Το «Μαυροπούλι» του Ντέιβιντ Χάροουερ, παίζεται εδώ και ένα μήνα στο θέατρο Άλμα και βρίσκει την 26χρονη Ανθή Σαββάκη στην πρώτη της παράσταση και τον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο, στο πλευρό του Γιώργου Κιμούλη.
Συνέντευξη: Νάντια Μασσαχού
Την συνάντησα και μιλήσαμε για το πρώτο της μεγάλο στοίχημα, την άβυσσο της ερωτικής επιθυμίας, την πλάνη που λέγεται «κοινωνική ηθικολογία» και τα όρια που (δεν) πρέπει να έχει το πάθος.
– Γεια σου Ανθή! «Κατασκοπεύοντάς» σε στο διαδίκτυο, διαπίστωσα πως δεν έχουν δημοσιευτεί ποτέ δηλώσεις σου, τουλάχιστον ηλεκτρονικά. Πρώτη (σου) συνέντευξη;
Γεια σου κι ευχαριστώ πολύ για τη φιλοξενία. Ναι, όντως, αυτή είναι η πρώτη συνέντευξη που δίνω –άλλωστε αποφοίτησα από τη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης μόλις τον περασμένο Ιούνιο.
Ωραία, ελπίζω να περάσεις καλά λοιπόν. Ωστόσο, έχεις κι άλλες «πρωτιές». Πρώτη φορά στο σανίδι. Πρώτη φορά σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Σε δέκα χρόνια από τώρα πώς πιστεύεις ότι θα περιγράφεις την «πρώτη σου φορά»;
Ναι, το «Μαυροπούλι» είναι η πρώτη μου ολοκληρωμένη επαγγελματική εμπειρία –η είσοδός μου στο επάγγελμα, αν θέλεις. Ως τέτοια, λοιπόν, πιστεύω ότι θα την θυμάμαι και σε δέκα, και σε είκοσι χρόνια. Ως την πρώτη μου ευκαιρία. Το πρώτο μου μεγάλο στοίχημα.
– Αποφοίτησες από τη Δραματική Σχολή μόλις πριν από μερικούς μήνες. Πόσο έτοιμη ήσουν για όλο αυτό;
Δεν νομίζω πως αποφοιτώντας από μια Δραματική Σχολή –όποια κι αν είναι αυτή– νιώθεις ποτέ «έτοιμος». Τα τρία χρόνια της σχολής ήταν για μένα μια «μυρωδιά», μία αίσθηση ότι η τέχνη της υποκριτικής μπορεί –σε μέλλοντα χρόνο– να σπουδαστεί, να καλλιεργηθεί και ίσως να κατακτηθεί. Οπότε σιγουριά –εκ μέρους μου τουλάχιστον– δεν υπήρχε. Υπήρχε, όμως, σίγουρα η δίψα να δοκιμάσω και να δοκιμαστώ. Από τότε, λοιπόν, που ξεκινήσαμε πρόβες με τον κύριο Κιμούλη –περίπου στις αρχές του Οκτώβρη– μέχρι και σήμερα, η εμπειρία μου εμπλουτίζεται συνεχώς. Η συνεργασία αυτή είναι ένα μεγάλο σχολείο για μένα σε πολλά επίπεδα. Νιώθω ότι εξελίσσομαι συνεχώς και έρχομαι σε επαφή, σιγά-σιγά, με όλες τις παραμέτρους του επαγγέλματος.
– Ας μιλήσουμε για το «Μαυροπούλι»…
Το «Μαυροπούλι» είναι ένα έργο αμφίσημο και επικίνδυνο, άρα και άκρως γοητευτικό. Σε πρώτο επίπεδο αφηγείται την ιστορία της αποπλάνησης ενός δωδεκάχρονου κοριτσιού από έναν σαρανταπεντάρη άνδρα που συνέβη δεκαπέντε χρόνια πριν. Το «θύμα» εισβάλλει στον εργασιακό χώρο του «θύτη» και απαιτεί απαντήσεις, ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Ο συγγραφέας αποφεύγει επιδέξια να ηθικολογήσει σχετικά με το θέμα της παιδοφιλίας, ενώ ταυτόχρονα σκιαγραφεί δύο χαρακτήρες που παλεύουν συνεχώς στις γκρίζες ζώνες της ερωτικής επιθυμίας, με τους ρόλους του θύτη και του θύματος να εναλλάσσονται συνεχώς. Επομένως το θέμα του έργου, μεγαλοφυώς κατά τη γνώμη μου, δεν περιορίζεται στην ηθική διάσταση αυτής της σχέσης, αλλά κοιτάζει κατάματα την άβυσσο της ερωτικής επιθυμίας.
