει να την παραλάβει ένα αυτοκίνητο. Πρόκειται ξεκάθαρα για κάποιο σχέδιο, ένα εγκληματικό σχέδιο αναμφίβολα, που θα ξεδιπλωθεί ταχύτατα εισάγοντας τον Νο 1 ψυχοπαθή αντίπαλο του σουπερήρωα, τον Joker.
Είναι η ληστεία στην τράπεζα της Γκόθαμ που εκκινεί ιδανικά την ταινία, μπλέκοντας κωμική σκοτεινιά και άψογο συγχρονισμό. Και σε κάτι που παραμένει η καλύτερη αποκάλυψη σούπερ κακού στην επικράτεια των superheroes, ο «εγκέφαλος» αφαιρεί τη μάσκα του για να αποκαλυφθεί το τρομακτικό πρόσωπο του κατά Χιθ Λέτζερ πρασινομάλλη Joker σε όλη τη διαταραγμένη μεγαλοπρέπειά του.
Ο υπόκοσμος της Γκόθαμ μόλις έγινε τρομακτικότερος, κι αυτό γιατί ο Joker άνοιξε τα χαρτιά του στα πέντε αυτά λεπτά της αρχής, κάτω από το μοναδικό soundtrack του Χανς Ζίμερ…
Εδώ δεν μιλάμε για μια αξιομνημόνευτη σκηνή που σιγοντάρει τη δράση ή εισάγει τους ήρωες, αλλά για ένα αυθύπαρκτο δοκίμιο περί ανθρώπινης φύσης. Είναι η απαρχή του ανθρώπου, ο πρώτος φόνος, η μεταφορά που έρχεται να καπελώσει όλες τις μεταφορές! Ο άνθρωπος έχει την εγγενή αυτή προδιάθεση να φτιάχνει πράγματα που μπορεί να καταλήξουν στον αφανισμό του, κι αυτό ακριβώς βλέπουμε στο προοίμιο του αξεπέραστου αριστουργήματος του Στάνλεϊ Κιούμπρικ.
Το έπος επιστημονικής φαντασίας θέτει ένα δισεπίλυτο ερώτημα στην αρχή του: «Πώς φτιάχτηκε η ανθρωπότητα», ακούμε τον Κιούμπρικ να μας λέει, γελώντας περιπαικτικά, καθώς η απάντηση δεν έχει προφανώς και τόση σημασία. Ο άνθρωπος παρουσιάζεται ως εξέλιξη των πιθήκων, όχι όμως ως γραμμική πορεία, αλλά ως μια ανεξήγητη παρέμβαση.
Αυτό το μονολιθικό μνημείο χαρίζει στους πιθήκους την ικανότητα της μάθησης και μέσω αυτής σκαρώνεται το πρώτο εργαλείο, ένα εργαλείο καταστροφής και θανάτου, το κόκαλο ενός κουφαριού. Το κόκαλο θα πεταχτεί στον αέρα και θα μετατραπεί σε διαστημόπλοιο της ανθρώπινης εξερεύνησης του Διαστήματος, υπενθυμίζοντάς μας σε όλη την ταινία πως ο άνθρωπος δεν ξέφυγε ποτέ από την πρώτη του αυτή κληρονομιά, αναζητώντας μονίμως τοτέμ να λατρέψει και απαντήσεις που δεν μπορεί να συλλάβει.
Αυτή η αρχή υπερβαίνει και την ταινία και την ανθρώπινη φύση εντέλει, ρωτώντας μας ρητορικά γιατί αποτυγχάνουμε συνεχώς ως είδος παρά τις λαμπρές μας επιτυχίες. Κανείς δεν έφτασε τόσο μακριά με μερικές σκηνούλες και κανείς δεν θα φτάσει πιθανότατα, αφήνοντας ένα κάρο διδακτορικά να προσπαθούν να εξηγήσουν τι ακριβώς συνέβη…