Μια σειρά από παράδοξα χαρακτηρίζουν τις αντιλήψεις και τις συμπεριφορές μας στην Ελλάδα σε σχέση με τον πολιτισμό: Είμαστε από τους λαούς που εκφράζουν μεγάλη υπερηφάνεια για την πολιτιστική τους κληρονομιά, και δικαίως, αλλά έχουν χαμηλή συμμετοχή σε πολιτιστικές δράσεις και επισκέπτονται μουσεία, αρχαιολογικούς χώρους και χώρους πολιτισμού αραιά, ενώ η πολιτιστική δαπάνη των νοικοκυριών είναι αρκετά χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Γράφει ο Νικόλας Γιατρομανωλάκης*
Διατεινόμαστε ότι ο πολιτισμός είναι, μαζί με τον τουρισμό, η «βαριά βιομηχανία» της χώρας μας, αλλά οποιαδήποτε συζήτηση για την πολιτιστική οικονομία πέφτει στο κενό. Εκτιμάμε τους καλλιτέχνες αλλά παράλληλα θεωρούμε ότι ο κλάδος απαρτίζεται από «χομπίστες» και όχι από επαγγελματίες που παλεύουν για την επιβίωσή τους. Αυτή η θεώρηση δεκαετιών δυστυχώς έχει καλλιεργήσει ή επιτρέψει μια σειρά από στρεβλώσεις και παθογένειες που η οικονομική κρίση και στη συνέχει η πανδημία όξυναν περαιτέρω.
Στην Ελλάδα, την περίοδο 2012-2019, περισσότεροι από 18.000 αυτοαπασχολούμενοι καλλιτέχνες και εργαζόμενοι στον πολιτισμό έκλεισαν τα βιβλία τους, ως απόρροια κυρίως της οικονομικής κρίσης, όχι όμως μόνο λόγω αυτής. Η ακραία φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών – στο πλαίσιο της πολιτικής αφαίμαξης της μεσαίας τάξης που εφάρμοσε ο ΣΥΡΙΖΑ μέσα από τον νόμο Κατρούγκαλου – και μία σειρά από τέλη, εισφορές και επιβαρύνσεις, κατέστησαν τη διατήρηση βιβλίων όχι απλά ασύμφορη, αλλά σχεδόν αδύνατη. Επιπλέον, την περίοδο 2013-2018, στην Ελλάδα ο αριθμός των πολιτιστικών επιχειρήσεων μειώθηκε κατά 5,2% (στην ΕΕ αυξήθηκε κατά 2%) και η προστιθέμενη αξία τους μειώθηκε κατά 6,6% (στην ΕΕ αυξήθηκε κατά 2,4%). Η οικονομική κρίση και ένα αφιλόξενο φορολογικό και οικονομικό πλαίσιο έστρεψαν ένα κομμάτι του πολιτιστικού κλάδου στη γκρίζα οικονομία και μία μερίδα των εργαζομένων του κλάδου στην αδήλωτη εργασία, καθιστώντας τους έτσι δέσμιους σε σχέσεις εξάρτησης που επέτρεπαν συχνά φαινόμενα κατάχρησης εξουσίας.
Πέρα από την εθνική πενία που δημιουργεί αυτή η συνθήκη σε επίπεδο πολιτιστικής παραγωγής, καθώς και την υπονόμευση του πολιτισμού και των ανθρώπων του στην οποία οδηγεί, προκύπτει ένα ακόμη πιο σοβαρό πρόβλημα όταν οι εργαζόμενοι, οι επαγγελματίες και οι επιχειρήσεις δεν είναι ορατοί στον κρατικό μηχανισμό τη στιγμή που τον χρειάζονται περισσότερο από ποτέ, σε μία εποχή πανδημίας, όπου ο κλάδος έχει ανάγκη από κρατικά μέτρα στήριξης για να επιβιώσει.
Πριν την πανδημία, συχνά η συζήτηση για τον πολιτισμό περιοριζόταν γενικόλογα στη σημασία του πολιτισμού, στην ανάγκη στήριξης μέσω επιδοτήσεων, ή σε απόψεις επιμελητικής φύσεως, αποδίδοντας στην πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟΑ τον ρόλο ενός εθνικού καλλιτεχνικού διευθυντή.
Με την έλευση της πανδημίας, τον Μάρτιο του 2020, όλες οι δυστοπίες στα εργασιακά και ασφαλιστικά ζητήματα του κλάδου του πολιτισμού που για δεκαετίες κρύβονταν κάτω από το χαλί, ήρθαν στην επιφάνεια.
Από τον Μάρτιο του 2020, κανείς στον πολιτικό κόσμο δεν ζηλεύει τη θέση της πολιτικής ηγεσίας στο ΥΠΠΟΑ. Είναι, βλέπετε, μεγάλη πρόκληση η διαχείριση των ζωντανών – αφού ο σύγχρονος πολιτισμός αφορά στη δημιουργία που παράγεται στο σήμερα, δηλαδή όλους τους ανθρώπους που βιοπορίζονται από τον πολιτισμό που παράγουν.