– Σε μια πρώτη ανάγνωση το έργο «μιλά» για την ερωτική σχέση ενός άνδρα για μια ανήλικη κοπέλα, ούτε καν έφηβη, σε μια διπλή ανάγνωση για την ερωτική επιθυμία που δεν έχει όρια. Ωστόσο, τα (κοινωνικά) όρια είναι πολύ λεπτά. Θέλω να μου πεις πώς κρίνεις εσύ προσωπικά τη σκοπιά του Ντέιβιντ Χάροουερ;
Το έργο, ενώ έχει όντως ως αφετηρία του τόσο το θέμα της παιδοφιλίας (ψυχοπνευματική διαταραχή με ενδεχόμενη δράση) όσο και το θέμα της παιδεραστίας (κολάσιμη ποινικά δράση) δεν σταματά εκεί. Για την ακρίβεια δεν εστιάζει καν εκεί. Δεν είναι τυχαία η επιλογή του συγγραφέα να παρουσιάσει σκηνικά δύο ώριμους ηλικιακά χαρακτήρες. Προφανώς τον ενδιαφέρει περισσότερο το «τώρα» τους, δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια μετά το συμβάν που τους άλλαξε τη ζωή. Κατά τη γνώμη μου, λοιπόν, τον ενδιαφέρει να διερευνήσει τι είδους πληγές δημιουργεί ένα τέτοιο συμβάν, το πώς και το εάν επουλώνονται ή απλώς κακοφορμίζουν.
– Ένας ενήλικας αναπτύσσει μια ερωτική σχέση με μία ανήλικη. Κατακριτέο ή μη; Ποια είναι η δική σου τοποθέτηση;
Όταν μια ερωτική σχέση περιλαμβάνει ένα ενήλικο και ένα ανήλικο άτομο, το οποίο δεν είναι σε θέση να δώσει την πλήρη συγκατάθεσή του, ούτε νομικά ούτε συναισθηματικά, τότε ναι φυσικά και κάτι τέτοιο είναι κατακριτέο. Αυτό είναι μη διαπραγματεύσιμο και στο ίδιο το έργο. Αυτό όμως που μας (προ)καλεί να κάνουμε το «Μαυροπούλι» είναι να μην βιαζόμαστε να βάζουμε ταμπέλες, να κρίνουμε και να κατακρίνουμε με περισσή ευκολία. Εάν κάποιον ψέγει ο Χάροουερ για τις κατεστραμμένες ζωές που ζουν οι δύο χαρακτήρες είναι, και πολύ σοφά κατά τη γνώμη μου, την ίδια την κοινωνία. Όλοι όσοι σε τέτοιες τραγωδίες βιάζονται να ρίξουν στην πυρά τον «θύτη» και να περιθωριοποιήσουν το μιασμένο «θύμα». Ας μην γελιόμαστε, μας βολεύει αυτή η ακλόνητη σιγουριά για το τι είναι καλό και τι κακό, αυτό το «τα ήθελε και τα έπαθε», γιατί αμέσως δίνουμε στο κακό μορφή, το στήνουμε στον τοίχο, το βάζουμε απέναντί μας και νομίζουμε πως έτσι δεν μας αγγίζει. Κι αυτό, αν μη τι άλλο, είναι η πιο επικίνδυνη πλάνη.
