Η Μεγκ Ράιαν, μετά από 10 χρόνια κινηματογραφικής αποχής, αποφάσισε να επιστρέψει στη μεγάλη οθόνη με το είδος που γνωρίζει καλά: τις ρομαντικές κομεντί και την ταινία, «Τι Συνέβη Μετά…» με συμπρωταγωνιστή τον Ντέιβιντ Ντουκόβνι. Στα 62 της χρόνια, η πάλαι ποτέ «βασίλισσα των rom-com» και πάντα αγαπημένο «κορίτσι της διπλανής πόρτας» για το αμερικανικό κοινό, επιστρέφει πιο ώριμη από ποτέ, όχι μόνο λόγω ηλικίας, αλλά και λόγω εμπειριών.
Η Χολιγουντιανή σταρ πήρε τον χρόνο της για να ανακαλύψει τον εαυτό της, ενώ την ίδια στιγμή δεχόταν άδικα και προσβλητικά χτυπήματα για την αλλαγή στην εμφάνισή της από μερίδα του Τύπου και των social media, παρακολουθώντας σιωπηλά το πρόσωπό της να μπαίνει στο… μικροσκόπιο, μετά από κάθε έξοδό της. Η Μεγκ Ράιαν την περίοδο της συνειδητής αποχής της από τα φώτα της δημοσιότητας και το «αδηφάγο» Χόλιγουντ, φρόντισε να ανακαλύψει και να αναπτύξει και άλλες πτυχές της ως άνθρωπος. Το κυριότερο; Συνειδητοποίησε πως αυτό που έκανε για πολλά χρόνια, ήταν απλά μια δουλειά και τίποτα παραπάνω. Και την έκανε καλά.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα της ταινίας
Και τώρα, επιστρέφει στη δουλειά με την ταινία «Τι Συνέβη Μετά…», μια σύγχρονη ρομαντική ιστορία με δόσεις νοσταλγίας και μαγικού ρεαλισμού. Η ιδέα της ταινίας γεννήθηκε εν μέσω πανδημίας, όταν οι παραγωγοί Τζόναθαν Ντάφι και Κέλι Γουίλιαμς παρατήρησαν πως έλειπε από τον κατάλογο τους μια ταινία με μικρό αριθμό ηθοποιών και λίγες τοποθεσίες.
Έτσι, προσέγγισαν έναν φίλο τους που διδάσκει θέατρο στο Πανεπιστήμιο του Τέξας για να τον ρωτήσουν αν γνωρίζει κάποιο θεατρικό έργο που θα τους ταίριαζε. Εκείνος τους πρότεινε το «Shooting Star» του Στίβεν Ντίετζ και το υλικό δεν άργησε να τους γοητεύσει. «Διέθετε κλασικά γνωρίσματα των ρομαντικών κομεντί, αλλά με περισσότερο βάθος και περιπλοκότητα», παρατηρεί ο Ντάφι. «Επίσης, έμοιαζε μοντέρνο και προσιτό από άτομα στην ηλικία των γονιών μου, αλλά και της μικρής μου αδερφής», προσθέτει.
Ύστερα, προσέγγισαν την φίλη τους Λάουρα Ντ. Σμιθ Άιρλαντ, με την οποία ήθελαν να συνεργαστούν για χρόνια. Εκείνη ενθουσιάστηκε από το σενάριο, καθώς παρά την απλότητά του, την έκανε να σκεφτεί, να γελάσει και να κλάψει. Η ειλικρίνειά του τής φάνηκε τόσο ανανεωτική, δίνοντάς της την εντύπωση πως πρόκειται για υλικό με το οποίο μπορεί να ταυτιστεί ο καθένας.
