Το πρόσφατο δελτίο τύπου της αντιπροσωπείας των αυτοκινήτων Toyota στην Ελλάδα, μας έκανε και πάλι να σκεφτούμε ένα από τα παράδοξα και όμως αληθινά της Ελληνικής αγοράς (εν μέρει και της παγκόσμιας).
Γράφει ο Νίκος Τσάδαρης
Ας ξεκινήσουμε όμως από την είδηση του ΔΤ, ότι δηλαδή, η ιαπωνική μάρκα το 2017 βρέθηκε και πάλι στην πρώτη θέση της ελληνικής αγοράς αυτοκινήτου με συνολικές ταξινομήσεις 11.228 αυτοκινήτων.
Πιο αναλυτικά, η Toyota βρέθηκε στη κορυφή των επιβατικών με 10.026 ταξινομήσεις, όγκο που αντιστοιχεί στο 11,4 % της αγοράς, ενώ στα επαγγελματικά με 1.166 ταξινομήσεις επαγγελματικών, πέτυχε ποσοστό 17,6%.
«Ατμομηχανή» αυτής της πρωτιάς το Yaris με 5.508 ταξινομήσεις & 18,3%, ακολουθεί το Aygo με 1.491 ταξινομήσεις & 11,3% και το Auris μαζί με την Corolla με αθροιστικά 1793 ταξινομήσεις.
Κάποιες πωλήσεις έκανε και το «ιδιόρυθμο» crossover C-HR, στον πρώτο χρόνο κυκλοφορίας του, χωρίς όμως περισσότερα στοιχεία.
Αρχής γενομένης λοιπόν από το C-HR, που είναι το πλέον πρόσφατο μοντέλο της φίρμας, διαφημίζεται έντονα τελευταία, έχει φουτουριστικό σχήμα, είναι –θεωρητικά- 5θέσιο αλλά οι πίσω επιβάτες αισθάνονται τουλάχιστον …κλειστοφοβία και αντιμετωπίζεται σαν ένα ισότιμο με τα άλλα C-Crossover της αγοράς, θέλουμε να σταθούμε στο «φαινόμενο Toyota» ειδικά στην χώρα μας, όπως αυτό εμφανίζεται στα τελευταία πολλά χρόνια.
Ποιο όμως είναι το «φαινόμενο»; Τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από το ότι, το όνομα Toyota -θα έλεγε κανείς- πουλάει από μόνο του, ανεξαρτήτως του αν τα μοντέλα ανά εποχή είναι τα καλύτερα ή όχι της αγοράς. Αυτό ακριβώς συνέβη και την χρονιά που πρόσφατα έκλεισε. Χωρίς τα μοντέλα της μάρκας να είναι στην κορυφή του ανταγωνισμού της κατηγορίας των, κέρδισαν –πάλι- την πρώτη θέση στις επιλογές του αγοραστικού κοινού.
Αυτό συμβαίνει γιατί, το όνομα Toyota είναι συνδεδεμένο στη χώρα μας με την έννοια αξιοπιστία ενώ το δίκτυο έχει σαν πρώτη προτεραιότητα το “after sales service», αξίες που ο έλληνας καταναλωτής βάζει πάνω από την εμφάνιση, την τεχνολογική εξέλιξη, την μόδα, αλλά και την τιμή κτήσης, καθώς τα μοντέλα της μάρκας τα τελευταία χρόνια κάθε άλλο παρά φθηνά είναι.
Φυσικά, αυτή η εμπιστοσύνη του καταναλωτικού κοινού, έκανε δεκαετίες ολόκληρες να κατακτηθεί, αρχής γενομένης από τις αρχές της δεκαετίας του ’60.
Τότε ήταν που ένας δραστήριος, πανέξυπνος και εργασιομανής επιχειρηματίας, ο εκ Δομοκού ορμώμενος Κώστας Κασσιδόπουλος, ξέφυγε από τα όρια της μικρής Φθιωτικής κωμόπολης και του οικογενειακού βενζινάδικου, αποφασίζοντας να επενδύσει σε μια άγνωστη στο κοινό ιαπωνική αυτοκινητοβιομηχανία, που γνώρισε στους χώρους αποθήκευσης της «Ελφίνκο», την Toyota.
Ναι σωστά διαβάσατε, πρόκειται για την «αυτοκρατορία» του πασίγνωστου Τζόνυ Πεζσμαζόγλου που μαζί με τα Opel, Chevrolet & Cadillac κάπου είχε και τα πρώτα Toyota (εταιρία «Φινέλκο»)που είδε και αποφάσισε να εμπιστευτεί ο συγχωρεμένος πλέον («έφυγε» στα 40 του) Κώστας Κασσιδόπουλος, που το 1962 ταξίδεψε στην Ιαπωνία για να κερδίσει την εμπιστοσύνη και την αντιπροσωπεία των Ιαπώνων, χωρίς να μιλάει ούτε καν αγγλικά.
Έτσι το 1966 ιδρύεται η «Κασσιδόπουλος Α.Ε.Ε.Α» με βάση στην Λ.Αλεξάνδρας 28 και σιγά σιγά τα μοντέλα της Toyota διεισδύουν στην ελληνική αγορά, με αιχμή του δόρατος το 3τάχυτο pick up Stout (μερικά κυκλοφορούν ακόμα και σήμερα), το μικρό 2θυρο Sport 800 (έπαιξε και σε ταινίες της εποχής με οδηγό τον Αλέκο Τζανετάκο), το μικρομεσαίο Tiara και το μεγάλο Crown (αγοράστηκε κυρίως για ταξί). Γύρω στο ’65 κάνει την εμφάνισή του το Corona, ενώ μετά το ’66 ξεκινάει τη καριέρα του το μοντέλο που θα γινόταν τα επόμενα χρόνια παγκόσμιο best seller, το Corolla. Τα μοντέλα αυτά δεν ήταν δα και το απαύγασμα της τεχνολογίας της εποχής, αλλά διέθεταν στο σύνολό τους παροιμιώδη αντοχή.
Όμως, ο Κώστας Κασσιδόπουλος δεν αρκέστηκε μόνο στην αξιοπιστία των αυτοκινήτων που αντιπροσώπευε, αλλά αποφάσισε να την αποδείξει στους opinion leaders της εποχής, που ήταν οι άνθρωποι που συμμετείχαν και γενικώς εμπλέκονταν με τους αγώνες αυτοκινήτων. Εκεί λοιπόν τα Toyota δημιούργησαν την φήμη (τα ακολουθεί έως σήμερα, χωρίς η αξιοπιστία να είναι στα επίπεδα του τότε) «δεν σπάει, δεν χαλάει», ενώ η εξάπλωση του δικτύου από το 1968 και μετά, έθεσε τις βάσεις του after sales, υπηρεσία πρωτόγνωρη για τα Ελληνικά δεδομένα.
Το after sales της μάρκας, εκτοξεύτηκε κυριολεκτικά μετά το 1986, όταν η αντιπροσωπεία πέρασε στα χέρια της πολυεθνικής Toyota Hellas (θυγατρική της βρετανικής Inchcape) και σε συνδυασμό με τα τεχνολογικά άλματα του εργοστασίου, δημιούργησε μια δυναμική που έβαλε την φίρμα σχεδόν μόνιμα στο πόντιουμ της Ελληνικής αγοράς, ανεξαρτήτως της περιστασιακής κατάταξης των μοντέλων σε σχέση με τον ανταγωνισμό.
Αυτό βέβαια συνεχίζεται μέχρι σήμερα, όπου Yaris, Auris & Aygo απέχουν από το να είναι οι leaders των κατηγοριών στις οποίες ανήκουν (πόσο μάλλον το C-HR που είναι μια κατηγορία μόνο του), αλλά πωλούν σαν «ζεστό ψωμί» σε ένα κοινό που σχεδόν γυρίζει την πλάτη στην κατάταξη του ανταγωνισμού, επενδύοντας στο μόνιμο πλέον συνδυαστικό μότο που συνοδεύει κάθε Toyota: «Δεν σπάει, δεν χαλάει και αν -ο μη γένοιτο- συμβεί, εδώ είμαστε εμείς».