– Υπάρχουν όρια στο πάθος;
Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από το ρήμα πάσχω –παθαίνω, υποφέρω, δοκιμάζω. Θεωρητικά, λοιπόν, όχι δεν υπάρχουν όρια στις εμπειρίες που μπορεί να έχει –εκούσια ή ακούσια– ένας άνθρωπος. Αν με ρωτάτε προσωπικά, η λέξη με τρομάζει και γι’ αυτό πιστεύω πως πρέπει να υπάρχουν όρια στο πάθος, αλλιώς ο άνθρωπος μόνο θα υποφέρει, χωρίς να μαθαίνει ή να λυτρώνεται. Πιστεύω περισσότερο στον πόθο, τον θεωρώ πιο δημιουργικό.
– Πώς θα περιέγραφες την ηρωίδα του έργου; Διαπιστώνεις κοινά στοιχεία;
Ο χαρακτήρας που υποδύομαι είναι μια κοπέλα στην ηλικία μου –26 ετών– μεγαλωμένη σε μια κλειστή κοινωνία στην επαρχία, όπως κι εγώ. Οπότε, εκ πρώτης όψεως, έχουμε αρκετά κοινά. Προφανώς, κάποιος θα μπορούσε να πει ότι, αφού εγώ δεν έχω βιώσει κάποια παρόμοια τραυματική εμπειρία, τα κοινά μας στοιχεία σταματούν εκεί. Όμως, αν αφήσουμε στην άκρη το συγκεκριμένο συμβάν, τα συναισθήματα που την κατακλύζουν (ο θυμός, το μίσος, οι τάσεις φυγής, οι κρίσεις πανικού κ.ά.) όσο και τα «θέλω» της (η ανάγκη της να αφομοιωθεί, να μην ξεχωρίζει, να είναι αποδεκτή, να αγαπηθεί κ.ά.) είναι στοιχεία που στην ουσία τους ενυπάρχουν τόσο σε εμένα όσο και σε όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως φύλου ή ηλικίας.
– Χαρακτήρισέ μου το ρόλο του συμπρωταγωνιστή σου με 3 λέξεις.
Φοβισμένος, θυμωμένος, συμπλεγματικός.
– Ποια είναι η αγαπημένη σου σκηνή του έργου;
Αποφεύγω να έχω αγαπημένες σκηνές, γιατί έτσι αυτόματα –έστω και ασυνείδητα– υποβαθμίζονται μέσα μου οι υπόλοιπες. Προσπαθώ να κάνω κάθε στιγμή του έργου εξίσου σημαντική και αναγκαία τόσο ώστε, εάν λείψει ή προσπεραστεί κάποια, να κινδυνεύει να γκρεμιστεί όλο το οικοδόμημα που είναι το ίδιο το έργο.
– Ποια ήταν η σκηνή που σε δυσκόλεψε περισσότερο και γιατί;
Με μία πρώτη σκέψη θα σας έλεγα η σκηνή του μονολόγου μου, λίγο μετά τη μέση του έργου. Αλλά, αν το καλοσκεφτώ, νομίζω πως είναι η αρχική σκηνή. Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, λένε, και δεν έχουν άδικο. Η πρώτη σκηνή είναι πολύ απαιτητική για το χαρακτήρα μου για διάφορους λόγους. Κυρίως, γιατί πρέπει σχεδόν με το «καλημέρα» η ενέργεια και η ένταση μου να βρίσκονται στο ζενίθ. Έπειτα, ρυθμολογικά είναι μια πολύ λεπτοδουλεμένη και σφιχτή σκηνή, οπότε η συγκέντρωση, η ακρίβεια και ο ρυθμός πρέπει να δένουν με την ένταση της κάθε στιγμής ξεχωριστά.
– Ποιο είναι το πιο ισχυρό μήνυμα που περνάει το «Μαυροπούλι» στο θεατή;
Νομίζω αυτό που σου είπα και πιο πριν: ότι δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις σε δύσκολα ερωτήματα. Τα ποσά είναι ανάλογα. Άρα είναι από μάταιο ως εγκληματικό να αγνοούμε την πολυπλοκότητα κάποιων θεμάτων, μόνο και μόνο επειδή μας βολεύει να κρύβουμε το πρόβλημα κάτω από το χαλί, ή χειρότερα, να ηθικολογούμε εκ του ασφαλούς.