Αργότερα, όταν ξεκίνησε η αναζήτηση των ηθοποιών και του σκηνοθέτη, το όνομα της Μεγκ Ράιαν κατέληξε να είναι υποψήφιο και για τις δύο θέσεις. Μετά από δέκα χρόνιας κινηματογραφικής απουσίας η «βασίλισσα των ρομαντικών κομεντί», δέχτηκε κι επιστρέφει τελικά σε έναν ρόλο που θυμίζει μια ώριμη εκδοχή εκείνων που την καθιέρωσαν, αναλαμβάνοντας παράλληλα και την σκηνοθεσία. «Η Μεγκ είναι μια ιδιοφυία σε αυτόν τον τομέα. Η κατανόησή της και η προσέγγισή της στην κωμωδία είναι τόσο συναρπαστικές», σχολιάζει η Άιρλαντ.
Η μεγάλη επιστροφή της Μεγκ Ράιαν
Η ταινία αποτελεί τη δεύτερη σκηνοθετική απόπειρα της δημοφιλούς ηθοποιού. Στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο αφηγήθηκε μια ιστορία ενηλικίωσης στην περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και ο τρόπος με τον οποίον χειρίστηκε με ευελιξία τον περιορισμένο προϋπολογισμό της ταινίας απέδειξε πως ήταν πρόθυμη να ικανοποιήσει όλες τις απαιτήσεις του ανεξάρτητου κινηματογράφου, όσο δύσκολες και αν φαντάζουν εκείνες. Στη νέα της ταινία, «Τι Συνέβη Μετά…» έφερνε νέες ιδέες σε κάθε συζήτηση, προσθέτοντας μια νέα διάσταση στο σενάριο. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος που προσέγγισε το αεροδρόμιο∙ μια μεγάλη γυάλινη χιονόμπαλα που θα τροφοδοτούσε τους χαρακτήρες με στιγμές μαγικού ρεαλισμού.
Γνωστή για τη συμμετοχή της σε κλασικές ρομαντικές κομεντί όπως οι ταινίες «Όταν ο Χάρι Γνώρισε τη Σάλι» και «Άγρυπνος στο Σιάτλ», η Μεγκ Ράιαν έχει συνεργαστεί με σπουδαία ονόματα του χώρου (Τζέιν Κάμπιον, Όλιβερ Στόουν), κερδίζοντας ανεκτίμητη εμπειρία που την ανέδειξαν στην καθοριστική δύναμη της ταινίας, την οποία προσέγγισε ως μια σύγχρονη κωμωδία. Η απλότητα της ιδέας -δύο άτομα, μία νύχτα, μία τοποθεσία και λίγες δόσεις μαγικού ρεαλισμού- συνεπήρε τη Μεγκ Ράιαν, η οποία ξεκίνησε να τη φαντάζεται ως μια αφορμή για να δώσεις κλείσιμο σε μια παρελθοντική σχέση, βγαίνοντας πρώτα από τη ζώνη ασφαλείας σου.
Χρησιμοποιώντας στοιχεία που σπάνια συναντώνται σε ταινίες του είδους (σκηνές που εναλλάσσονται σε διάρκεια, αλλαγές στον τόνο, απουσία δεύτερων και τρίτων χαρακτήρων), η Ράιαν θέλησε να εμβαθύνει στους χαρακτήρες και στις θεματικές της συγχώρεσης, της απώλειας, των τύψεων και την ατέλεια της μνήμης. Το σύνηθες ερώτημα στις ρομαντικές κομεντί είναι αν τελικά θα καταλήξει το ζευγάρι μαζί, αλλά στην προκειμένη περίπτωση, η ταινία επιφυλάσσει μια διαφορετική απάντηση.
Παραλειπόμενα από τα γυρίσματα
Λίγα χρόνια πριν τα γυρίσματα της ταινίας, η Ράιαν είχε βρεθεί καλεσμένη στο κινηματογραφικό φεστιβάλ του Μπέντονβιλ. Στη διάρκεια μιας βόλτας της έπεσε πάνω σε ένα αλλόκοτο κτίριο με αυγοειδές σχήμα, το οποίο αποδείχθηκε πως ήταν το Crystal Bridges, ένα από τα μεγαλύτερα μουσεία τέχνης στην πολιτεία. Για τις ανάγκες της ταινίας, πρότεινε μέρος των γυρισμάτων να πραγματοποιηθεί στο εν λόγω μουσείο, πρόταση που έγινε δεκτή υπό έναν όρο: τα εκθέματα να χρησίμευαν ως μέρος του σκηνικού. Τελικά, η παραγωγή όχι μόνο δέχτηκε τον όρο, αλλά ένα από τα εκθέματα του μουσείου («Hanging Heart») «πρωταγωνιστεί» σε μια από τις πιο σημαντικές στιγμές της ταινίας.
Γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν και στον Εθνικό Αερολιμένα του Νοτιοδυτικού Αρκάνσας. Αν και συνήθως, στη διάρκεια των γυρισμάτων η παραγωγή ζητάει να μην βρίσκονται απλοί άνθρωποι μπροστά από τις κάμερες, κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό στην προκειμένη περίπτωση, με αποτέλεσμα πολλοί ταξιδιώτες να αναγνωρίζουν την Ράιαν και τον Ντουκόβνι ζητώντας τους να φωτογραφηθούν μαζί τους.
Το σκηνικό του αεροδρομίου αποκτά καθοριστικό ρόλο στην ταινία, σχεδόν αναδεικνύεται στον τρίτο χαρακτήρα της, αρχίζοντας να αλληλοεπιδράει και να καθοδηγεί μέσω της Φωνής του μεγαφώνου τους δύο πρωταγωνιστές. «Είναι μία ιδέα που προσδιόρισε η Μεγκ με σκοπό να επεκτείνει την ιστορία πέρα από τα δύο άτομα, εισάγοντας την ιδέα μιας εξωτερικής δύναμης», σχολιάζει η Άιρλαντ, ενώ o Ντάφι παρατηρεί ότι η Φωνή έχει ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ και μοιάζει να νοιάζεται για τη σχέση των δύο χαρακτήρων.
Η δημιουργική ομάδα επέλεξε για την ταινία, τραγούδια που ήταν μεγάλες επιτυχίες στα χρόνια της νιότης των δύο πρωταγωνιστών και προσέλαβαν διάφορους καλλιτέχνες ώστε να τα μετατρέψουν σε θεωρητικά μη προσβλητικές διασκευές των αυθεντικών κομματιών, οι οποίες όμως είναι τόσο αδιάφορες που προκαλούν τον διαρκή εκνευρισμό του Μπιλ.
«Είναι σκοπός του αεροδρομίου να εκνευρίσει τον Μπιλ (Ντουκόβνι) με σκοπό να σπάσει τις άμυνές του. Είναι ένα συνεχιζόμενο μαρτύριο για εκείνον», λέει γελώντας η Ράιαν. «Χρησιμοποιήσαμε τραγούδια που αγαπούσε και τα κάναμε αγνώριστα», συμπληρώνει.
Η υπόθεση
Η ταινία ακολουθεί δύο πρώην συντρόφους, την Γουίλα (Ράιαν) και τον Μπιλ (Ντουκόβνι), που ξαναβρίσκονται χρόνια μετά τον χωρισμό τους, όταν αναγκάζονται να διανυκτερεύσουν στο αεροδρόμιο λόγω κακοκαιρίας. Και οι δύο θέλουν να γυρίσουν σπίτια τους, αλλά στη διάρκεια της νύχτας καταλήγουν να αναπολούν το παρελθόν τους και όλα αυτά που θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. Τι ακολουθεί όμως όταν οι αναμνήσεις τους μοιάζουν να διαφοροποιούνται;
Σκηνοθεσία: Μεγκ Ράιαν
Ηθοποιοί: Μεγκ Ράιαν, Ντέιβιντ Ντουκόβνι
Είδος: Κωμωδία/Ρομαντική
Διάρκεια: 103′