Ποιος λογικός πολιτικός ονειρεύεται να έχει την ευθύνη της επιβίωσης ανθρώπων που απειλούνται με επαγγελματικό αφανισμό λόγω της πανδημίας; Κανείς.
Ποιος υπουργός και υφυπουργός θέλει να έχει απέναντι του ένα κλάδο με ανθρώπους δημοφιλείς στην κοινωνία, με μεγάλη ορατότητα και με ανά πάσα στιγμή δυνατότητα ηχηρών δημόσιων τοποθετήσεων; Κανείς.
Ποια πολιτική ηγεσία θέλει να ανοίξει το κουτί της Πανδώρας που είναι το εργασιακό και το ασφαλιστικό των καλλιτεχνών; Εμείς.
Από τον Μάρτιο του 20202, φάνηκε ξεκάθαρα ποιος οφείλει να είναι ο ρόλος του ΥΠΠΟΑ, ειδικά στο κομμάτι της σύγχρονης δημιουργίας: Να θέσει το θεσμικό πλαίσιο, να θωρακίσει τον κλάδο, να προσφέρει ευκαιρίες ανάπτυξης στους δημιουργούς και δυνατότητα πολιτιστικής πρόσβασης στο κοινό.
Σε αντίθεση με όλους αυτούς που επί δεκαετίες διατυμπανίζουν ότι κόπτονται για τους ανθρώπους του σύγχρονου πολιτισμού, χωρίς να έχουν κάνει το παραμικρό, πέρα από το να χαϊδεύουν κάποια αυτιά και να λαϊκίζουν ανέξοδα, ήταν αυτή η κυβέρνηση και αυτός ο Πρωθυπουργός, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που συμπεριέλαβε το Υπουργείο Πολιτισμού στα αναπτυξιακά υπουργεία, που δημιούργησε για πρώτη φορά Γενική Γραμματεία Σύγχρονου Πολιτισμού τον Αύγουστο του 2019 και που 18 μήνες μετά, τον περασμένο Γενάρη, όρισε για πρώτη φορά υφυπουργό αρμόδιο για τον σύγχρονο πολιτισμό, αναγνωρίζοντας τα ζητήματα αλλά και τις δυνατότητες του κλάδου.
Μαζί λοιπόν με τους συνεργάτες μου, τα στελέχη και τις υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Σύγχρονου Πολιτισμού, τους συναδέλφους μου στην κυβέρνηση και ειδικά στα συναρμόδια Υπουργεία Εργασίας και Οικονομικών, σχεδιάσαμε, υποβάλαμε και εντάξαμε στο Εθνικό Σχέδιο “Ελλάδα 2.0” το έργο της εργασιακής και ασφαλιστικής μεταρρύθμισης στον πολιτισμό, με χρηματοδότηση από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης.
Ήδη, με στόχο την απλούστευση των διαδικασιών και τον εκσυγχρονισμό του ασφαλιστικού και εργασιακού πλαισίου, συστήσαμε ειδική ομάδα εργασίας των συναρμόδιων Υπουργείων η οποία προχωρά άμεσα στην εξέταση και αξιολόγηση του εργασιακού και ασφαλιστικού θεσμικού πλαισίου των επαγγελματιών του πολιτιστικού και δημιουργικού τομέα και στη διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου θεσμικών αλλαγών.
Μέσα από ειλικρινή και διαρκή διάλογο με τους εκπροσώπους των εργαζομένων και των επιχειρηματιών του πολιτισμού, χαρτογράφηση των δομικών προβλημάτων, των δυσλειτουργιών και των αιτιών τους και λαμβάνοντας υπόψη διεθνείς πρακτικές, θα διαμορφώσουμε ένα πλαίσιο σύγχρονο, που αναγνωρίζει τις ιδιαιτερότητες του κλάδου, και ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των καιρών και στις ανάγκες του τομέα, δημιουργώντας ουσιαστικές προοπτικές για τους ανθρώπους του πολιτισμού αλλά και πολιτιστικό πλούτο για τη χώρα μας.
Αυτή η σημαντική και αναίτια αργοπορημένη μεταρρύθμιση, σε συνδυασμό με τα αναπτυξιακά προγράμματα που έχουμε καταθέσει στο Ταμείο Ανάκαμψης και για τα οποία έχουμε ήδη εξασφαλίσει συνολική χρηματοδότηση άνω των 250 εκατ. ευρώ, διαμορφώνουμε το μέλλον του πολιτιστικού κλάδου, όχι μόνο θωρακίζοντας τους ανθρώπους του, αλλά παρέχοντας δυνατότητες, εργαλεία και εφόδια που θα προάγουν το έργο τους.
*Ο Νικόλας Γιατρομανωλάκης είναι υφυπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού