Ο χρόνος μετράει αντίστροφα για τις τουρκικές εκλογές με τις κάλπες της 14ης Μαΐου να χαρακτηρίζονται ως οι πλέον κρίσιμες των τελευταίων δεκαετιών στην Τουρκία. Και ενώ οι πολιτικοί αντίπαλοι έχουν ριχτεί για τα καλά στην εκλογική μάχη, το αποτέλεσμα φαίνεται πως προκαλεί «χτυποκάρδια» και στη Δύση.
Οι δημοσκοπήσεις δίνουν το προβάδισμα στον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, όμως ο Ρετζέπ Ταγιπ Ερντογάν είναι ένας πολιτικός που -αν μη τι άλλο- έχει αποδείξει όλα αυτά τα χρόνια πως γνωρίζει πως να ανατρέπει την εις βάρος του κατάσταση και να επιβιώνει από τις κρίσεις. Το εάν θα τα καταφέρει και αυτή τη φορά μένει να φανεί.
Το σίγουρο είναι πως πρόκειται για την πιο δύσκολη εκλογική μάχη στην 20ετή εξουσία του, ενώ παράλληλα τα διακυβεύματα των επικείμενων εκλογών, που συμπίπτουν με τα 100 χρόνια από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας από τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, είναι τόσο κρίσιμα που αναμένεται να καθορίσουν όχι μόνο το μέλλον του Ερντογάν αλλά και της χώρας, επηρεάζοντας ταυτόχρονα και τα δεδομένα στην διεθνή πολιτική σκηνή.
Το εκλογικό αποτέλεσμα θα μπορούσε να καθορίσει το ρόλο της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, τις σχέσεις με τις ΗΠΑ, την ΕΕ και τη Ρωσία, τη μεταναστευτική πολιτική, αλλά και το ρόλο της Άγκυρας στον πόλεμο της Ουκρανίας και τη στάση της στα καίρια ανοιχτά ζητήματα της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Με απλά λόγια: Οι εκλογές της 14ης Μαΐου στην Τουρκία είναι οι πιο σημαντικές του 2023, όπως υπογραμμίζει το Politico.
ΕΕ και Τουρκία
Η κεμαλική αντιπολίτευση της Τουρκίας, που διεκδικεί την εξουσία από τον Ερντογάν, δηλώνει πως στόχος της είναι να ξεπαγώσει τις ενταξιακές συνομιλίες με την ΕΕ, οι οποίες έχουν τελματώσει από το 2018. Ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου ισχυρίζεται πως αυτό θα μπορούσε να συμβεί με προώθηση φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων για το κράτος δικαίου, την ανεξαρτησία των ΜΜΕ και του δικαστικού συστήματος. Δεσμεύεται ακόμη να συμβαδίσει με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και να απελευθερώσει τους πολιτικούς αντιπάλους του Ερντογάν που έχουν οδηγηθεί στη φυλακή.
Ωστόσο η «στροφή» προς τη Δύση, πόσο μάλλον η «αγκίστρωση» στο ευρωπαϊκό άρμα μόνο απλή υπόθεση δεν είναι. Η Τουρκία εδώ και πολλά χρόνια έχει ακολουθήσει μια δική της πολύπλευρη εξωτερική πολιτική και μάλιστα το αντιδυτικό αίσθημα έχει ενισχυθεί, σε όλο το πολιτικό φάσμα, όπως σημειώνουν αναλυτές στο Politico. Άρα μια τέτοια απόφαση θα μπορούσε να προκαλέσει και σημαντικούς τριγμούς στον ετερόκλητο συνασπισμό της αντιπολίτευσης. Το πιο κοινό σημείο των κομμάτων της αντιπολίτευσης είναι η επιθυμία τους για ανατροπή του Ερντογάν, όμως η ατζέντα τους, ιδιαίτερα στην εξωτερική πολιτική, είναι πολύ διαφορετική.
Εξάλλου τα εγχώρια προβλήματα είναι τόσα πολλά και τόσο σοβαρά που αναπόφευκτα θα βρεθούν σε προτεραιότητα, ενώ και η ίδια η Ευρώπη δεν φαίνεται ακόμη έτοιμη να ανοίξει ξανά -στο άμεσο μέλλον- την πόρτα στην Τουρκία. Ακόμα λοιπόν κι αν μια νέα κυβέρνηση επιδίωκε την αναζωπύρωση των συνομιλιών για ένταξη στην ΕΕ δεν είναι καθόλου βέβαιη η ομόφωνη στάση των κρατών μελών της Ένωσης.
Δεν αποκλείεται ωστόσο να υπάρξει μια προσπάθεια για πιο στενή συνεργασία σε επιμέρους τομείς. Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως η τουρκική αντιπολίτευση έχει διαμηνύσει πως επιδίωξή της σε περίπτωση που αναλάβει την εξουσία θα είναι η επανεξέταση και αναμόρφωση της συμφωνίας του 2016 για το μεταναστευτικό, η οποία κρίνεται ως μη αποδεκτή. Κάτι τέτοιο σίγουρα δεν προκαλεί χαμόγελα στις Βρυξέλλες.
Το μεταναστευτικό σχετίζεται άμεσα και με το ρόλο της Τουρκίας στη Συρία. Η Τουρκία φιλοξενεί αυτή τη στιγμή περίπου 4 εκατ. Σύρους πρόσφυγες και το ζήτημα βρίσκεται πολύ υψηλά στην προεκλογική καμπάνια και των δύο πλευρών. Η Τουρκική κοινωνία, που μαστίζεται από μεγάλη οικονομική κρίση, αντιμετωπίζει όλο και πιο εχθρικά τους πρόσφυγες και τόσο ο Ερντογάν, όσο και ο Κιλιτσντάρογλου, έχουν δεσμευτεί για λύση στο ζήτημα, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μια επιστροφή των Σύρων στην πατρίδα τους.
Στα σχέδια του Ερντογάν, σύμφωνα με τους αναλυτές, ήταν και η δημιουργία μιας «ουδέτερης ζώνης» στη Βόρεια Συρία, όπου θα μπορούσαν σε αυτή να μεταφερθούν οι περισσότεροι πρόσφυγες. Σε αυτό το πλαίσιο φαίνεται πως διεξάγονταν και οι επιχειρήσεις του τουρκικού στρατού στην περιοχή το τελευταίο διάστημα.
ΝΑΤΟ και ΗΠΑ
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, παρά το αρχικό βέτο, έδωσε τελικά το πράσινο φως για ένταξη της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ. Όμως συνεχίζει να μπλοκάρει την είσοδο της Σουηδίας στη Συμμαχία. Tουλάχιστον όσο δεν φαίνεται να ικανοποιούνται τα αιτήματά του ή δεν λαμβάνει τα απαραίτητα ανταλλάγματα από τις ΗΠΑ, τα οποία φαίνεται να σχετίζονται με τα εξοπλιστικά προγράμματα και την πώληση των F16 και F35.
Υπενθυμίζεται πως οι σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ βρέθηκαν στο ναδίρ το 2019 όταν η Άγκυρα αποφάσισε να αγοράσει το ρωσικής κατασκευής πυραυλικό σύστημα S-400, παρά τις αμερικανικές προειδοποιήσεις και αντιδράσεις. Ως αντίποινα οι ΗΠΑ έθεσαν την Τουρκία εκτός του προγράμματος για τα μαχητικά αεροσκάφη F35 και επέβαλαν κυρώσεις στην τουρκική αμυντική βιομηχανία.
Η τουρκική αντιπολίτευση εμφανίζεται πολύ πιο διαλλακτική στο ζήτημα του βέτο, ενδεχομένως επιδιώκοντας να εξασφαλίσει και την εύνοια της Ουάσιγκτον. Συγκεκριμένα έχει δεσμευτεί πως θα αποσύρει το βέτο για την ένταξη της Σουηδίας, υποστηρίζοντας μάλιστα πως αυτό θα μπορούσε να συμβεί άμεσα, ακόμα και στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στις 11 Ιουλίου.
Αναλυτές, που μίλησαν στο Politico, δεν αποκλείουν πάντως και ο Ερντογάν να προχωρήσει σε άρση του βέτο καθώς μια επικράτηση στις εκλογές θα τον καθιστούσε αρκετά ισχυρό για να προχωρήσει σε μια τέτοια κίνηση, αλλά και να επανακαθορίσει τις σχέσεις του με την αμερικανική ηγεσία, διεκδικώντας όσα επιθυμεί στο πλαίσιο ενός «παζαριού».
Η Ρωσία και ο πόλεμος στην Ουκρανία
Μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία η Τουρκία έχει διαδραματίσει ένα ρόλο «διαμεσολαβητή» καθώς διατηρούσε και διατηρεί στενές σχέσεις και με τις δύο πλευρές. Από τη μία συνεχίζει να προμηθεύει όπλα -κυρίως τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη Bayraktar- στην Ουκρανία και από την άλλη αρνείται να επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία, κόντρα στις επιταγές του ΝΑΤΟ. Επιπλέον η Άγκυρα συνέβαλε καθοριστικά στη συμφωνία για την εξαγωγή των – κρίσιμων για πολλές χώρες στον κόσμο – σιτηρών της Ουκρανίας.
Από την πλευρά του ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, όπως αναφέρει το Politico, δηλώνει πως με αυτόν στην εξουσία η Τουρκία ασφαλώς και θα είναι πρόθυμη να συνεχίζει τον μεσολαβητικό της ρόλο, ωστόσο θα δώσει μεγαλύτερη έμφαση στο καθεστώς της Άγκυρας ως χώρα μέλους του ΝΑΤΟ. «Αυτό θα τονίσουμε και στη συζητήσεις μας με τη Ρωσία. Θα υπενθυμίσουμε στη Μόσχα ότι η Τουρκία είναι μέλος του ΝΑΤΟ», έχει δηλώσει χαρακτηριστικά, κάνοντας ξεκάθαρη την πρόθεσή του για «στροφή» προς τη Δύση.
Ελλάδα και Ανατολική Μεσόγειος
Το προηγούμενο διάστημα και μέχρι τον φονικό χτύπημα του εγκέλαδου στην Τουρκία, η Άγκυρα είχε εντείνει την επιθετική ρητορική κατά της Ελλάδας. Η «διπλωματία των σεισμών» οδήγησε σε μια άμβλυνση, τουλάχιστον προσωρινά, ωστόσο οι ελληνοτουρκικές σχέσεις παραμένουν διαχρονικά ένα ακανθώδες ζήτημα και για τις συμμαχικές χώρες της Δύσης, που συχνά καλούνται να πάρουν το μέρος της μίας ή της άλλης πλευράς.
Αναλυτές στο Newsbeast έχουν εκτιμήσει πως μια ενδεχόμενη νίκη του συνασπισμού της αντιπολίτευσης, με επικεφαλής το κεμαλικό κόμμα, δεν αναμένεται να προκαλέσει σημαντικές αλλαγές. Οι σχέσεις με την Ελλάδα και την Κύπρο, αλλά και τα ενεργειακά ζητήματα στην Ανατολική Μεσόγειο είναι θεμελιώδεις ζητήματα στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας.
Όπως είχε σημειώσει στο Newsbeast ο Σωτήρης Ρούσσος, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και επιστημονικός υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών (ΚΕΜΜΙΣ), «οι κεμαλικοί έχουν εκφράσει κατά καιρούς και πιο προκλητικές αναθεωρητικές απόψεις για τα ελληνοτουρκικά από τον Ερντογάν».
«Δε θα πρέπει να περιμένουμε κάτι να αλλάξει προς το θετικό […] Δεν είμαι αισιόδοξος ότι η πολιτική αλλαγή στην Τουρκία θα φέρει και αλλαγή στις σχέσεις με την Ελλάδα. Δεν νομίζω πως υπάρχει κάποια τέτοια περίπτωση. Για πολλά ο Ερντογάν μπορεί να είναι το “πρόβλημα”, αλλά δεν είναι για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Δεν κάνει κάτι που δεν θα έκαναν όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις, πριν από το 2000», είχε τονίσει.