Η κλιματική αλλαγή και οι επιπτώσεις της, είναι σήμερα το υπ΄αριθμόν ένα πρόβλημα του αγροτικού τομέα στην Ελλάδα. Γιατί η κλιματική αλλαγή δεν αποτελεί απλά ένα περιβαλλοντικό ζήτημα (αύξηση της θερμοκρασίας, συχνότερη εμφάνιση ακραίων καιρικών φαινομένων), αλλά συνδέεται άμεσα με το παραγωγικό μοντέλο στον πρωτογενή τομέα της χώρας μας και επηρεάζει –άμεσα ή έμμεσα- όλους τους κλάδους που σχετίζονται με αυτόν, όπως η μεταποίηση, εμπορία και διακίνηση αγροτοδιατροφικών προϊόντων και εφοδίων.
Η αντιμετώπισή της και η προσαρμογή του αγροτικού κόσμου στα νέα δεδομένα έχει ήδη ξεκινήσει, αλλά πολλά απομένουν να γίνουν, ιδίως από εκείνους που υποστήριζαν και υποστηρίζουν – όπως προσωπικά – την ανάγκη ύπαρξης ενός δυναμικού, σύγχρονου και βιώσιμου αγροτικού τομέα στην πατρίδα μας, ως έναν από τους στυλοβάτες της ανάπτυξης της χώρας.
Περιμένουμε, τόσο σε κοινοτικό, όσο και σε εθνικό επίπεδο μια πιο θαρραλέα αντιμετώπιση του προβλήματος. Δεν θέλουμε να μείνουν ευχολόγια οι κατευθύνεις του ευρωπαϊκού σχεδιασμού «από το αγρόκτημα στο πιάτο» για ένα δίκαιο, υγιές και φιλικό προς το περιβάλλον σύστημα παραγωγής και διακίνησης τροφίμων, ούτε να γίνουν αποδεκτά φαινόμενα αδράνειας στην αξιοποίηση ολοένα και περισσότερων προγραμμάτων και πόρων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στον αγροτικό τομέα.
Παράλληλα, όμως, με την κλιματική αλλαγή τον τελευταίο καιρό εμφανίστηκε και ένα ακόμη μεγάλο πρόβλημα, που έχει να κάνει με την έλλειψη εργατικών χεριών σε γεωργία, κτηνοτροφία και αλιεία. Έλλειψη εργατών γης αντιμετωπίζουν όλες οι χώρες της Νότιας Ευρώπης. Όμως στη χώρα μας το θέμα αυτό τείνει, σε ορισμένες παραγωγικές περιοχές, να λάβει δραματικές διαστάσεις.
Η αναγκαία μεγέθυνση του κλήρου και των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, αλλά και η αλλαγή νοοτροπίας και στάσης απέναντι στις χειρωνακτικές εργασίες, που συντελέστηκε στη χώρα μας τις τελευταίες τέσσερεις δεκαετίες, κατέστησε αναγκαία την ύπαρξη ξένων εργατών γης για τις καλλιεργητικές, συλλεκτικές και εν γένει παραγωγικές διαδικασίες στον αγροτοκτηνοτροφικό και αλιευτικό τομέα.
Τον πρώτο καιρό, μετά μάλιστα την «πτώση του Τείχους» και την ύπαρξη μιας σχετικής (πραγματικής ή επίπλαστης, είναι άλλο θέμα) οικονομικής ευμάρειας στη χώρα μας, οι ανάγκες σε εργατικά χέρια καλύπτονταν απρόσκοπτα. Όμως η οικονομική κρίση, ιδίως την περίοδο των Μνημονίων, η διαφορά ανάπτυξης ανάμεσα στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η ένταση των προσφυγικών ροών, άλλαξε το σκηνικό και διαφοροποίησε ριζικά την «ανθρωπογεωγραφία» των εργατών γης.
Ταυτόχρονα, υπήρξε ένα μεγάλο «κενό» στην αντιμετώπιση της νέας κατάστασης και ένας αδικαιολόγητος «εφησυχασμός» μπροστά στις νέες προκλήσεις. Αποτέλεσμα, να μείνουν αναπάντητες κρίσιμες διαπιστώσεις για τις απαραίτητες υποδομές, τις αμοιβές, τις συνθήκες στέγασης, διαβίωσης, ασφάλισης και υγιεινής, αλλά και του «πολιτιστικού προφίλ» των αλλοδαπών εργατών γης. Θα λέγαμε – όσο κι εάν φαινόμαστε αυστηροί – πως τα πράγματα αφέθηκαν στην τύχη τους και δεν υπήρξε ένας στοιχειώδης σχεδιασμός-προγραμματισμός για την αντιμετώπιση και διαχείριση των εξελίξεων.
Έτσι, σήμερα βρεθήκαμε να αναζητούμε λύσεις – ορισμένες μάλιστα φορές σπασμωδικά, ασυντόνιστα και εφήμερα – σε προβλήματα που είχαν αναδειχθεί εδώ και αρκετό καιρό και παρέμεναν επιμελώς «κρυμμένα κάτω από το χαλί». Ο κόμπος, όμως, τείνει να φθάσει στο χτένι και πλέον για την επιβίωση του πρωτογενούς παραγωγικού μας τομέα απαιτούνται άμεσες, ολοκληρωμένες και συνεκτικές λύσεις.
Κατά την ταπεινή μου γνώμη η αντιμετώπιση πρέπει να είναι διττή:
Α) Αφενός να εξετάσουμε προσεκτικά γιατί οι αλλοδαποί εργάτες γης εγκαταλείπουν τη χώρα μας, προστρέχοντας σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες για να δουλέψουν εκεί. Τι είναι αυτό που τους απωθεί στην Ελλάδα και τι είναι αυτό που τους ελκύει σε άλλες χώρες;
Να αναρωτηθούμε εάν οι συνθήκες ζωής (στέγαση, διατροφή, ασφάλιση, υγειονομική περίθαλψη, ψυχαγωγία, οικονομικές δοσοληψίες, κοινωνική αντιμετώπιση κ.α.) παίζουν μεγαλύτερο ή όχι ρόλο από το ύψος της αμοιβής τους ή το όλο θέμα εξαντλείται στο μεροκάματο που λαμβάνουν ;
Συγχρόνως να απλοποιήσουμε τον τρόπο πρόσκλησης-μετάκλησης εργατών γης από το εξωτερικό, με ταυτόχρονη διεύρυνση των συμφωνιών της χώρας μας με τρίτες χώρες, λαμβάνοντας υπόψη και το «πολιτισμικό προφίλ» κάθε χώρας
Με άλλα λόγια – και ανάλογα με τη στάθμιση που θα κάνουμε – να δούμε πως θα αντιμετωπίσουμε αυτή τη «φυγή» και «στροφή» των εργατών γης, με γνώμονα πάντα ότι, η Ελλάδα αποτελεί μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα, κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που σέβεται την εργασία και την οικονομική δραστηριότητα και τις θεμελιώδεις αξίες της ανθρώπινης ζωής. Και θεωρώ ότι δεν θα χρειαστεί να ξανά-ανακαλύψουμε την Αμερική, καθώς παραδείγματα και εφικτές λύσεις υπάρχουν πολλές σε πάρα πολλές χώρες του κόσμου. Εκείνο, που εμείς απλώς χρειάζεται να κάνουμε είναι, να τα προσαρμόσουμε στα δικά μας δεδομένα, με προϋπόθεση φυσικά την ύπαρξη θέλησης και αναγκαίας πρωτοβουλίας.
Β) Αφετέρου, πιστεύω, πως ήρθε πλέον η ώρα να ανοίξει ένας ουσιαστικός και εποικοδομητικός διάλογος προς το εσωτερικό της χώρας και ιδιαίτερα τη νεολαία για την επανεξέταση της απαξίωσης της χειρονακτικής εργασίας. Μπορεί να φαίνεται κάπως ρομαντικό, αλλά θεωρώ πως αποτελεί, σήμερα παρά ποτέ, αναγκαιότητα να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση και αναγκαιότητα πνευματικής και χειρονακτικής εργασίας, ώστε να βρούμε μια νέα, καλύτερη, ουσιαστικότερη και αποδοτικότερη ισορροπία του αρχαίου ρητού «νους υγιής εν σώματι υγιεί».
Και είμαι βέβαιος, τουλάχιστον υπό τις παρούσες συνθήκες ζωής στις αστικές μεγαλουπόλεις, πως υπάρχει ακροατήριο – η λεγόμενη κρίσιμη μάζα – για να γίνει η συζήτηση και ο διάλογος αυτός. Άλλωστε, δεν είναι πολύ μακρινά τα χρόνια εκείνα που η συμβολή της οικογενειακής εργασίας, της εργασίας των νέων – ιδίως των φοιτητών – στις καλλιεργητικές εργασίες στη χώρα μας ήταν και πηγή εισοδήματος, αλλά και πηγή χαράς και ψυχικής ισορροπίας, μέσω της προσέγγισης στη Φύση, στο περιβάλλον της υπαίθρου και στα προϊόντα της μητέρας Γης.