Το μέλλον της ανθρωπότητας αποδείχτηκε τελικά σκοτεινότερο και εφιαλτικότερο από κάθε πρόβλεψη.
Παντοδύναμοι εταιρικοί κολοσσοί διαφεντεύουν τους πάντες από τους απροσπέλαστους και εξόχως θεόρατους ουρανοξύστες τους, στις παρακμασμένες πόλεις βασιλεύει το έγκλημα και η αναρχία και οι συμμορίες δρουν πιο ανεξέλεγκτα από ποτέ, γειτνιάζοντας επικίνδυνα με το μεγάλο κεφάλαιο.
Την τάξη στο ταλαίπωρο και σμπαραλιασμένο Ντιτρόιτ του όχι και τόσο μακρινού μέλλοντος φιλοδοξεί να επαναφέρει μια νέα εφεύρεση, αυτή του «Μπάτσου Ρομπότ» (όπως ήταν ο επίσημος ελληνικός τίτλος του «Ρόμποκοπ» το 1987), ένα cyborg που αποκτά μεταλλική σάρκα και οστά μετά την προσωπική τραγωδία ενός καλοκάγαθου αστυνομικού που το μόνο που θέλει είναι να βγάλει άλλη μια μέρα στη δουλειά.
Ο άτυχος αστυνόμος Μέρφι θα εκτελεστεί σαδιστικά από μια συμμορία και θα επιστρέψει στη ζωή, σε ό,τι αποκαλείται πια ζωή, μέσω του Ρόμποκοπ, αυτού του κράματος ανθρώπου-μηχανής που ερχόταν ως sci-fi αντιστάθμισμα στον «Εξολοθρευτή» (1984). Ο τρωτός και γήινος άνθρωπος μετατρέπεται σε μια καλοκουρδισμένη δαγκάνα του νόμου, απέχοντας ωστόσο παρασάγκας από τον κλασικό ήρωα δράσης της δεκαετίας του 1980.
Ο Ρόμποκοπ, την ώρα που λύνει τις θανάσιμες διαφορές του με σφαίρες και λιγοστούς διαλόγους, παραμένει άνθρωπος στα πιο ουσιώδη τμήματά του: στη μνήμη του. Κι έτσι το βίαιο αυτό αστικό γουέστερν, η οδύσσεια της εκδίκησης ενός μηχανικού ανθρώπου, μπολιάζεται με μπόλικη θεωρητικοποίηση και φιλοσοφική διερεύνηση για μια σειρά από μεγάλα υπαρξιακά και κοινωνικά ερωτήματα.
Το πειραματικό cyborg των σωμάτων ασφαλείας βασανίζεται από το παρελθόν του και σύντομα θα ξεστρατίσει από την καθαρή αστυνομική δουλειά του για να αναζητήσει τους δολοφόνους του. Η ανθρώπινη φύση είναι άτιμο πράγμα, μας κλείνει το μάτι ο Πολ Βερχόφεν, θα τον βρει τον δρόμο της ακόμα και αν το μόνο ανθρώπινο του Ρόμποκοπ που βλέπουμε είναι αυτό το πηγούνι του που ξεχωρίζει (και οι κακές γλώσσες ήθελαν τον σκηνοθέτη να επιλέγει τον Πίτερ Γουέλερ ακριβώς λόγω αυτού!).
Αυτό που θα ήταν κανονικά ένα φιλμ sci-fi δράσης μετατρέπεται σε δεύτερο επίπεδο σε μια μαύρη κωμωδία αλλά και μια καυστική σάτιρα για τις δυνάμεις που κυβερνούν και θα κυβερνούν τον κόσμο. Πίσω από το μακελειό, το λυσσαλέο ξεκαθάρισμα λογαριασμών, τα κυνηγητά και τα σχεδόν πρωτόγονα ειδικά εφέ (δεν είχε εγκαθιδρυθεί ακόμα το CGI), εδράζεται μια πειστική και μάλλον αδιάσειστη κριτική του καπιταλισμού και της δυστοπικής πραγματικότητας που μπορεί αυτός να οδηγήσει την ανθρωπότητα.
Ο Ρόμποκοπ ήταν εδώ -και πιθανότατα είναι ακόμα- για να ρωτήσει όλα αυτά τα άβολα μεν, σοφιστικέ δε φιλοσοφικά ερωτήματα για τον ρόλο της σύγχρονης τεχνολογίας, την εμπλοκή της συνείδησης και το τι μας κάνει τελικά ανθρώπους μέσα σε ένα τοπίο που μεταλλάσσεται διαρκώς.
Γι’ αυτό και ενώ δεν παίζεται πια στις τηλεοράσεις και δεν το βλέπουμε σε κινηματογραφικά αφιερώματα, το φιλμ δεν έχει χάσει τη σαγήνη του στην επικράτεια της επιστημονικής φαντασίας, παραμένοντας από τις σημαντικότερες ταινίες του είδους. Και παρά τη δημοφιλή πεποίθηση πως βασιζόταν σε σειρά κόμικ, ήταν όλο γέννημα της φαντασίας δύο σεναριογράφων (Ed Neumeier και Michael Miner), που τσαλαβούτησαν φυσικά στο σύμπαν των υπερηρώων για να μιλήσουν για την πραγματική ανθρώπινη φύση.
Και αν πρέπει να το πούμε, αυτό που γέννησαν ήταν η ολοκληρωτική φασιστική φαντασίωση, ένα όργανο της τάξης που έχει το δικαίωμα να ασκήσει φονική βία απέναντι σε όποιον κρίνει παραβάτη, έστω κι αν δεν προκληθεί. Μια φασιστική φαντασίωση που ερχόταν ωστόσο να λειτουργήσει αντιστικτικά στις φασίζουσες πρακτικές των μεγάλων μπάτσων της εποχής, τύπους σαν τον Βρόμικο Χάρι δηλαδή (του «Επιθεωρητή Κάλαχαν») που πρώτα πυροβολούσαν και μετά ρωτούσαν, μιας και ο Ρόμποκοπ βασανιζόταν πάντα από τη συνείδησή του και τις παρενέργειες της νέας και μεταλλικής του ταυτότητας.
Και όσο ταλαιπωρείται από ερωτήματα περί θνητότητας και αθανασίας, προφητεύει πράγματα, καταστάσεις και συνθήκες για το μέλλον που το 1987 ήταν επιστημονική φαντασία ενώ σήμερα απτή πραγματικότητα. Όπως τον ίδιο τον ορισμό του «singularity», ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα μπολιαστεί κάποια στιγμή με την ανθρώπινη νοημοσύνη παράγοντας ένα νέο είδος νοημοσύνης ανώτερης και από τις δύο, κάτι που στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ήταν το πολύ στα σπάργανα.
Ο κόσμος θα έπρεπε να περιμένει το 1993 και το περιβόητο συνέδριο της NASA για να πληροφορηθεί για το «singularity», ο Ρόμποκοπ μας ρωτά όμως ήδη από το 1987 το εξής άβολο ερώτημα: αν συνδέσουμε άνθρωπο και μηχανή, υπάρχει κάποιο σημείο που το ένα θα καπελώσει το άλλο; Όλοι οι τωρινοί φιλοσοφικοί, ηθικοί και δεοντολογικοί προβληματισμοί περί τεχνητής νοημοσύνης εδώ ακριβώς επικεντρώνονται!
Ταυτοχρόνως, στο «Ρόμποκοπ» η οικονομική πραγματικότητα έχει παραμορφωθεί από την καταραμένη φτώχεια και την κρίση. Οι μόνες καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας είναι στα αδίστακτα κορπορατικά περιβάλλοντα, την αστυνομία και το οργανωμένο έγκλημα. Και τι συμβαίνει; Οι αστυνομικοί κατεβαίνουν σε απεργία, τα μεγάλα συμφέροντα θέλουν να καταστρέψουν την πόλη και οι μαφιόζοι απολαμβάνουν κάθε δευτερόλεπτο του σμπαραλιάσματος. Μοιάζει ανατριχιαστικά οικείο; Πόσο μάλλον που το φιλμ μας λέει ότι στο μέλλον οι δυνάμεις καταστολής θα αναγνωρίζουν τους πολίτες ως ενόχους μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου.
Τόσο ο Ρόμποκοπ όσο και το κακό ED 209, αμφότερα όργανα ελέγχου της μεγάλης ιδιωτικής εταιρίας (Omni Consumer Corp), παίρνουν αποφάσεις σε κλάσματα δευτερολέπτου για το ποιος είναι αθώος και ποιος ένοχος, εκτελώντας στην πορεία ένα τσούρμο ανθρώπων χωρίς περιττές ερωτήσεις. Θα θυμάστε τη χαρακτηριστική εδώ σκηνή που το ED 209 παρουσιάζει δυσλειτουργία και εκτελεί το μεγαλοστέλεχος της Omni Corp δίνοντάς του «14 δευτερόλεπτα για να συμμορφωθεί». Μια νέα τρομοκρατία έχει μόλις αναδυθεί για να γίνει εξωκινηματογραφική πραγματικότητα στα χρόνια που θα έρθουν.
Ένα καλό κομμάτι του δυστοπικού -όπως το φαντάζονταν το 1987- μέλλοντος του «Ρόμποκοπ» είναι σήμερα πραγματικότητα, με τρομονόμους να φυλακίζουν ανθρώπους επ’ αόριστο, drones να σκοτώνουν πολίτες με κυβερνητική άδεια και ιδιωτικές εταιρίες να φτιάχνουν όπλα για κράτη (κάτι που το 1987 ήταν ακόμα αμφιλεγόμενο θέμα και συζητούνταν πολύ).
Όλα αυτά και τόσα ακόμα υπαρξιακά, σχεδόν οντολογικά, ερωτήματα έστειλαν το «Ρόμποκοπ» στις καρδιές των κινηματογραφόφιλων, όντας μια από τις εμπορικότερες ταινίες της χρονιάς (καπελώνοντας ακόμα και το «Full metal jacket» του Κιούμπρικ), παρά το πενιχρό της budget των 13 εκατ. δολαρίων. Το φιλμ καθιέρωσε κινηματογραφικά τον Πολ Βερχόφεν (που δεν του άρεσε μάλιστα το σενάριο και το πέταξε αρχικά στα σκουπίδια) ως μαέστρο των χολιγουντιανών blockbusters και έγινε ακρογωνιαίος λίθος των προκλητικών θεμάτων με τα οποία μας φέρνει αντιμέτωπους η επιστημονική φαντασία…
Γιατί να το δεις: Για τον ίδιο τον Ρόμποκοπ, τον θρυλικό μεταλλικό αστυνομικό που επισημαίνει την παρουσία του με σφαίρες παρά με -περιττές- διαπραγματεύσεις. Υπό τους υπέροχους ήχους της μουσικής του Βασίλη Πολυδούρη πάντα. Ένα φιλμ γεμάτο δράση, βία και πιστολίδι, όταν δεν καταφεύγει στην καυστική κοινωνική σάτιρα και τις εσχατολογικές αλληγορίες.
Να το δεις όμως και για τις φιλοσοφικές του προεκτάσεις, πώς δηλαδή ένα αστυνομικό τμήμα αποφασίζει, κάτω από τον ευθύ έλεγχο του επιχειρηματικού κολοσσού, να κάνει έναν άνθρωπο μηχανή, δημιουργώντας έναν υπερ-μπάτσο χωρίς συναισθήματα και δεύτερες σκέψεις, με μόνους περιορισμούς τον προγραμματισμό και τα τεχνικά του χαρακτηριστικά. Μόνο που ο Ρόμποκοπ, κάτω από τη μεταλλική του μάσκα, θα σε ρωτήσει τελικά την πιο άβολη ερώτηση: τι συμβαίνει όταν κάνεις έναν άνθρωπο ρομπότ και εκείνος θελήσει να ξεφύγει;
«Ρόμποκοπ: Ο μπάτσος ρομπότ»
Παραγωγή: Αμερική
Σκηνοθεσία: Πολ Βερχόφεν
Πρωταγωνιστούν: Πίτερ Γουέλερ, Νάνσι Άλεν, Ρόνι Κοξ, Κάρτγουντ Σμιθ, Ρέι Γουάιζ, Φέλτον Πέρι